Φίμωση Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Δεν επέτρεψε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιεώνυμος να τοποθετηθεί ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος για την λεγόμενη Συμφωνία Πρωθυπουργού και Μακαριώτατου.
Λίγες ώρες αργότερα από την Μητρόπολη Μεσσηνίας δόθηκε στη δημοσιότητα το πλήρες κείμενο, που επρόκειτο να εκφωνήσει ο κ. Χρυσόστομος:
«Η παρούσα αποτελεί τοποθέτηση στην Ιεραρχία της 16ης Νοεμβρίου 2018 του Σεβασμιωτάτου, την οποίαν δεν πραγματοποίησε, επειδή με «δημοκρατικό» τρόπο δεν του απέτρεψε ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, γι΄ αυτό και την δημοσιοποιεί ηλεκτρονικά.
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Τις ευχαριστίες μου εκφράζω με πολύ σεβασμό προς τον Μακαριώτατο Άγιο Πρόεδρο για την ενημέρωση την οποίαν μας έκανε και με την οποίαν αρκετά σημεία αλλά όχι όλα διευκρινίστηκαν αναφορικά προς την λεγόμενη Συμφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού και Προέδρου της Κυβέρνησης και του Μακαριωτάτου.
Α. Παρά τον διθυραμβικό τρόπο με τον οποίον παρουσιάστηκε αυτή ἡ «ιστορική Συμφωνία» εντούτοις η ίδια ἡ κυβερνητική διαχείρισή της αποδυνάμωσε όλη αυτή την προσπάθεια και φαίνεται άτι απέδειξε και τον επιδιωκόμενο στόχο της.
Όπως έχω ήδη δηλώσει ἡ παρούσα «Συμφωνία» είναι μία απλή καταγραφή (memoradum) θέσεων, απόψεων, προτάσεων και επιδιώξεων με πολλές ασάφειες, αδιευκρίνιστες προτάσεις και αβεβαιότητες, η οποία ανοίγει αρκετά νομικά ζητήματα όπως και δημιουργεί νέα νομικά θέματα και για τα οποία ουδεμία επίλυση αποδεικνύεται και δεν μπορεί ούτε να θεωρηθεί ούτε άτι είναι πραγματική Συμφωνία.
Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να θέσω ορισμένα ερωτήματα και να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις και επισημάνσεις, σε κάθε ένα από τα αναφερόμενα σημεία αυτής της οἱωνεί Συμφωνίας.
1) Το Δελτίο Τύπου της 6-11-2018 της Γεν. Γραμματείας του Πρωθυπουργό ομιλεί για διάλογο «πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή… μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας». Από πότε δηλαδή υφίσταται ένας τέτοιος διάλογος, στον οποίον συζητούντο η μισθοδοσία του κλήρου και η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας; Ὁ Πρωθυπουργός ανέφερε για προ τριετίας.
Ποιός διεξήγαγε από μέρους της Εκκλησίας αυτόν τον διάλογο;
2) Στο ίδιο Δελτίο Τύπου δηλώνεται άτι «στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Εκκλησίας».
Η μόνη ιστορική εκκρεμότητα είναι ο τρόπος καταγραφής, κατοχύρωσης και αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας όχι όμως και ἡ μισθοδοσία του κλήρου, για την οποία, ήδη από το 2013 με τον νόμο 4111/2013 (ΦΕΚ. 18/25-1-2013) του Αντώνη Σαμαρά, το θέμα έχει επιλυθεί.
3) Η υπό μορφή νομοθετικής ρύθμισης κατοχύρωση αυτής της «ιστορικής Συμφωνίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας» δεν διασφαλίζει τίποτε από όσα προτείνονται και περιλαμβάνονται σ’ αυτήν.
Γνωρίζετε επίσης Μακαριώτατε άτι κανένας όρος Συμφωνιών δεν έχει τηρηθεί (χρηματική αποζημίωση, δωρεά ακινήτων κ. ἄ).
