Σε Προσφυγή προχώρησε το σωματείο εργαζομένων της ΕΥΑΘ και πολιτών κατά της απόφασης της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων για την νέα τιμολόγηση του νερού.
Συγκεκριμένα αναφέρεται «Με την απόφαση αυτή, επιβάλλονται ενιαίοι υποχρεωτικοί κανόνες τιμολόγησης για όλη τη Χώρα ανεξαρτήτως σοβαρών ιδιαιτεροτήτων της κάθε περιοχής. O νέος τρόπος τιμολόγησης αποσκοπεί στην πλήρη ανάκτηση από τους πολίτες του συνολικού «κόστους» (όπως αυτό ορίζεται στην υπουργική απόφαση) αποτελούμενου από: το χρηματοοικονομικό κόστος συμπεριλαμβανομένου του «κόστους ευκαιρίας του επενδεδυμένου κεφαλαίου» (στην πραγματικότητα κέρδος απόδοσης κεφαλαίου, αορίστως προσδιοριζόμενο), του «περιβαλλοντικού κόστους» και του «κόστους πόρου» (άρθρα 4, 5, 6 και 9 της απόφασης). Η εφαρμογή του νέου πλαισίου ξεκινά υποχρεωτικά το 2018.
Είναι, όμως, βέβαιο, ότι η πλήρης ανάκτηση του ως άνω κόστους θα καταστήσει εν τέλει μη προσιτή – ή εν πάση περιπτώσει δυσχερώς προσιτή – προς τους πολίτες, την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, ιδίως σε μακρά περίοδο οικονομικής κρίσης.
Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τους κατοίκους των νησιωτικών Δήμων που είναι ήδη σε δυσμενή θέση λόγω της ανεπάρκειας υδάτινων πόρων, δεδομένου ότι σε πολλούς από αυτούς, η ύδρευση παρέχεται σχεδόν αποκλειστικά μέσω αφαλάτωσης.
Η απόφαση αυτή δεν αποσκοπεί «στη βιώσιμη χρήση και βελτίωση της κατάστασης των υδάτων, σύμφωνα με τους περιβαλλοντικούς στόχους του άρθρου 4 του π.δ. 51/2007, κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ», ούτε και «στη διασφάλιση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δημόσιου χαρακτήρα του νερού ως κοινωνικού αγαθού απολύτως απαραίτητου για τη διαβίωση του ανθρώπου», όπως ευαγγελίζονται οι αρμόδιοι Υπουργοί στο άρθρο 1 της απόφασης. Αντιθέτως, η απόφαση αυτή αποσκοπεί σε μία αμιγώς λογιστικού χαρακτήρα τιμολογιακή πολιτική, δια της οποίας ουδόλως εφαρμόζονται οι διατάξεις της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ για την περιβαλλοντικώς ορθολογική πολιτική στον τομέα των υδάτων, αλλά επιβάλλονται κανόνες τιμολόγησης με αυστηρώς οικονομικά και μόνο κριτήρια, που εν τέλει εξυπηρετούν τις επιχειρήσεις και όχι την περιβαλλοντική διαχείριση των υδάτων, ιδίως δε όσες ιδιωτικές επιχειρήσεις πρόκειται (ή εν πάση περιπτώσει θα επιχειρήσουν) να δραστηριοποιηθούν στη Χώρα μας στον ευαίσθητο τομέα της παροχής νερού.
Θεμελιώδης παράβαση της εν λόγω απόφασης αποτελεί η επιλογή λογιστικών κριτηρίων για την τιμολογιακή πολιτική των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, η οποία αφορά αδιακρίτως σε όλες τις περιοχές (λεκάνες απορροής ποταμών) αντί της επιλογής περιβαλλοντικώς ωφέλιμων κριτηρίων ανάλογα με την κάθε περιοχή (λεκάνη απορροής ποταμών) και το κάθε Σχέδιο Διαχείρισης, όπως επιτάσσει η Οδηγία 2000/60 και η εθνική νομοθεσία (ν. 3199/2003 και π.δ. 51/2007).
