Την κατάργηση του δικηγορικού απόρρητου προωθεί με διάταξη στο νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη Βουλή στις 26 Μάιου 2017.
Σε επιστολή του Προέδρου της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Β. Αλεξανδρή στον υπουργό Δικαιοσύνης ζητά άμεση απόσυρση της διάταξης.
Όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων στην επιστολή, ο κ. Αλεξανδρής, «η προτεινόμενη –πλήρως αόριστη κατά περιεχόμενο- ρύθμιση, η οποία καταργεί συλλήβδην κάθε επαγγελματικό απόρρητο, παραγνωρίζει την ιδιαιτερότητα του δικηγορικού απορρήτου και αντιβαίνει σε θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, αλλά και της ευρωπαϊκής και ενωσιακής δικαιοταξίας».
Ακολουθεί η επιστολή:
Προς
τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας
και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Κύριο Σταύρο Κοντονή
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Όπως μας γνωστοποιήθηκε, στις 26.5.2007 κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών σχετικά με την «προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2015/2376/ΕΕ και άλλες διατάξεις». Στο εν λόγω νομοσχέδιο περιλαμβάνεται διάταξη (: άρθρο 12 παρ. 3) που τροποποιεί το αρ. 15 παρ. 5 του ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) ως εξής:
«5. Τρίτα πρόσωπα που δεσμεύονται από επαγγελματικό απόρρητο υποχρεούνται στη χορήγηση των πληροφοριών της παραγράφου 3, εφόσον αυτές αφορούν οικονομικές συναλλαγές του φορολογουμένου. Για τις λοιπές πληροφορίες που προστατεύονται από επαγγελματικό απόρρητο απαιτείται έγγραφη άδεια από τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Για τη χορήγηση της άδειας αυτής, ο Γενικός Γραμματέας υποβάλλει στον αρμόδιο Εισαγγελέα αίτημα, στο οποίο περιλαμβάνονται:
α) το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση και η δραστηριότητα του φορολογούμενου,
β) το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση και η δραστηριότητα του προσώπου που δεσμεύεται από επαγγελματικό απόρρητο,
γ) οι σημαντικές ενδείξεις φοροδιαφυγής που έχει στη διάθεση της η Φορολογική Διοίκηση εναντίον του φορολογούμενου,
δ) οι λόγοι για τους οποίους η Φορολογική Διοίκηση επιθυμεί να αποκτήσει πληροφορίες από το πρόσωπο που δεσμεύεται από επαγγελματικό απόρρητο.
Αντίγραφο της άδειας επισυνάπτεται στο αίτημα πληροφοριών. Σε περίπτωση χορήγησης της άδειας, ο τρίτος δεν ευθύνεται ποινικά ή αστικά για παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου».
Η προτεινόμενη –πλήρως αόριστη κατά περιεχόμενο- ρύθμιση, η οποία καταργεί συλλήβδην κάθε επαγγελματικό απόρρητο, παραγνωρίζει την ιδιαιτερότητα του δικηγορικού απορρήτου και αντιβαίνει σε θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, αλλά και της ευρωπαϊκής και ενωσιακής δικαιοταξίας.
Είναι γνωστό ότι η προστασία του δικηγορικού απορρήτου απολαύει συνταγματικής (άρθρα 5 παρ. 1, 9, 9 Α, 19, και 20 παρ. 1 Συντ.) και υπερνομοθετικής κατοχύρωσης.
Ειδικότερα, κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. Niemietz κατά Γερμανίας 6.12.1992, Michaud κατά Γαλλίας 2.4.2015, Vinci Construction κατά Γαλλίας 2.4.2015, Britto Ferrinho κατά Πορτογαλίας 1.12.2015), το εν λόγω απόρρητο «συνιστά τη βάση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του», αλλά και «το επιστέγασμα του δικαιώματος του ατόμου στην μη αυτοενοχοποίηση», με συνέπεια η τυχόν παραβίασή του «να έχει επιπτώσεις στην ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης». Ως εκ τούτου, εμπίπτει κατά την ουσιαστική του έκφανση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) κατά δε τη διαδικαστική του έκφανση στο δικαίωμα δίκαιης δίκης (ά. 6 της ΕΣΔΑ) και αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής (ά. 13 ΕΣΔΑ). Σχετικώς νομολογείται ότι θεμελιώδεις –αναγκαίες- εγγυήσεις για τη διασφάλιση της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου είναι αφενός η εκ των προτέρων ουσιαστική παρέμβαση ενός «ανεξάρτητου Οργανισμού», ήτοι του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, αφετέρου ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος εκ μέρους δικαστικής –και όχι εισαγγελικής- Αρχής.
Ανάλογης κατοχύρωσης τυγχάνει το δικηγορικό απόρρητο και στο ΧΘΔΕΕ, κατ’ άρθρο 7 (σεβασμός της ιδιωτικής ζωής) και 47 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου).
Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι η προτεινόμενη διάταξη δεν πληροί τους όρους της «ποιότητας του νόμου», κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, δεν εξυπηρετεί κάποια υπέρτερη αναγκαιότητα, δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας και δεν είναι συμβατή με τις ανωτέρω επιταγές της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας. Η αοριστία και η ευρύτητα της εν λόγω διάταξης ισοδυναμεί ουσιαστικά με ανεπίτρεπτη κατάλυση του ίδιου του πυρήνα του δικηγορικού απορρήτου και ακολούθως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, με τα οποία αυτό συνέχεται. Ο δικηγόρος μετατρέπεται από νομικός παραστάτης σε «πληροφοριοδότη» των φορολογικών αρχών, κατά πλήρη διαστροφή του θεσμικού του ρόλου. Τόσο ο ίδιος όσο και ο θιγόμενος εντολέας του στερείται στοιχειωδών διαδικαστικών εγγυήσεων προστασίας, όπως εξάλλου προβλέπεται στον Κώδικα Δικηγόρων, στον ΚΠΔ, ακόμη δε και στις ειδικές διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Πρόκειται συνεπώς για απροκάλυπτη θεσμική οπισθοδρόμηση, η οποία μάλιστα επιχειρείται χωρίς καμία προηγούμενη διαβούλευση με την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και χωρίς την απαιτούμενη -σε θεσμικό επίπεδο- σύμπραξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Συνεπώς, η άμεση απόσυρση της διάταξης είναι απολύτως επιβεβλημένη.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