Β. Ύστερα από τα παρόντα εισαγωγικά, έρχομαι στην κατ’ άρθρον υπόδειξη των ασαφειών και σκοτεινών σημείων της «Συμφωνίας».
1. Γιατί στο εδάφιο 1 το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει μόνο τον αναγκαστικό νόμο 1731/1939 και όχι και την νομοθετική κατοχύρωση της σύμβασης του 1952;
Για ένα και απλό λόγο. Στη συζήτηση για τη Σύμβαση του 1952, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Βουλή αναφέρεται και διευκρινίζεται στα Πρακτικά άτι αναλαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο την υποχρέωση της κάλυψης της μισθοδοσίας του κλήρου και τα εξάδα λειτουργίας της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, κάτι για το οποίο δεν υφίσταται ούτε κατά τη συζήτηση στον αναγκαστικό νόμο του 1939 αλλά και ούτε συμπεριελήφθη στη Σύμβαση του 1952 και περισσότερο μάλλον στην Εισηγητική Έκθεση.
Έτσι λοιπόν εδώ έχουμε την πρώτη πράξη διαφοροποίησης της συμβατικής υποχρέωσης του Ελληνικού Δημοσίου για την κάλυψη της μισθοδοσίας του κλήρου και τα έξοδα λειτουργίας της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης πού ήταν και η αρχική επιδίωξή σας, όπως γράφετε στο βιβλίο σας για την εκκλησιαστική περιουσία Μακαριώτατε, έναντι του τρόπου αξιοποίησης και εκμετάλλευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας, της οποίας έχει πάρει ήδη το 96%, το Ελληνικό Δημόσιο και σε μερική συσχέτιση προς την εκκλησιαστική περιουσία, την οποία θα συνδιαχειριστεί και συνεκμμεταλευτεί το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος.
2) Στο εδάφιο 2 δηλώνεται: «Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει άτι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία πού απέκτησε».
Θεωρώ άτι δεν υπάρχει ποιό ασαφές εδάφιο με το οποίο προσπαθεί να μας πει άτι η «συμβατική υποχρέωση» για το θέμα της μισθοδοσίας του κλήρου και της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι «εν ευρεία έννοια» και όχι «συγκεκριμένη», όμως τί σημαίνει νομικά αυτή η έκφραση; Επίσης η χρήση του ρήματος «ανέλαβε» σημαίνει ότι συνεχίζει και αναλαμβάνει και μετά την Συμφωνία; Για ποιά περιουσία ομιλεί, της περιόδου 1920-1935 ἢ και μετά ταύτα;
3) Στο εδάφιο 3 απεμπολείται όχι ἡ δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα αλλά η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου έναντι της μισθοδοσίας του κληρικού, ως θρησκευτικού λειτουργού, γεγονός το οποίο έχει ως συνεπακόλουθο την διαγραφή των κληρικών από την «Ενιαία Αρχή Πληρωμών».
Αυτό όμως Μακαριώτατε είναι μία απεμπόληση κεκτημένου δικαιώματος των κληρικών, για το οποίο αγωνιζόταν η Εκκλησία να το διασφαλίσει ήδη από το έτος 1945 και το πέτυχε το 2013 και η παρούσα «Συμφωνία» ύστερα από 5 χρόνια έρχεται να το διαγράψει.
Δεν ξέρω εάν έχουμε το δικαίωμα εμείς αυτό σήμερα όχι μόνο έναντι της ιστορίας αλλά κυρίως έναντι του μέλλοντος ως προς την επιβίωση της ίδιας της Εκκλησίας.
Επιπλέον ἡ παρούσα διαγραφή από την «Ενιαία Αρχή Πληρωμών» θέτει πολλά ακόμη θέματα ως προς την έννοια του προσώπου και του χαρακτήρος της Εκκλησίας της Ελλάδος, του δημοσιοϋπαλληλικού χαρακτήρος της μισθοδοσίας, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της ασφάλισης και του συνταξιοδοτικού των κληρικών, ενώ δεν αναφέρει τίποτε για το υποδεικνυόμενο καθεστώς ως προς το μέλλον των ήδη συνταξιοδοτούμενων κληρικών και των συγγενών τους.
