Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνει ότι δεν μπορεί να καταχωρισθεί η πρόταση ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών την οποία είχε υποβάλει Έλληνας υπήκοος με σκοπό να καταστεί δυνατή η διαγραφή του δημοσίου χρέους των χωρών που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης.
Κατά τη Συνθήκη ΕΕ, πολίτες της Ένωσης, των οποίων ο αριθμός ανέρχεται τουλάχιστον στο ένα εκατομμύριο και οι οποίοι προέρχονται από το ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών, μπορούν να αναλάβουν πρωτοβουλία με την οποία η Επιτροπή καλείται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να προτείνει στον νομοθέτη της Ένωσης την έκδοση νομικής πράξης για την εφαρμογή των Συνθηκών («ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών»). Πριν αρχίσει η συλλογή του απαιτούμενου αριθμού υπογραφών, οι διοργανωτές της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών οφείλουν να ζητήσουν την καταχώρισή της από την Επιτροπή, η οποία εξετάζει ιδίως το αντικείμενο και τους σκοπούς της. Η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την αίτηση καταχώρισης της πρωτοβουλίας, ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία το αντικείμενο της πρωτοβουλίας αυτής προδήλως δεν εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να προτείνει την έκδοση νομικής πράξης στον νομοθέτη της Ένωσης.
Ο Αλέξιος Αναγνωστάκης, Έλληνας υπήκοος, είναι ο διοργανωτής της πρότασης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών με τίτλο «Ένα εκατομμύριο υπογραφές για την Ευρώπη της αλληλεγγύης», την οποία υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 13 Ιουλίου 2012. Σκοπός της πρωτοβουλίας αυτής είναι να καθιερωθεί στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης η «αρχή της κατάστασης ανάγκης, κατά την οποία, οσάκις η εξυπηρέτηση απεχθούς χρέους απειλεί την οικονομική και πολιτική υπόσταση κράτους, η άρνηση καταβολής του χρέους αυτού είναι αναγκαία και δικαιολογημένη». Στην πρόταση πρωτοβουλίας μνημονεύεται ως νομική βάση για την έκδοσή της η οικονομική και νομισματική πολιτική (άρθρα 119 έως 144 ΣΛΕΕ).
Με απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 1, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση καταχώρισης της πρότασης του Αλ. Αναγνωστάκη για τον λόγο ότι η πρόταση αυτή προδήλως δεν ενέπιπτε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Κατόπιν τούτου, ο Αλ. Αναγνωστάκης προσέφυγε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής. Με απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2015 2, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του Αλ. Αναγνωστάκη, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν έχει τη δυνατότητα να προτείνει στον νομοθέτη της Ένωσης την καθιέρωση αρχής κατά την οποία το δημόσιο χρέος των χωρών που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης θα έπρεπε να μπορεί να διαγραφεί. Κατόπιν της έκδοσης της απόφασης αυτής, ο Αλ. Αναγνωστάκης άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.
Με τη σημερινή απόφαση, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης του Αλ. Αναγνωστάκη και επικυρώνει, επομένως, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι, λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών ως μέσου συμμετοχής των πολιτών στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης, η Επιτροπή πρέπει να αιτιολογεί με σαφή τρόπο κάθε απόφαση με την οποία απορρίπτει αίτηση για την καταχώριση πρότασης πρωτοβουλίας. Λαμβανομένου υπόψη, όμως, του ιδιαιτέρως συνοπτικού χαρακτήρα και της έλλειψης σαφήνειας της επίμαχης πρότασης πρωτοβουλίας, το Δικαστήριο επικυρώνει την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι επαρκώς αιτιολογημένη στην προκειμένη περίπτωση.
Το Δικαστήριο ελέγχει εν συνεχεία το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει, σε πνεύμα αλληλεγγύης, τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης. Το Δικαστήριο κρίνει, όπως και το Γενικό Δικαστήριο, ότι η διάταξη αυτή της ΣΛΕΕ δεν αφορά μέτρα που έχουν κατ’ ουσίαν ως σκοπό να μετριάσουν τις σοβαρές δυσχέρειες χρηματοδότησης που αντιμετωπίζει κράτος μέλος. Επιπλέον, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη λήψη μέτρου ή για την καθιέρωση αρχής που παρέχει, κατ’ ουσίαν, σε κράτος μέλος τη δυνατότητα να αποφασίσει μονομερώς να μην αποπληρώσει το σύνολο ή μέρος του χρέους του.
Όσον αφορά την ανάλυση του άρθρου 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου το Συμβούλιο μπορεί να χορηγήσει χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης σε κράτος μέλος που αντιμετωπίζει δυσχέρειες οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή σε έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του, το Δικαστήριο επικυρώνει και σε αυτήν την περίπτωση το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, κρίνει και αυτό ότι η εν λόγω διάταξη της ΣΛΕΕ, αφενός, δεν δικαιολογεί τη νομοθετική καθιέρωση γενικού και μόνιμου μηχανισμού διαγραφής του χρέους ο οποίος θα στηρίζεται στην αρχή της κατάστασης ανάγκης και, αφετέρου, έχει ως αντικείμενο αποκλειστικά χρηματοδοτική ενίσχυση την οποία χορηγεί η Ένωση και όχι τα κράτη μέλη. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η καθιέρωση της αρχής της κατάστασης ανάγκης δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της ενίσχυσης την οποία χορηγεί η Ένωση, στο μέτρο που η αρχή αυτή δεν αφορά μόνον το χρέος κράτους μέλους προς την Ένωση, αλλά και τις οφειλές του κράτους αυτού προς άλλα πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (μεταξύ των οποίων και τα κράτη μέλη).
Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει, όπως και το Γενικό Δικαστήριο, ότι η αρχή της κατάστασης ανάγκης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε βάσει του άρθρου 136 ΣΛΕΕ, δυνάμει του οποίου το Συμβούλιο λαμβάνει μέτρα για να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών της Ευρωζώνης και για να χαράσσονται οι προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής που αφορούν τα κράτη αυτά. Πράγματι, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η καθιέρωση της αρχής της κατάστασης ανάγκης θα είχε ως σκοπό την ενίσχυση του συντονισμού της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή ότι θα καταλεγόταν μεταξύ των προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής, κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι η αρχή αυτή θα είχε στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα να αντικαταστήσει την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 136 ΣΛΕΕ, με ένα νομοθετικό μηχανισμό μονομερούς διαγραφής του δημοσίου χρέους.
- Απόφαση C (2012) 6289 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών «Ένα εκατομμύριο υπογραφές για την Ευρώπη της αλληλεγγύης», η οποία υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 13 Ιουλίου 2012.
- Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (T-450/12, βλ. επίσης Ανακοινωθέν Τύπου 108/15).
