Εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για τη συνταγματικότητα των διατάξεων του πολυνομοσχεδίου που φέρνουν νέες περικοπές σε συντάξεις και ειδικά μισθολόγια, σύμφωνα με την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής την Τρίτη 16 Μαΐου 2017.
Υπενθυμίζεται πως στη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς υπάρχει η ρητή δέσμευση για διασφάλιση της συνταγματικότητας «της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος», έτσι ώστε να αποφευχθούν τυχόν εκπλήξεις που θα «μπλόκαραν» τη σχεδιαζόμενη ετήσια μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε σχέση με το ΑΕΠ.
Ειδικότερα τονίζεται:
Άρθρο 1&2 (Μείωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις)
Υπό το φως, επομένως, τόσο της πρόσφατης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και της ανωτέρω νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., (βλ., εκτενώς, ανωτέρω, Γενικές Παρατηρήσεις, Ι. Γ και Δ) πρέπει να σταθμισθεί, εν προκειμένω, αν οι προτεινόμενες μειώσεις διαταράσσουν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αφενός της προσβολής της σύνταξης ως περιουσιακού αγαθού, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α, και αφετέρου του δημόσιου συμφέροντος, καθώς και αν οι προτεινόμενες περικοπές οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου κατηγοριών συνταξιούχων τέτοια, που θα συνιστούσε προσβολή της αξιοπρέπειάς τους, λαμβανομένων υπ’ όψιν τόσο της έκτασής τους (περικοπή 18% της καταβαλλόμενης σύνταξης σε κατηγορίες συνταξιούχων) όσο και του σωρευτικού αποτελέσματός τους. Στο εν λόγω αποτέλεσμα θα πρέπει να συνυπολογισθεί η προηγούμενη, πλήρης, κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και οι λοιπές μειώσεις των συντάξεων, καθώς και οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν επέλθει με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις- (βλ., σχετικός, ΣτΕ 2192/2014, ΘΠΔΔ, 2014, σελ. 600), και, επομένως, θα πρέπει να σταθμιστεί εάν υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Βλ., συναφώς και Πρακτικά Ολ. Ελ. Συν. 2ης Ειδ. Συν. της 8.5.2017, όπου τίθεται, ιδίως, το ζήτημα προσβολής της προστατευόμενης, από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., περιουσίας, στο μέτρο που θίγονται ήδη θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα όσων έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία, πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και ως εκ τούτου έχουν γεγενημένη αξίωση για την καταβολή της σύνταξής τους, δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν «προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος κατ’ αρχήν του θεμιτού ή μη χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού και ακολούθως της τήρησης μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του σκοπού αυτού και των δικαιωμάτων των συνταξιούχων.
Ειδικά μισθολόγια
Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λογού ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών. Εξάλλου, ανεπιτυχώς επιχειρείται η στήριξη της συνταγματικότητας των μέτρων αφενός μεν στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, αφετέρου δε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ` επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων. Τέλος, η υπ` αριθ. 2Ο12/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, από την τήρηση των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων και αρχών», βλ., σχετικώς, τις ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις [ΣτΕ (Ολ) 4741/2014, ΣτΕ (Στ) 1198/2017, ΕλΣυν (Ολ) 7412/2015, ΣτΕ (Ολ) 2192/2014].
Υπό το φως των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός, ως προς το εάν με την προτεινόμενη αναμόρφωση των «ειδικών μισθολογίων» σε συνδυασμό με την εκτίμηση, κατά την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγματος), για ετήσια αύξηση – δαπάνη, που «εκτιμάται στο ποσό των 36,2 εκατ. ευρώ, 83,5 εκατ. ευρώ, 77,5 εκατ. ευρώ, 78,5 εκατ. ευρώ και 76,1 εκατ. ευρώ, για τα έτη 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021 αντίστοιχα», αλλά και του ότι, διά του άρθρου 155 του νομοσχεδίου, εξασφαλίζονται, κατ’ ελάχιστον, οι αποδοχές των λειτουργών ή υπαλλήλων που δικαιούνταν την 31.12.2016, επιτυγχάνεται πλήρης και επαρκής προσαρμογή προς τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, την οποία επιτάσσει η συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