Εξάλλου, με τον τρόπο αυτό επέρχονται σημαντικές ανατιμήσεις επί της χρήσης των υπηρεσιών ύδρευσης, το δε κόστος ανάκτησης μετακυλίεται εξ ολοκλήρου δυσανάλογα στους πολίτες και οι συνέπειες αυτές τους αποστερούν από τη δυνατότητα στη συνεχή, αδιάλειπτη και ποιοτική όσο και προσιτή παροχή των ως άνω υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης.
Τούτο αντιβαίνει σε βασικές διατάξεις του Συντάγματος, όπως κρίθηκε με την ΣτΕ 1906/2014, ότι δηλαδή οι δημόσιες επιχειρήσεις που παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο, όπως είναι, προεχόντως, η ύδρευση και η αποχέτευση, πρέπει πάντοτε να λειτουργούν υπό τη νομική εγγύηση και έλεγχο του κράτους, ώστε να παρέχουν και να διασφαλίζουν συνεχώς προς το κοινωνικό σύνολο προσιτές υπηρεσίες κοινής ωφελείας και δη υψηλής ποιότητας.
Τη νομική και πραγματική αυτή διασφάλιση, μόνο το κράτος δύναται να εγγυάται, λόγω ακριβώς της νομικής και πραγματικής δυνατότητας να εφαρμόζει, όχι μόνο πολιτική κέρδους, αλλά και πολιτική δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αλληλεγγύης ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και των κατοίκων αυτής (ορεινής, νησιωτικής, πυκνής ή αραιής οικιστικώς, σε μικρή ή μεγάλη απόσταση από λεκάνη απορροής, με πρόσβαση σε επαρκή ή μη ποσότητα νερού, με επαρκείς ή όχι υποδομές, με αυξημένο ή μειωμένο ετήσιο εισόδημα κατοίκου κατά μέσο όρο κλπ).
Η απόφαση αυτή της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων αποδεικνύει ότι οι αρνητικές συνέπειες της ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών ύδρευσης δεν επέρχονται μόνο με τη μεταβίβαση των μετοχών σε ιδιώτες – κερδοσκόπους. Μπορούν το ίδιο εύκολα να επιτευχθούν και από ένα κράτος, το οποίο σταθερά και αδιάλειπτα ισχυροποιεί τον κερδοσκοπικό ρόλο και τη χρηματιστικοποίησή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Οι κινήσεις αυτές είναι συνακόλουθες με την ένταξη των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο και προετοιμάζουν το έδαφος για τη σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίησή τους και την εμπορευματοποίηση του νερού.
Όπου όμως εφαρμόσθηκαν οι ιδιωτικοποίησεις του νερού, το αποτέλεσμα ήταν οι πολυεθνικές να οικειοποιηθούν και να απαξιώσουν τις υποδομές, να πολλαπλασιάσουν υπέρογκα την τιμή του νερού για να αυξήσουν τα κέρδη τους, και να χειροτερέψουν δραματικά τις παροχές προκειμένου να μειώσουν τα έξοδά τους.
Παντού όπου επιβλήθηκαν προκάλεσαν ξεσηκωμό ενώ στους μεγάλους δήμους της Ευρώπης (Βερολίνο, Παρίσι και σε 40 άλλες πόλεις της Γαλλίας κ.α) το νερό επαναδημοτικοποιήθηκε.
Το σωματείο εργαζομένων της ΕΥΑΘ θα συνεχίσει τον αγώνα του κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού υπερασπιζόμενο το δημόσιο χαρακτήρα του και την εκφρασμένη στο δημοψήφισμα της Θεσσαλονίκης βούληση των πολιτών, που θέλουν τις υπηρεσίες υπό δημόσιο έλεγχο με μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και την πρόσβαση σε νερό εξασφαλισμένη για όλους.
Υπενθυμίζουμε ότι το σωματείο της ΕΥΑΘ προσέφυγε δικαστικά και κατά της ένταξης της ΕΥΑΘ στο υπερταμείο και αναμένει τον ορισμό της ημερομηνίας εκδίκασης της υπόθεσης».
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