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 12ης Σεπτεμβρίου 2017
«Αίτηση αναιρέσεως – Θεσμικό δίκαιο – Πρωτοβουλία πολιτών με την οποία καλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση περί διαγραφής του δημοσίου χρέους κρατών μελών ευρισκομένων σε κατάσταση ανάγκης – Αίτηση καταχωρίσεως – Απόρριψη από την Επιτροπή – Πρόδηλη αναρμοδιότητα της Επιτροπής – Κανονισμός (ΕΕ) 211/2011 – Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 122 ΣΛΕΕ – Άρθρο 136 ΣΛΕΕ – Παράβαση»
Στην υπόθεση C-589/15 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2015,
Αλέξιος Αναγνωστάκης, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τους Ανδ. Αναγνωστάκη, δικηγόρο, και F. Moyse, avocat, αναιρεσείων, όπου ο έτερος διάδικος είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Κωνσταντινίδη και H. Krämer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, L. Bay Larsen, E. Juhász, M. Berger και A. Prechal, προέδρους τμήματος, A. Rosas, J. Malenovský, D. Šváby, S. Rodin (εισηγητή) και Κ. Λυκούργο, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi, γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2016, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 2017, εκδίδει την ακόλουθη
ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο Αλέξιος Αναγνωστάκης ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής (T-450/12, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:739), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του νυν αναιρεσείοντος με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2012) 6289 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, σχετικά με την υποβληθείσα στην Επιτροπή στις 13 Ιουλίου 2012 αίτηση καταχωρίσεως της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών «Ένα εκατομμύριο υπογραφές για την Ευρώπη της αλληλεγγύης» (στο εξής: επίμαχη απόφαση).
Νομικό πλαίσιο
2. Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4 και 10 του κανονισμού (ΕΕ) 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών (ΕΕ 2011, L 65, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2012, L 94, σ. 49), έχουν ως εξής:
«(1) Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ενισχύει την ιθαγένεια της Ένωσης και βελτιώνει περαιτέρω τη δημοκρατική λειτουργία της Ένωσης προβλέποντας, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης μέσω της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών.
Η διαδικασία αυτή παρέχει στους πολίτες τη δυνατότητα να προσεγγίζουν απευθείας με αίτημά τους την Επιτροπή, καλώντας τη να υποβάλει πρόταση έκδοσης νομικής πράξης της Ένωσης για την εφαρμογή των συνθηκών, δυνατότητα παρόμοια με το δικαίωμα που εκχωρείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 225 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στο Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 241 της ΣΛΕΕ.
[…]
(2) Οι διαδικασίες και προϋποθέσεις που απαιτούνται για την πρωτοβουλία πολιτών θα πρέπει να είναι σαφείς, απλές, εύχρηστες και ανάλογες με τον χαρακτήρα της πρωτοβουλίας πολιτών, ώστε να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των πολιτών και να καθιστούν την Ένωση περισσότερο προσιτή. Θα πρέπει, ακόμη, να επιτυγχάνουν μια συνετή ισορροπία ανάμεσα σε δικαιώματα και υποχρεώσεις.
(4) Η Επιτροπή θα πρέπει να παρέχει στους πολίτες, ύστερα από σχετικό αίτημα, πληροφορίες και άτυπες συμβουλές σχετικά με πρωτοβουλίες πολιτών, κυρίως όσον αφορά τα κριτήρια καταχώρισης.
[…]
(10) Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή και η διαφάνεια σε σχέση με τις προτεινόμενες πρωτοβουλίες πολιτών και να αποφευχθεί η περίπτωση συλλογής υπογραφών για πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών που δεν είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να είναι υποχρεωτική η καταχώριση των πρωτοβουλιών αυτών σε [δια]δικτυακό τόπο που θα διαθέσει για τον σκοπό αυτό η Επιτροπή πριν από τη συγκέντρωση των απαιτούμενων δηλώσεων υποστήριξης από τους πολίτες. Όλες οι προτεινόμενες πρωτοβουλίες πολιτών που είναι σύμφωνες με τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καταχωρίζονται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει να επιλαμβάνεται της καταχώρισης σύμφωνα με τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης.»
3. Το άρθρο 1 του κανονισμού 211/2011 ορίζει τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την υποβολή πρωτοβουλίας πολιτών όπως προβλέπει το άρθρο 11 ΣΕΕ και το άρθρο 24 ΣΛΕΕ.»
4. Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα κατωτέρω:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) ως «πρωτοβουλία πολιτών» νοείται πρωτοβουλία η οποία υποβάλλεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, με την οποία η Επιτροπή καλείται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να υποβάλει οποιαδήποτε κατάλληλη πρόταση επί θεμάτων στα οποία οι πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Επιτροπής για την εφαρμογή των Συνθηκών και την οποία υποστηρίζουν έγκυρα τουλάχιστον ένα εκατομμύριο υπογράφοντες προερχόμενοι από το ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών·
[…]
3) ως «διοργανωτές» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα τα οποία σχηματίζουν μια επιτροπή πολιτών υπεύθυνη για την κατάρτιση και υποβολή πρωτοβουλίας πολιτών στην Επιτροπή.»
5. Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«1. Πριν από την έναρξη της συγκέντρωσης των δηλώσεων υποστήριξης από τους υπογράφοντες σχετικά με προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών, οι διοργανωτές οφείλουν να καταχωρίσουν την πρωτοβουλία στην Επιτροπή, παρέχοντας τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα II, ιδίως σχετικά με το αντικείμενο και τους στόχους της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών.
Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, σε επιγραμμικό μητρώο το οποίο διατίθεται ειδικά για τον σκοπό αυτόν από την Επιτροπή (μητρώο).
Οι διοργανωτές παρέχουν, για το μητρώο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, στον δικτυακό τόπο τους, τακτική ενημέρωση των πληροφοριών σχετικά με τις πηγές στήριξης και χρηματοδότησης της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών.
Μετά την επικύρωση της καταχώρισης σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι διοργανωτές μπορούν να καταθέσουν στο μητρώο το κείμενο της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών και σε άλλες επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Η μετάφραση της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών σε άλλες επίσημες γλώσσες της Ένωσης αποτελεί ευθύνη των διοργανωτών.
Η Επιτροπή δημιουργεί σημείο επαφής για την παροχή πληροφοριών και συνδρομής.
2. Εντός δύο μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα II, η Επιτροπή καταχωρίζει προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με μοναδικό αριθμό μητρώου και αποστέλλει βεβαίωση της καταχώρισης στους διοργανωτές, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
[..]
β) η προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών
[…]
3. Η Επιτροπή απορρίπτει την καταχώριση εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2.
