«Το κράτος πρέπει να αποδεικνύει τις φορολογικές παραβάσεις κάποιου και στη συνέχεια να μπορεί να του επιβάλει πρόστιμα κι όχι ο φορολογούμενος να πρέπει να αποδείξει ο ίδιος ότι δεν είναι φοροφυγάς» σύμφωνα με απόφαση του ΣτΕ.
Συγκεκριμένα η απόφαση του β’ τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας αναφέρει πως είναι ευθύνη του ΣΔΟΕ ή κάθε άλλης αρχής να αποδεικνύει ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει φοροδιαφύγει προκειμένου εν συνεχεία να του επιβληθεί πρόστιμο. Εάν η φορολογική αρχή, δεν αποδείξει ότι τα επίμαχα αποκρυφθέντα ποσά προέρχονται από την άσκηση του επαγγέλματος, τότε τα όποια πρόστιμα ακυρώνονται.
Η φορολογική αρχή «πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο (ακόμα και με έμμεσες αποδείξεις), ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας», αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ και διευκρινίζεται ότι εάν η φορολογική αρχή δεν προβεί σε τεκμηριωμένη κρίση αλλά «απλώς θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης (επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος) και, συνακόλουθα, βάσει των διατάξεων του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, για εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων», τότε στην περίπτωση αυτή δεν ανταποκρίνεται στο βάρος της απόδειξης όπως έχει την υποχρέωση και τα πρόστιμα ακυρώνονται.
Οι φορολογικές αρχές θεώρησαν ότι τα επίμαχα ποσά, τα οποία υπερέβαιναν αυτά που αναγράφονταν στα δελτία παροχής υπηρεσιών, αποτελούσαν αποκρυβείσα αμοιβή που εισέπραξε για «την υπ’ αυτού παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του».
Ο δικηγόρος προσέφυγε αρχικά στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο μείωσε τα πρόστιμα στις 316.554 ευρώ, και εν συνεχεία στο ΣτΕ. Μετά την επίμαχη απόφαση του Β΄ Τμήματος που τον δικαίωσε, τα πρόστιμα ακυρώθηκαν.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