Η διαθρυλλούμενη επίσης άποψη ότι «εργοδότης των θρησκευτικών λειτουργών είναι όχι το Δημόσιο αλλά οι Μητροπόλεις τους», όπως έχει γραφεί μας επαναφέρει στο μισθολογικό καθεστώς προ του 1945. Ποιός λοιπόν θα είναι ο εργοδότης τους, ο οποίος «θα παραμείνει ο ίδιος»; (!!!) Δεν μπορώ επίσης να φανταστώ με ποιό τρόπο θα επιτευχθεί ἡ συνταγματική διασφάλιση της μισθοδοσίας.
Ερωτώ οι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ, Καθηγητές Πανεπιστημίου και άλλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι ως μισθοδοτούμενοι από την «Ενιαία Αρχή Πληρωμών»;
4) Στο εδάφιο 4 επίσης εμφανίζεται μία νέα κατάσταση της μισθοδοσίας. Η καταβολή ετησίως του ποσού πού αντιστοιχεί στο κόστος μισθοδοσίας «των εν ενεργεία ιερέων» (όχι των συνταξιούχων; ) «υπό μορφή επιδότησης» και όχι «ως συμβατική υποχρέωση» ως «μισθώματα», είναι όμως γνωστό, άτι είναι νομικά ισχυρότερη η «συμβατική υποχρέωση» του Κράτους ως προς την αφηρημένη και σαφή μορφή της επιδότησης, όπως και απόλυτα δεσμευτική νομικά για το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο. Μπορεί να με διορθώσει κάποιος εάν σφάλλω. Επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις δίδονται και σε φορείς του ιδιωτικού δικαίου και σε φορείς του δημοσίου δικαίου (ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, ΑΕΙ) όχι όμως για την μισθοδοσία, άλλ’ ως επιπλέον οικονομική ενίσχυση των προϋπολογισμών τους.
5) Δεν νομίζω ότι έχουμε άλλη μορφή διατύπωση παραίτησης δικαιωμάτων της Εκκλησίας ως προς την εκκλησιαστική περιουσία έστω και αν αυτή η απεμπόληση αφορά τα του νόμου του 1939, στο εδάφιο 5.
6) Στο εδάφιο 6 ανακοινώνεται ἡ ίδρυση «Ειδικού Ταμείου της Εκκλησίας» το οποίο θα προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών.
Ερωτώ: ποιά θα είναι ἡ νομική του μορφή; Από τον καθορισμό της νομικής μορφής του συγκεκριμένου ταμείου θα εξαρτηθούν η και θα καθοριστούν και άλλες μελλοντικές νομικές μορφές σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους. Από πού θα χρηματοδοτείται το συγκεκριμένο Ταμείο; Θα είναι βιώσιμο;
7) Με ποιό τρόπο διασφαλίζεται ὁ σημερινός αριθμός τον οργανικών θέσεων των κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως και για τούς εκκλησιαστικούς επαλλήλους; Πόσες είναι αυτές οι οργανικές θέσεις; Ακόμη δεν έχουμε νομιμοποιήσει τις υφιστάμενες ενορίες και τις εφημεριακές θέσεις πού αναλογούν σ’ αυτές με τον Κανονισμό πού έχουμε ήδη εγκρίνει και δεν έχουμε συζητήσει για «σημερινό αριθμό» οργανικών θέσεων. Η έλλειψη νομιμοποίηση των οργανικών θέσεων των εφημερίων είναι δικό μας λάθος, γιατί όταν στην Δ.Ι.Σ. (περιόδου 2012-2013) και στην Ι.Σ.Ι. (Οκτώβριος 2014) ετέθη το θέμα, από τον ομιλούντα και μερικούς άλλους Αδελφούς Αρχιερείς, ως επιτακτική ανάγκη ἡ νομοθετική κατοχύρωσή τους αντέστει τότε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Φιλίππων και το σώμα υπαναχώρησε και έθεσε την όλη υπόθεση ad calendam, σήμερα θα κληθούμε να πληρώσουμε αμαρτίες παλαιές.