Εφόσον αρνηθεί την καταχώριση προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών, η Επιτροπή αναφέρει στους διοργανωτές τους λόγους της άρνησης, καθώς και όλα τα πιθανά ένδικα και εξώδικα μέσα που τίθενται στη διάθεσή τους.»
Το ιστορικό της διαφοράς και η επίμαχη απόφαση
6. ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.
7. Στις 13 Ιουλίου 2012, ο Αλ. Αναγνωστάκης διαβίβασε στην Επιτροπή πρόταση ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών (στο εξής: ΕΠΠ) με τίτλο «Ένα εκατομμύριο υπογραφές για την Ευρώπη της αλληλεγγύης».
8. Σκοπός της προτάσεως αυτής ήταν να καθιερωθεί στο δίκαιο της Ένωσης η «αρχή της καταστάσεως ανάγκης, κατά την οποία, οσάκις η εξυπηρέτηση απεχθούς χρέους απειλεί την οικονομική και πολιτική υπόσταση κράτους, η άρνηση καταβολής του χρέους αυτού είναι αναγκαία και δικαιολογημένη».
9. Στην εν λόγω πρόταση ΕΠΠ μνημονευόταν ως νομική βάση για την έκδοσή της η «οικονομική και νομισματική πολιτική (άρθρα 119 έως 144 ΣΛΕΕ)».
10. Με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 211/2011 και επισήμανε ότι είχε εξετάσει τις προβαλλόμενες στην εν λόγω πρόταση ΕΠΠ διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, ειδικότερα δε το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και «όλες τις πιθανές νομικές βάσεις», απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως της προτάσεως αυτής, για τον λόγο ότι προδήλως δεν ενέπιπτε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που καθιστούν δυνατή την εκ μέρους της Επιτροπής υποβολή προτάσεως για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης με σκοπό την εφαρμογή των Συνθηκών.
Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
11. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Οκτωβρίου 2012, ο Αλ. Αναγνωστάκης άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.
12. Προς στήριξη της προσφυγής του, προέβαλε έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, αποτελούμενο από πλείονα σκέλη και αντλούμενο από το ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011. Συναφώς, ο αναιρεσείων υποστήριζε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή μπορούσε να δώσει συνέχεια στην πρόταση αυτή, προτείνοντας την έκδοση νομικής πράξεως βάσει του άρθρου 122, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 136, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, καθώς και των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
13. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε αυτεπαγγέλτως ως λόγο ακυρώσεως την έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, έκρινε ότι η Επιτροπή είχε τηρήσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως. Αποφάνθηκε, επίσης, ότι η Επιτροπή ουδόλως είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η εν λόγω πρόταση ΕΠΠ προδήλως δεν ενέπιπτε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που καθιστούν δυνατή την εκ μέρους της υποβολή συναφούς προτάσεως νομικής πράξεως. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη.
Αιτήματα των διαδίκων
14. Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο Αλ. Αναγνωστάκης ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,
– να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση·
– να υποχρεώσει την Επιτροπή να προβεί στην καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ και να διατάξει κάθε νομικώς αναγκαίο μέτρο, καθώς και
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
15. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τον Αλ. Αναγνωστάκη στα δικαστικά έξοδα.
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
16. Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει τέσσερις λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως. Ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορούν το βάσιμο της αποφάσεως αυτής και αντλούνται από πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 122 ΣΛΕΕ, του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και των κανόνων του διεθνούς δικαίου, αντίστοιχα.
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το αν η επίμαχη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη
Επιχειρήματα των διαδίκων
17. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στις σκέψεις 28 έως 32 και 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση πληρούσε τις απαιτήσεις που απορρέουν από την κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.
18. Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε πεπλανημένα, στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι απλώς η εκ μέρους της Επιτροπής μνεία, στην επίμαχη απόφαση, του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 211/2011 αποτελούσε επαρκή αιτιολογία λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας περί υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, η μνεία αυτή δεν συνιστά, κατά τον αναιρεσείοντα, λεπτομερή και σαφή αιτιολογία όσον αφορά την «πρόδηλη» αναρμοδιότητα της Επιτροπής κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
19. Εν συνεχεία, κατά τον αναιρεσείοντα, δεν αρκεί προς τούτο ούτε η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπίστωση, στη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή προέβη σε «ενδελεχή εξέταση των μνημονευομένων στην πρόταση διατάξεων της Συνθήκης (άρθρα 119 έως 144 ΣΛΕΕ) και όλων των πιθανών νομικών βάσεων».
20. Το αυτό ισχύει, κατά τον αναιρεσείοντα και όσον αφορά τη μνεία, στην επίμαχη απόφαση, του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
21. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, στις σκέψεις 30 και 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη λαμβανομένων υπόψη της φύσεως της αποφάσεως αυτής και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε. Συγκεκριμένα, το σκεπτικό αυτό του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, δεν έχει σχέση με τον πρόδηλο χαρακτήρα της αναρμοδιότητας της Επιτροπής και, αφετέρου, διαπιστώνει πεπλανημένα την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της, μνημονευομένης στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ελλείψεως «σαφήνειας και ακρίβειας όσον αφορά το πιθανό νομικό έρεισμα της αρμοδιότητας της Επιτροπής να υποβάλει πρόταση νομικής πράξεως», και της υποχρεώσεως μνείας των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε η επίμαχη απόφαση.
22. Η Επιτροπή, προσυπογράφοντας το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου κατά του οποίου βάλλει ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
23. Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, παρέχει στους πολίτες της Ένωσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το δικαίωμα να λαμβάνουν την πρωτοβουλία να καλούν την Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία οι πολίτες αυτοί θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών.
24. Το δικαίωμα αναλήψεως ΕΠΠ συνιστά, όπως, ιδίως, και το δικαίωμα υποβολής αναφοράς ενώπιον του Κοινοβουλίου, μέσο σχετικό με το δικαίωμα των πολιτών να μετέχουν στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, ΣΕΕ, καθόσον τους παρέχει τη δυνατότητα να προσεγγίζουν απευθείας την Επιτροπή για να της υποβάλουν αίτημα με το οποίο αυτή καλείται να υποβάλει πρόταση εκδόσεως νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών.
25. Σύμφωνα με το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με τον κανονισμό 211/2011 διευκρινίσθηκαν οι διαδικασίες και οι προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για την υποβολή ΕΠΠ. Με το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την εκ μέρους της Επιτροπής καταχώριση προτάσεως ΕΠΠ.
26. Μεταξύ των εν λόγω προϋποθέσεων, το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι η Επιτροπή καταχωρίζει πρόταση ΕΠΠ εφόσον η οικεία πρόταση «δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών».
27. Κατ’ εφαρμογήν ακριβώς της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή, με την επίμαχη απόφαση, απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως της προτάσεως ΕΠΠ την οποία της είχε υποβάλει ο αναιρεσείων.
28. Συναφώς, στο μέτρο που ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει, διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η απόφαση αυτή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, πρέπει να επισημανθεί ότι η κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 211/2011 υποχρέωση γνωστοποιήσεως στους διοργανωτές των λόγων για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση καταχωρίσεως της προτάσεώς τους ΕΠΠ αποτελεί ειδική εκδήλωση, όσον αφορά την ΕΠΠ, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των νομικών πράξεων, η οποία επιβάλλεται βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Κατά πάγια νομολογία περί του εν λόγω άρθρου, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και από αυτήν πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο το σκεπτικό του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Interporc κατά Επιτροπής, C 41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψη 55).
29. Όπως προκύπτει επίσης από πάγια νομολογία, η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ απαιτήσεις πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C-521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 150, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Club Hotel Loutraki κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-131/15 P, EU:C:2016:989, σκέψη 47).
30. Το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα τις αρχές αυτές, οι οποίες υπομνήσθηκαν προσηκόντως στις σκέψεις 22 έως 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
31. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την επίμαχη απόφαση συναγόταν ότι η άρνηση καταχωρίσεως της οικείας προτάσεως ΕΠΠ αιτιολογείτο από τη μη τήρηση της προϋποθέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011. Συναφώς, στην επίμαχη απόφαση επισημαινόταν ότι η Επιτροπή εκτιμούσε ότι ούτε δυνάμει των διατάξεων περί οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της Ένωσης οι οποίες μνημονεύονταν στην πρόταση αυτή, δηλαδή των άρθρων 119 ΣΛΕΕ έως 144 ΣΛΕΕ, ούτε δυνάμει κάποιας άλλης νομικής βάσεως εξουσιοδοτείται το θεσμικό όργανο αυτό να υποβάλει πρόταση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών που θα κατατείνει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου με την οικεία πρόταση ΕΠΠ σκοπού. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αποφάνθηκε ειδικότερα επί του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορούσε να αποτελέσει την προσήκουσα προς τούτο νομική βάση.
32. Σε αντίθεση προς ό,τι φαίνεται να υπονοεί ο αναιρεσείων, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι καθένα από τα στοιχεία αυτά της επίμαχης αποφάσεως, θεωρούμενο ατομικώς, αποτελούσε επαρκή αιτιολογία ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις της νομολογίας περί υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε, στις σκέψεις 30 και 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αιτιολογία αυτή συναγόταν, αυτή καθεαυτή, από τη φύση της επίμαχης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου είχε εκδοθεί η πράξη αυτή.
33. Απεναντίας, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας αποφάσεως σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, το ζήτημα αν η αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως πληρούσε τις κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ απαιτήσεις, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που περιέχει και των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, ειδικότερα δε της φύσεως της αποφάσεως αυτής και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε.
34. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, ουσιαστικά, στις σκέψεις 25 και 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένων υπόψη της ίδιας της φύσεως του δικαιώματος ΕΠΠ και των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η απορριπτική απόφαση αιτήσεως για την καταχώριση προτάσεως ΕΠΠ όσον αφορά τη δημοκρατική ζωή της Ένωσης, απόκειται στην Επιτροπή να αιτιολογεί την απόφασή της περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως τέτοιας προτάσεως κατά τρόπο που να καθιστά σαφές το σκεπτικό το οποίο δικαιολογεί την απόρριψη αυτή. Επομένως, οσάκις η εν λόγω απόρριψη στηρίζεται, όπως εν προκειμένω, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 211/2011, στην αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμά ότι η εν λόγω πρόταση εκφεύγει προδήλως του πλαισίου των αρμοδιοτήτων βάσει των οποίων δύναται το θεσμικό αυτό όργανο να υποβάλει πρόταση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών.
35. Στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού 211/2011, οι διοργανωτές της ΕΠΠ επισυνάπτουν σε παράρτημα της προτάσεώς τους λεπτομερέστερα στοιχεία ως προς το αντικείμενο, τους σκοπούς και το πλαίσιο της πρωτοβουλίας αυτής, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τα στοιχεία αυτά με επιμέλεια και αμεροληψία.
36. Το Γενικό Δικαστήριο, πάντως, επισήμανε επίσης, στις σκέψεις 30 και 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον ιδιαιτέρως συνοπτικό χαρακτήρα και την έλλειψη σαφήνειας της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, δεδομένου ότι η πρόταση αυτή, κατ’ ουσίαν, απλώς παρέπεμπε συλλήβδην, όσον αφορά το ζήτημα της νομικής βάσεως για την έκδοση της νομικής πράξεως της Ένωσης που αφορούσε, στα άρθρα 119 έως 144 ΣΛΕΕ σχετικά με την οικονομική και νομισματική πολιτική της Ένωσης, χωρίς να παρέχεται η παραμικρή εξήγηση ή διευκρίνιση ως προς τη σχέση μεταξύ του περιεχομένου της εν λόγω προτάσεως και των 26 άρθρων της Συνθήκης ΛΕΕ στα οποία παρέπεμπε η πρόταση αυτή.
37. Συναφώς, μολονότι ο ιστότοπος της Επιτροπής παρείχε μόνον τη δυνατότητα επιλογής συλλήβδην της κατηγορίας «Οικονομική και νομισματική πολιτική 119 144 ΣΛΕΕ», πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού 211/2011, οι διοργανωτές μπορούσαν να επισυνάψουν σε παράρτημα λεπτομερέστερα στοιχεία ως προς το αν τα άρθρα αυτά έχουν εν προκειμένω εφαρμογή λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, κάτι το οποίο δεν διατείνονται ότι έπραξαν.
38. Υπό τις περιστάσεις αυτές, όμως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας αποφάσεως, κρίνοντας, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να αποφανθεί αποκλειστικώς επί της διατάξεως εκείνης την οποία, από το σύνολο των διαλαμβανομένων στην εν λόγω πρόταση, έκρινε ως τη λιγότερο μη σχετική, συγκεκριμένα δε το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χωρίς να υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή της ειδικώς ως προς καθεμία από τις εν λόγω διατάξεις ή, κατά μείζονα λόγο, να αιτιολογήσει ότι στερείται εν προκειμένω σημασίας οποιαδήποτε άλλη διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ.
39. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ορθώς κατά νόμον, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση περιείχε επαρκή στοιχεία παρέχοντα τη δυνατότητα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εκδόσεως της πράξεως αυτής, στον μεν αναιρεσείοντα να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση καταχωρίσεως της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, στο δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο.
40. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι στο Γενικό Δικαστήριο δόθηκε πράγματι η δυνατότητα να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο επί της αποφάσεως αυτής, περιλαμβανομένου και του ζητήματος αν το άρθρο 122 ΣΛΕΕ μπορούσε να συνιστά νομική βάση για το μέτρο που αποτελούσε το αντικείμενο της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, μολονότι στην πρόταση αυτή δεν γινόταν μνεία ειδικώς του εν λόγω άρθρου.
41. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει όσον αφορά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως.
42. Ο αναιρεσείων αμφισβητεί, επίσης, την αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως καθόσον η εν λόγω πρόταση ΕΠΠ δεν εξέφευγε, κατ’ αυτόν, προδήλως του πλαισίου αρμοδιοτήτων της Επιτροπής βάσει των διαλαμβανομένων στην απόφαση αυτή διατάξεων. Διαπιστώνεται, όμως, ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως ως ουσιώδη τύπο, αλλά το διακριτό ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης αποφάσεως (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C-521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί στο πλαίσιο της απαντήσεως που θα δοθεί στον δεύτερο, στον τρίτο και στον τέταρτο λόγο αναιρέσεως.
43. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά τον έλεγχο του βασίμου της επίμαχης αποφάσεως
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
44. Με τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, ερμηνεύοντας πεπλανημένα το άρθρο 122 ΣΛΕΕ, το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, έκρινε ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω η προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 211/2011.
45. Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά, πρώτον, τη διαδικασία καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ, απόκειται στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 211/2011, να εξετάζει αν μια τέτοια πρόταση πληροί τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως που επιβάλλονται, μεταξύ άλλων, βάσει της παραγράφου 2, στοιχείο β΄, του άρθρου αυτού. Πρέπει, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου, τα στοιχεία σχετικά με το αντικείμενο και τους σκοπούς της προτάσεως ΕΠΠ τα οποία παρέχουν οι διοργανωτές της ΕΠΠ, είτε υποχρεωτικώς είτε, σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού αυτού, προαιρετικώς.
46. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 211/2011, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως, να παρέχει τη συνδρομή της και συμβουλές στους διοργανωτές ΕΠΠ, ιδίως όσον αφορά τα κριτήρια καταχωρίσεως.
47. Πρέπει να επισημανθεί, εν συνεχεία, ότι, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού αυτού, η απόφαση περί της καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ κατά την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού πρέπει να λαμβάνεται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, στην οποία συναρτάται, ειδικότερα, η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτο έλεγχο, κατά τον οποίο λαμβάνονται, επίσης, υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπό κρίση περιπτώσεως.
48. Οι απαιτήσεις αυτές, οι οποίες είναι συμφυείς στην αρχή της χρηστής διοικήσεως, έχουν εφαρμογή εν γένει στη δράση της διοικήσεως της Ένωσης στις σχέσεις της με το κοινό (βλ., σχετικώς, απόφαση της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen, C-337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 34) και, ως εκ τούτου, και στο πλαίσιο του δικαιώματος υποβολής ΕΠΠ ως μέσου συμμετοχής των πολιτών στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης.
49. Επιπλέον, σύμφωνα με τους σκοπούς των οποίων η επίτευξη επιδιώκεται με το μέσο αυτό, όπως εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του κανονισμού 211/2011, και οι οποίοι συνίστανται στην ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών και στο να καταστεί η Ένωση πιο προσιτή, η προϋπόθεση καταχωρίσεως κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από την Επιτροπή, σε περίπτωση κατά την οποία έχει υποβληθεί σε αυτήν πρόταση ΕΠΠ, κατά τρόπο διασφαλίζοντα ότι η ΕΠΠ είναι ευχερώς προσβάσιμη.
50. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 211/2011 μόνο σε περίπτωση κατά την οποία πρόταση ΕΠΠ, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και των σκοπών της, όπως προκύπτουν από τα υποχρεωτικά και, ενδεχομένως, συμπληρωματικά στοιχεία που υπέβαλαν οι διοργανωτές κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, προδήλως δεν εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων δυνάμει των οποίων η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει πρόταση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών.
51. Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, πρέπει, δεύτερον, να οριοθετηθεί ο έλεγχος τον οποίο το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.
52. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας, μεταξύ άλλων στα σημεία 7, 31 και 40 των προτάσεών του, ο αναιρεσείων, κατά την παρούσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, μετέβαλε ουσιωδώς τις εξηγήσεις του σχετικά με το αντικείμενο της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ και την προσήκουσα προς τούτο νομική βάση και υποστήριξε ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη επανειλημμένα επί του θέματος αυτού, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε διαπιστώσεις οι οποίες είναι είτε εσφαλμένες είτε πλημμελείς.
53. Πρέπει, όμως, να υπογραμμισθεί, πρώτον, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας, μεταξύ άλλων, στο σημείο 30 των προτάσεών του, ότι το βάσιμο του σκεπτικού που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο του εκ μέρους του ελέγχου του βασίμου της επίμαχης αποφάσεως, μπορεί να εκτιμηθεί μόνο βάσει των στοιχείων που υπέβαλαν οι διοργανωτές της οικείας προτάσεως ΕΠΠ κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς τους καταχωρίσεως της προτάσεως αυτής και όχι με γνώμονα τις διευκρινίσεις που παρέσχε ο αναιρεσείων για πρώτη φορά στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.
54. Όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, ειδικότερα, σε διάφορα σημεία της αποφάσεως εκείνης, τα στοιχεία αυτά περιορίζονται στην περιγραφή του σκοπού της προτάσεως αυτής ως συνιστώμενου στην καθιέρωση, στη νομοθεσία της Ένωσης, της «αρχή[ς] της καταστάσεως ανάγκης, κατά την οποία, οσάκις η εξυπηρέτηση επαχθούς χρέους απειλεί την οικονομική και πολιτική υπόσταση κράτους, η άρνηση καταβολής του χρέους αυτού είναι αναγκαία και δικαιολογημένη», και στη συλλήβδην παραπομπή στα άρθρα 119 έως 144 ΣΛΕΕ ως νομική βάση για την καθιέρωση της εν λόγω αρχής.
55. Δεύτερον, κατά πάγια επίσης νομολογία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου κατά την αναιρετική διαδικασία περιορίζεται, καταρχήν, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε επί των λόγων και ισχυρισμών που προβλήθηκαν και συζητήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, FLSmidth κατά Επιτροπής, C-238/12 P, EU:C:2014:284, σκέψη 42, και της 22ας Μαΐου 2014, ASPLA κατά Επιτροπής, C-35/12 P, EU:C:2014:348, σκέψη 39).