Γ. Έρχομαι τώρα στα εδάφια πού αναφέρονται στο λεγόμενο «Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας».
α) Με το όλο πλαίσιο ίδρυσης του συγκεκριμένου «Ταμείου» ανοίγονται νέες μορφές σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας με τις οποίες όμως δεν διασφαλίζεται τίποτε όχι μόνο ως προς την διαχείριση και αξιοποίηση της εναπομεινάσης εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά και ως προς την κατοχύρωσή της.
β) Στο εδάφιο 11 ἡ «Συμφωνία ομιλεί για διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητουμένων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών αλλά και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου.
Έχουμε δηλαδή μία συνδιαχείριση θεσμική πλέον της εκκλησιαστικής περιουσίας, από το Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος, όχι όμως και οποιασδήποτε άλλης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου.
γ) Θέλετε να σάς θυμίσω τί έγινε κατά το παρελθόν με ανάλογους εκκλησιαστικούς οργανισμούς (Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο, ΟΔΕΠ, ΤΑΚΕ…) και με τις περιουσίες τους; Νομίζω, ότι όλοι θυμόμαστε τι έγινε με την κινητή και ακίνητη περιουσία τού ΤΑΚΕ όταν νομοθετικά καταργήθηκε και μάλιστα μονομερώς από την Ελληνική Πολιτεία!!!
Στο τέλος θα χάσουμε και την περιουσία πού έχουμε σήμερα και την οποία ούτε έχουμε καταγράψει και γι΄ αυτό δεν μπορούμε ούτε να την εκτιμήσουμε –κοστολογήσουμε, ούτε να την αξιολογήσουμε, να την κτηματολογήσουμε και να την αξιοποιήσουμε.
δ) Δεν υπεισέρχομαι στα εδάφια 12,13, και 14 γιατί ἡ εφαρμογή τους προϋποθέτει ένα ιδανικό πλαίσιο σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
ε) Το τελευταίο εδάφιο της «Συμφωνίας» (15), είναι ὅ,τι ποιό ασαφές, διολισθαίνον, επικίνδυνο και ανασφαλές.
Ήθελα μόνο να ερωτήσω:
α) Η εκκλησιαστική αυτή περιουσία στο σύνολό της είναι ικανή ώστε από την εκμετάλλευσή της από το ΤΑΕΠ θα αποδίδει ετησίως ως κέρδος 420.000.000 ευρώ περίπου, ώστε το 50% να πηγαίνει για την μισθοδοσία και το άλλο 50% στο Ελληνικό Δημόσιο, έστω και μετά παρέλευση δεκαετίας;
Την απάντηση την δίνει βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρ. υπουργός, ο οποίος φαίνεται άτι στηρίζει την παρούσα «Συμφωνία». Αναφέρει: «και όσο και αν είναι κουραστικό, ας αναρωτηθούμε για άλλη μία φορά αν υπάρχει οικονομοτεχνική μελέτη πού να αποδεικνύει ότι από την αξιοποίηση αυτής της περιουσίας μπορούν να προκύψουν κέρδη 200.000.000 € ετησίως, για την κάλυψη της μισθοδοσίας των 10.000 κληρικών. Ας μας προβληματίσει το γεγονός ότι μόνο δύο μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, κι’ αυτές όχι σε σταθερή βάση, καταφέρνουν να έχουν κέρδη πάνω από 200.000.000 € ετησίως». (Νικ. Φίλης).
β) Μας διαφεύγει ότι ἡ μισθοδοσία του κλήρου και όλα τα εργατικά δικαιώματα (περίθαλψη, ασφάλεια, σύνταξη) έχουν να κάνουν με το 96 % της εκκλησιαστικής περιουσίας πού έχει ήδη πάρει το Ελληνικό Δημόσιο. Τώρα με αυτήν την «ιστορική Συμφωνία» απαλλάσσεται το Ελληνικό Δημόσιο, από την υποχρέωση κάλυψης της μισθοδοσίας και την μισθοδοσία του κλήρου θα αναλάβει εξολοκλήρου ἡ ίδια ἡ Εκκλησία, έστω και σε βάθος χρόνου εικοσαετίας (!!!) με το 50% από το σύνολο του ποσού αξιοποίησης της υφιστάμενης εκκλησιαστικής περιουσίας.