56. Εν προκειμένω, όμως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως, ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε, προς στήριξη του μόνου λόγου που προέβαλε στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής του, το άρθρο 122, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
57. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέταση των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς απόδειξη του ότι εσφαλμένα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε στο δίκαιο της Ένωσης προσήκουσα νομική βάση για την καθιέρωση της διαλαμβανομένης στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ αρχής πρέπει να περιορισθεί στα επιχειρήματα εκείνα που σκοπούν να αποδείξουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 122 και του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 122 ΣΛΕΕ
Επιχειρήματα των διαδίκων
58. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 41 έως 43 και 47 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προέκρινε πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 122, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, κρίνοντας, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 211/2011, ότι οι διατάξεις αυτές προδήλως δεν αποτελούσαν τη νομική βάση για την καθιέρωση στη νομοθεσία της Ένωσης της αρχής που αποτελούσε το αντικείμενο της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ.
59. Πρώτον, ερμηνεύοντας το άρθρο 122 ΣΛΕΕ μεμονωμένα, χωρίς να το εξετάσει εντός του πλαισίου των άρθρων 119 έως 126 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το πνεύμα του φέροντος τον τίτλο «Οικονομική Πολιτική» κεφαλαίου 1 του τίτλου VIII του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, του οποίου η βασική αρχή συνίσταται, κατά τον αναιρεσείοντα, στο ότι οι οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών υπάγονται στην αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων και στο ότι οι πολιτικές αυτές πρέπει να είναι συντονισμένες.
60. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι από το άρθρο 122, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα μέτρα των οποίων τη λήψη δύναται να προτείνει η Επιτροπή στο Συμβούλιο βάσει του άρθρου αυτού μπορεί να είναι διορθωτικά ή προληπτικά, σκοπούν δε στην αντιμετώπιση σοβαρών δυσχερειών ή στη σοβαρή απειλή τέτοιων δυσχερειών δυνάμενων να θέσουν σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της Ένωσης. Εξετάζοντας, όμως, το εν λόγω άρθρο εκτός του πλαισίου του, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά τον αναιρεσείοντα, σε πλάνη περί το δίκαιο.
61. Δεύτερον, ο αναιρεσείων επισημαίνει ότι με το άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο καθιερώνει, εξάλλου, την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, παρέχεται στην Επιτροπή ευρεία εξουσία εκτιμήσεως να προτείνει τη λήψη κατάλληλων μέτρων για την αντιμετώπιση των σοβαρών δυσχερειών ενός εξ αυτών. Η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης βάσει νομοθετήματος της Ένωσης μπορεί να αποτελέσει, κατά τον αναιρεσείοντα, τέτοιο κατάλληλο μέτρο. Καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, παρ’ όλα τα ανωτέρω, ότι η πρόταση ΕΠΠ προδήλως δεν ενέπιπτε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, προέκρινε πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 122 ΣΛΕΕ.
62. Τρίτον, ο αναιρεσείων αμφισβητεί, καταρχάς, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αντλείται από την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756). Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συγκρίνοντας το προτεινόμενο από την επίμαχη ΕΠΠ μέτρο με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (στο εξής: ΕΜΣ), τον οποίο ειδικώς αφορούσε η απόφαση εκείνη και ο οποίος διαφέρει ουσιωδώς από το εν λόγω μέτρο. Σκοπός της οικείας προτάσεως ΕΠΠ είναι απλώς η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης στη νομοθεσία της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών δυσχερειών τις οποίες αντιμετωπίζει η Ελληνική Δημοκρατία και οι οποίες οφείλονται στο χρέος της, και όχι η σύσταση μηχανισμού χρηματοδοτήσεως, όπως είναι ο ΕΜΣ.
63. Εν συνεχεία, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αντλείται από το ότι το άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋποθέτει ότι τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω διάταξη μέτρα «στηρίζονται στη συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών», είναι νομικώς εσφαλμένη. Από την ερμηνεία του άρθρου αυτού προκύπτει ότι το μνημονευόμενο στο εν λόγω άρθρο πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών δεν είναι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, ισοδύναμο της εννοούμενης ως οικονομικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών.
64. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 47 έως 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμποντας εκ νέου στην απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756), για να αποφανθεί ότι ο σκοπός της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ προδήλως δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
65. Καταρχάς, κατά τον αναιρεσείοντα, η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης στη νομοθεσία της Ένωσης δεν είναι, από πλείονες απόψεις, συγκρίσιμη με τον ΕΜΣ. Εν συνεχεία, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η διαδικασία κηρύξεως της καταστάσεως ανάγκης κινείται από τα κράτη μέλη και όχι από την Ένωση. Συγκεκριμένα, στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ διευκρινιζόταν, κατά τον αναιρεσείοντα, ότι η κήρυξη αυτή εγκρίνεται από την Ένωση, με πνεύμα αλληλεγγύης. Τέλος, εσφαλμένα διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης δεν αφορούσε αποκλειστικώς το χρέος κράτους μέλους προς την Ένωση, αλλά και τις οφειλές του εν λόγω κράτους προς άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Κατά τον αναιρεσείοντα, η καθιέρωση της αρχής αυτής αφορά στην πράξη αποκλειστικώς το χρέος κράτους μέλους προς την Ένωση. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή θα μπορούσε να δώσει εν μέρει μόνο συνέχεια στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, περιορίζοντας το αντικείμενό της στο χρέος αυτό και μόνον, το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, εμπίπτει προδήλως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
66. Κατά την Επιτροπή, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, καθόσον περιέχει νέα επιχειρήματα, ως απαράδεκτος ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
67. Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως πράξεως της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 54, της 19ης Ιουλίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-130/10, EU:C:2012:472, σκέψη 42, και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C 81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 35).
68. Πρώτον, στο μέτρο που, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, του οποίου τα σκέλη πρέπει να εξετασθούν από κοινού, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 40 έως 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι το άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν αποτελούσε προσήκουσα νομική βάση για τη λήψη μέτρου όπως αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί να θεσπίζει, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής καταστάσεως, ιδίως εάν ανακύψουν σοβαρές δυσκολίες στον εφοδιασμό με ορισμένα προϊόντα και ιδίως στον τομέα της ενέργειας.
69. Συναφώς, καταρχάς, όπως ορθώς επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 116 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756), ότι το άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν συνιστά προσήκουσα νομική βάση για την εκ μέρους της Ένωσης ενδεχόμενη παροχή χρηματοπιστωτικής συνδρομής προς τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν ή διατρέχουν τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα χρηματοδοτήσεως.
70. Μολονότι ο αναιρεσείων διατείνεται ότι ο ΕΜΣ, τον οποίο αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, διακρίνεται από πολλές απόψεις από το μέτρο που ζητείται με την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, εντούτοις από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν αφορά μέτρα που έχουν κατ’ ουσίαν ως σκοπό να μετριάσουν τις σοβαρές δυσχέρειες χρηματοδοτήσεως που αντιμετωπίζει κράτος μέλος.
71. Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 42 και 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του πνεύματος αλληλεγγύης το οποίο, σύμφωνα με το γράμμα το άρθρου 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να διέπει τη λήψη των κατάλληλων για την αντιμετώπιση της οικονομικής καταστάσεως μέτρων, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη λήψη μέτρου ή για την καθιέρωση αρχής παρέχουσας, κατ’ ουσίαν, σε κράτος μέλος τη δυνατότητα να αποφασίσει μονομερώς να μην αποπληρώσει εν όλω ή εν μέρει το χρέος του.
72. Καθόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί, ειδικότερα, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπίστωση, στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ θα παρείχε σε κράτος μέλος που αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες χρηματοδοτήσεως τη δυνατότητα να «αποφασίσει μονομερώς» τη μη αποπληρωμή, εν όλω ή εν μέρει, του χρέους του, επισημαίνεται ότι μόλις στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων διευκρίνισε ότι η δυνατότητα ενός τέτοιου κράτους μέλους να επικαλεσθεί την κατάσταση ανάγκης θα μπορούσε να υπόκειται σε προϋποθέσεις τις οποίες θα καθορίσει η Επιτροπή. Όπως, όμως, επισημάνθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί αν είναι βάσιμη η κρίση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στην εν λόγω σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
73. Ως εκ τούτου, ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας, στις σκέψεις 40 έως 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν αποτελεί προσήκουσα νομική βάση για τη λήψη μέτρου όπως το διαλαμβανόμενο στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ.
74. Δεύτερον, στο μέτρο που ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε πλειστάκις σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 47 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν αποτελούσε προσήκουσα νομική βάση για τη λήψη τέτοιου μέτρου, υπενθυμίζεται ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, το Συμβούλιο δύναται, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να χορηγήσει υπό ορισμένους όρους χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης σε κράτος μέλος που αντιμετωπίζει δυσχέρειες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσχέρειες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή σε έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του.
75. Συναφώς, πρέπει να διαπιστωθεί, καταρχάς, ότι ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο είχε αποφανθεί, στις σκέψεις 65, 104 και 131 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756), ότι, βάσει του άρθρου 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρέχεται στην Ένωση η αρμοδιότητα να χορηγήσει χρηματοδοτική ενίσχυση ad hoc σε κράτος μέλος ευρισκόμενο στην προμνημονευθείσα κατάσταση, πλην όμως η διάταξη αυτή δεν δικαιολογεί τη νομοθετική καθιέρωση μηχανισμού διαγραφής του χρέους ο οποίος θα στηρίζεται στην κατάσταση ανάγκης, εξαιτίας, ιδίως, του γενικού και μόνιμου χαρακτήρα που είναι συμφυής σε έναν τέτοιο μηχανισμό.
76. Ακολούθως, αναφορικά με την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε, κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τη φύση της διαλαμβανομένης στο άρθρο 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ χρηματοδοτικής ενισχύσεως, πρέπει να επισημανθεί, όπως έκρινε και το Γενικό Δικαστήριο στην εν λόγω σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τη σκέψη 118 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756), προκύπτει ότι η διάταξη αυτή έχει ως αντικείμενο αποκλειστικώς χρηματοδοτική ενίσχυση την οποία χορηγεί η Ένωση και όχι τα κράτη μέλη.
77. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης που αποτελεί το αντικείμενο της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της «ενισχύσεως που χορηγεί η Ένωση», κατά την εν λόγω διάταξη, στο μέτρο που η αρχή αυτή δεν θα αφορούσε μόνον το χρέος κράτους μέλους προς την Ένωση, αλλά και τις οφειλές προς άλλα πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ιδίως δε, επομένως, προς κράτη μέλη.
78. Καθόσον ο αναιρεσείων επιδιώκει να αμφισβητήσει, στο πλαίσιο αυτό, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπίστωση ότι η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης, όπως αυτή νοείται στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, δεν θα αφορούσε μόνον το χρέος κράτους μέλους προς την Ένωση, επισημαίνεται ότι, προ της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, ουδέποτε υποστήριξε ο αναιρεσείων ότι η πρόταση αυτή θα περιοριζόταν αποκλειστικώς στο χρέος του οικείου κράτους μέλους προς την Ένωση. Επιπλέον, το επιχείρημά του αναιρείται από άλλες αιτιάσεις που διατυπώνονται στην αίτηση αναιρέσεως, κατά τις οποίες η εν λόγω πρόταση έχει ως σκοπό να παράσχει στα ευρισκόμενα σε κατάσταση ανάγκης κράτη μέλη τη δυνατότητα αναστολής ή διαγραφής μέρους του χρέους τους, όχι μόνον προς την Ένωση, αλλά και προς τα λοιπά κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.
79. Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα που αντλείται από προβαλλόμενη δυνατότητα της Επιτροπής να δώσει συνέχεια μόνον εν μέρει στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, δεδομένου ότι το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την αναιρετική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο βάσει της υπομνησθείσας στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας.
80. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μέτρο όπως το διαλαμβανόμενο στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ προδήλως δεν εμπίπτει στην κατηγορία των μέτρων χρηματοδοτικής ενισχύσεως τα οποία δύναται να λάβει το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
81. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ
Επιχειρήματα των διαδίκων
82. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 57 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε πεπλανημένα το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης στη νομοθεσία της Ένωσης θα μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 136 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει, ιδίως, ως σκοπό να συμβάλλει στην «εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης».
83. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει συναφώς ότι η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κρίση περί του ότι η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης θα είχε στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση της ελεύθερης βουλήσεως των συμβαλλομένων από ένα νομοθετικό μηχανισμό μονομερούς διαγραφής του δημοσίου χρέους, ενδεχόμενο το οποίο προδήλως δεν επιτρέπει η διάταξη αυτή, είναι νομικώς εσφαλμένη.
Συγκεκριμένα, η καθιέρωση της εν λόγω αρχής θα παρείχε σε κράτος μέλος που αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες τη δυνατότητα να αναστείλει προσωρινά την πληρωμή όλων των οφειλών του, προκειμένου να προσανατολίσει την οικονομική πολιτική του στην ανάπτυξη, ενθαρρύνοντας κατά τον τρόπο αυτό τις δυνάμενες να προωθήσουν την ανάπτυξη οικονομικές επενδύσεις, στοιχείο το οποίο θα συνέβαλλε αδιαμφισβήτητα στην εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, κατά το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ο αναιρεσείων μνημονεύει, στο πλαίσιο αυτό, χάριν διευκρινίσεως, την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης Ιουλίου 2011, από την οποία προκύπτει, κατ’ αυτόν, ότι η απόφαση περί διαγραφής δημοσίου χρέους κράτους μέλους μπορεί να έχει έρεισμα στο δίκαιο της Ένωσης.