Για όλους αυτούς τούς λόγους θεωρώ ότι ἡ «Συμφωνία» είναι γεμάτη ασάφειες, κενά, δημιουργεί νέα νομικά θέματα και δεν διασφαλίζει τίποτε από τα ήδη κεκτημένα. Είναι μία πρόχειρη και επιπόλαια γραμμένη «Συμφωνία», με την οποία οφείλεται μονομερώς το Ελληνικό Δημόσιο.
Δ. Η πρόταση μου Μακαριώτατε είναι η εξής:
Η «Συμφωνία» είναι απορριπτέα, ήδη το σημείο 15 μας δίνει αυτήν την δυνατότητα, μέχρι να διορθωθεί από ομάδα νομικών Μητροπολιτών, έχουμε αρκετούς, και έγκριτους νομικούς εντός και εκτός της Ιεράς Συνόδου, και να έρθει σε μία προσεχή Ιεραρχία για περαιτέρω επεξεργασία, και ύστερα να τεθεί στη βάσανο του διαλόγου με την Πολιτεία.
Σε όλη αυτή την διαδικασία διόρθωσης της «Συμφωνίας» από μέρους της Εκκλησίας δεν θα πρέπει να εξαιρεθεί ὁ εφημεριακός λόγος και οι τοποθετήσεις τους για τα θέματα, αφού είναι και αυτοί άμεσα θιγόμενοι, όπως και οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι.
Επίσης θα πρέπει να τεθεί ένα πλαίσιο ότι:
α) Δεν αλλάζει το υφιστάμενο μισθολογικό καθεστώς των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων ως και τα εργασιακά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα.
β) Μέχρι την τελική ολοκλήρωση της καταγραφής της εκκλησιαστικής περιουσίας, την κτηματολογική της και την κοστολόγησή της δεν συζητούμε για ίδρυση Τ.Α.Ε.Π. Τα απογοητευτικά αποτελέσματα του ΤΑΙΠΕΔ δεν μας δίνουν και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας (βλ. αξιοποίηση «Ελληνικού»).
Εκφράζω τη λύπη μου για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε την παρούσα «Συμφωνία» ἡ Κυβέρνηση, ως επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Λυπάμαι για την έλλειψη σοβαρότητας απέναντι στην Εκκλησία και στο πρόσωπό Σας Μακαριώτατε κυβερνητικών παραγόντων, οι οποίοι με τις δηλώσεις τους Σας εξέθεσαν και δεν Σας προφύλαξαν, αλλά μάλλον υπονόμευσαν την «Συμφωνία».
Τέλος θα Σας παρακαλούσα με όλο το σεβασμό προς το πρόσωπό Σας και ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών, ο λαϊκός συνεργάτης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών κ. Κων/νος Δήμτσας να πάψει να αναμειγνύεται και να διαμορφώνει την στάση της κυβερνήσεως έναντι των θεμάτων αυτών και να αποτελεί τον «διαμεσολαβητή» και να περιοριστεί στα καθήκοντα, τα οποία του έχει παραχωρήσει η Εκκλησία και ο Αρχιεπίσκοπος, και στα υψηλά καθήκοντα πού του έχει αναθέσει η Ελληνική Πολιτεία.
Εάν επιθυμείτε να αποκτήσετε διαύλους επικοινωνίας με τον πολιτικό κόσμο νομίζω ότι και πρόσωπα εκκλησιαστικά υπάρχουν και τον τρόπο γνωρίζετε.
Σας ευχαριστώ και ζητώ συγγνώμη από το Ιερό Σώμα για την καταπόνηση και για όσα είπα, πιθανώς δυσάρεστα.»