84. Επιπλέον, το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εξουσιοδοτεί ρητώς το Συμβούλιο να λαμβάνει μέτρα για τον καθορισμό κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής πολιτικής. Συνεπώς, και η Επιτροπή είναι εξουσιοδοτημένη, κατά τον αναιρεσείοντα, να προτείνει στο Συμβούλιο την έγκριση τέτοιων μέτρων.
85. Ως εκ τούτου, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ δεν εκφεύγει προδήλως του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 211/2011, κακώς δε το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης προδήλως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
86. Επιπλέον, κατά τον αναιρεσείοντα, μηχανισμός σταθερότητας και χρηματοοικονομικής συνδρομής, όπως εγκρίνεται βάσει του άρθρου 136, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δύναται να περιλαμβάνει, κατόπιν συμφωνίας των κρατών μελών και σε περίπτωση κατά την οποία ένα εξ αυτών βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, την αναστολή πληρωμής του χρέους του κράτους αυτού. Εν πάση περιπτώσει, βάσει του άρθρου 352 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να προτείνει μέτρο, όπως το διαλαμβανόμενο στην πρόταση ΕΠΠ, απαραίτητο για την επίτευξη ενός εκ των στόχων που θέτουν οι Συνθήκες, όπως είναι η σταθερότητα της ζώνης του ευρώ.
87. Κατά την Επιτροπή, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και, κατά τα λοιπά, ως αβάσιμος.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
88. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο δύναται, προκειμένου να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις των Συνθηκών, να λαμβάνει μέτρα που αφορούν τα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ με σκοπό, αφενός, κατά το γράμμα του στοιχείου α΄ της διατάξεως αυτής, να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής τους πειθαρχίας και, αφετέρου, κατά το γράμμα του στοιχείου β΄ της εν λόγω διατάξεως, να χαράσσονται, ως προς τα εν λόγω κράτη, οι προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, μεριμνώντας ώστε να είναι συμβατοί με τους καθοριζόμενους για το σύνολο της Ένωσης, και να διασφαλίζεται η εποπτεία τους.
89. Το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 57 και 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η καθιέρωση της αρχής της καταστάσεως ανάγκης, όπως νοείται στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, προδήλως δεν εμπίπτει στην κατηγορία των μνημονευθέντων στην προηγούμενη σκέψη μέτρων.
90. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε –ο δε νυν αναιρεσείων ουδόλως απέδειξε– ότι η λήψη του διαλαμβανομένου στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ μέτρου θα είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει τον συντονισμό της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή ότι θα καταλεγόταν μεταξύ των προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής τους οποίους το Συμβούλιο είναι εξουσιοδοτημένο να καθορίζει με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
91. Ορθώς, επίσης, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός μεν υπενθύμισε ότι από τις σκέψεις 51 και 64 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756), προκύπτει ότι η αποστολή της Ένωσης στον τομέα της οικονομικής πολιτικής περιορίζεται στη λήψη μέτρων συντονισμού, αφετέρου δε έκρινε ότι η λήψη μέτρου όπως του διαλαμβανομένου στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ όχι μόνο δεν καταλέγεται μεταξύ των «προσανατολισμών της οικονομικής πολιτικής», κατά την έννοια του άρθρου 136, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, αλλά θα είχε στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση της ελεύθερης βουλήσεως των συμβαλλομένων από ένα νομοθετικό μηχανισμό μονομερούς διαγραφής του δημοσίου χρέους, ενδεχόμενο το οποίο προδήλως δεν επιτρέπει η διάταξη αυτή.
92. εκ τούτου, ορθώς επικύρωσε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την κρίση της Επιτροπής ότι η πρόταση καθιερώσεως της αρχής της καταστάσεως ανάγκης, όπως την εννοεί ο αναιρεσείων, προδήλως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
93. Καθόσον ο αναιρεσείων διατείνεται, κατά τα λοιπά, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ότι η διαλαμβανόμενη στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ αρχή της καταστάσεως ανάγκης θα μπορούσε να καθιερωθεί στο δίκαιο της Ένωσης βάσει του άρθρου 136, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο 352 ΣΛΕΕ, αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε για πρώτη φορά μόλις κατά το στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, να εξετασθεί από το Δικαστήριο εν προκειμένω.
94. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Επιχειρήματα των διαδίκων
95. τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε πεπλανημένα τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθόσον, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η ύπαρξη αρχής του διεθνούς δικαίου, όπως, εν προκειμένω, της αρχής της καταστάσεως ανάγκης, δεν αρκούσε, εν πάση περιπτώσει, για να στηρίξει νομοθετική πρωτοβουλία εκ μέρους της Επιτροπής. Επιπλέον, κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν είναι βάσιμα τα επιχειρήματα σχετικά με την ύπαρξη της εν λόγω αρχής στο διεθνές δίκαιο.
96. την Επιτροπή, δεδομένου ότι στην αίτηση αναιρέσεως δεν περιλαμβάνεται κανένα επιχείρημα δυνάμενο να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι Συνθήκες και όχι ένας κανόνας του διεθνούς δικαίου πρέπει να προβλέπουν την ανάθεση στην Επιτροπή της αναγκαίας αρμοδιότητας, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
97. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τις οποίες της έχουν αναθέσει τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των σκοπών που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν.
98. αφορά, ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ διευκρινίζεται ότι κάθε θεσμικό όργανο ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί βάσει των Συνθηκών, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς που αυτές προβλέπουν.
99. συνέπεια, η Επιτροπή μπορεί να προτείνει τη θέσπιση νομικής πράξεως της Ένωσης μόνον εφόσον της ανατίθεται αρμοδιότητα προς τούτο βάσει των Συνθηκών.
100. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι έχει αποδειχθεί η ύπαρξη αρχής του διεθνούς δικαίου όπως αυτή της καταστάσεως ανάγκης την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων, απλώς και μόνον η ύπαρξη της αρχής αυτής δεν θα αρκούσε, εν πάση περιπτώσει, για να στηρίξει νομοθετική πρωτοβουλία εκ μέρους της Επιτροπής.
101. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ούτε ότι δεν εξέτασε αν είναι βάσιμα τα επιχειρήματα σχετικά με την ύπαρξη της εν λόγω αρχής στο διεθνές δίκαιο.
102. Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
103. ότι ουδείς εκ των λόγων αναιρέσεως που προέβαλε ο αναιρεσείων έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Επί των δικαστικών εξόδων
104. το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.
105. το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:
1) την αίτηση αναιρέσεως.
2) τον Αλέξιο Αναγνωστάκη στα δικαστικά έξοδα.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