Το Μουσείο και ο Τόπος Μνήμης που ιδρύθηκε το 1947, περιλαμβάνει την έκταση του πρώην στρατοπέδου συγκέντρωσης Άουσβιτς Ι (200 στρεμ.) και Άουσβιτς ΙΙ – Μπίρκεναου (1710 στρεμ.).
Η ιδιαιτερότητα αυτού του μέρους έγκειται στο ότι ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο εξόντωσης και είναι το μοναδικό στρατόπεδο που έχει διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό στην αυθεντική του μορφή.
Ακόμη στο μνημείο για τα θύματα του Άουσβιτς ΙΙ υπάρχουν 23 επιγραφές με κείμενο στις κυριότερες γλώσσες που χρησιμοποιούσαν οι εκτοπισμένοι στο στρατόπεδο. Συγκεκριμένα: ισπανοεβραικα, ουκρανικά, σερβικά, σλοβακικά, ρουμανικά, ρομανί, ρωσικά, πολωνικά, νορβηγικά, ολλανδικά, ουγγρικά, γίντις, ιταλικά, κροατικά, εβραικά, ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά, τσεχικά, λευκορωσικά, σλοβενικά, λουξεμβουργιανά και αγγλικά.
Υπάρχουν εκτάσεις με ανθρώπινες τέφρες, ερείπια θαλάμων αερίων και κρεματορίων, χώροι, όπου γιατροί διάλεγαν τους φυλακισμένους, δρόμοι που οδηγούσαν στους θαλάμους αερίων, χώροι όπου εβραϊκές οικογένειες περίμεναν το θάνατο, χώροι εκτελέσεων καθώς και ένα από τα συγκλονιστικότερα πειστήρια του εγκλήματος: σχεδόν δύο τόνοι μαλλιά κομμένα από τα θύματα, παπούτσια των θυμάτων, προσωπικά αντιείμενα και ο ρουχισμός τους.
Στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργούνται στο Τρίτο Ράιχ απο το 1933, δηλαδή από την άνοδο του Χίτλερ και του κόμματος του, του ΝSDΑΡ, στην εξουσία. Εκεί φυλακίζονται άτομα που χαρακτηρίζονται ως «ανεπιθύμητα στοιχεία»: πολιτικοί αντίπαλοι του ναζιστικού καθεστώτος, Εβραίοι, μάρτυρες του Ιεχωβά, γερμανοί ομοφυλόφιλοι, εγκληματίες και άλλοι. Μετά την έκρηξη του πολέμου, οι Γερμανοί άρχισαν να ανοίγουν στρατόπεδα και στο έδαφος κρατών που βρίσκονταν υπό την κατοχή τους.
Μετά την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου και της ΕΣΣΔ στις 17 Σεπτεμβρίου 1939, τα πολωνικά εδάφη διαιρέθηκαν. Ένα τμήμα τους, στο οποίο βρισκόταν και η πόλη Οσβιέντσιμ (μετονομάστηκε σε Άουσβιτς) και προσαρτήθηκε στο Γ΄ Ράιχ. Από το κεντρικό τμήμα της Πολωνίας προέκυψε το λεγόμενο Γενικό Κυβερνείο, εξ ολοκλήρου υπό γερμανική υποτέλεια και διοικούμενο από το ναζιστικό αστυνομικο-διοικητικό μηχανισμό, ενώ τα ανατολικά εδάφη προσαρτήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, σύμφωνα με το επονομαζόμενο σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ της 23ης Αυγούστου 1939.
Τον Απρίλιο του 1940 ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη Δανία και τη Νορβηγία, το Μάιο στο Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, ενώ άρχισε η επίθεση κατά της Γαλλίας. Τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, τον Ιούνιο επιτέθηκαν στη μέχρι πρότινος σύμμαχη ΕΣΣΔ. Το φθινόπωρο του 1941 το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης ήταν υπό γερμανική κατοχή.
Το Αουσβιτς (Οσβιέντσιμ) βρισκόταν σχεδόν στο κέντρο της κατακτημένης Ευρώπης.
Το Αουσβιτς (Ιούνιος 1940 – Ιανουάριος 1945) ήταν το πρώτο γερμανικό ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης που δημιουργήθηκε στα κατεχόμενα πολωνικά εδάφη και τελικά έγινε το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης σε όλο το Γ΄ Ράιχ. Όπως και τα άλλα στρατόπεδα, ήταν ένα κρατικό ίδρυμα που υπαγόταν στην κεντρική διοίκηση του γερμανικού κράτους και συντηρούνταν από τον προϋπολογισμό του. Κύριος λόγος για τη δημιουργία του ήταν ο αυξανόμενος αριθμός Πολωνών που συλλαμβάνονταν από την αστυνομία και η συμφόρηση των φυλακών. Αρχικά, ήταν ένα από τα πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιουργήθηκαν από το ναζιστικό σύστημα τρόμου. Άλλωστε ως τέτοιο λειτουργούσε αδιάλειπτα ακόμη και όταν το 1942 άρχισε να μετατρέπεται στο μεγαλύτερο κέντρο μαζικής εξόντωσης Εβραίων.
Την περίοδο της εντατικής λειτουργίας του (Αύγουστος 1944), το Αουσβιτς απαρτιζόταν από τρία τμήματα: Άουσβιτς Ι (16.000 κρατούμενοι), Αουσβιτς Ι Ι – Μπίρκεναου σε απόσταση 3 χλμ (90.000 έγκλειστοι), όπου βρίσκονταν οι θάλαμοι αερίων, οι μεγαλύτερες εγκαταστάσεις μαζικής εξόντωσης στην Ευρώπη, Άουσβιτς ΙΠ – Μόνοβιτς (10.000 έγκλειστοι) σε απόσταση 6 χλμ, δίπλα στα εργοστάσια συνθετικού καουτσούκ και βενζίνης. Επίσης, το Άουσβιτς συμπεριλάμβανε δεκάδες υποστρατόπεδα με 21.000 κρατουμένους που εκτελούσαν καταναγκαστικά έργα στη βιομηχανία και τη γεωργία. Όλο το συγκρότημα αποτελούσε μία διοικητική μονάδα και υπαγόταν στο βασικό στρατόπεδο Άουσβιτς Ι. Για την κατασκευή του στρατοπέδου οι Γερμανοί εκτόπισαν τουλάχιστον 8.000 Πολωνούς από το Οσβιέντσιμ και τα γύρω χωριά, ενώ οι περίπου 7.000 εβραίοι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στο Σοσνόβιετς, το Μπέντζιν και το Χσάνουφ.
Η απελευθέρωση του Άουσβιτς πραγματοποιήθηκε στα μέσα Ιανουαρίου 1945, όταν ο Κόκκινος Στρατός έσπασε τη γραμμή του μετώπου και πλησίαζε το Οσβιέντσιμ, 56.000 έγκλειστοι εξαναγκάστηκαν σε Πορεία Θανάτου (με τουλάχιστον 9.000 θύματα). Επρόκειτο για μετακίνηση εργατών σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο εσωτερικό του Γ΄ Ράιχ.
Το δεύτερο μισό του 1944, λίγους μήνες πριν την υποχώρηση, οι Γερμανοί άρχισαν να καταστρέφουν τα τεκμήρια των εγκλημάτων: έκαιγαν μητρώα κρατουμένων και λίστες εκτοπισμένων Εβραίων, μετέφεραν υφαρπαγμένα αντικείμενα των θυμάτων και δομικά υλικά. Την τελευταία εβδομάδα του στρατοπέδου ανατίναξαν τους θαλάμους αερίων και πυρπόλησαν τις αποθήκες με τα υπάρχοντα των Εβραίων-θυμάτων ενώ όσοι έγκλειστοι ζούσαν ακόμα απελευθερώθηκαν από Σοβιετικούς στρατιώτες στις 27 Ιανουαρίου 1945.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς Ι δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1940 στα περίχωρα του Οσβιέντσιμ (Άουσβιτς), κοντά σε κομβικό σιδηροδρομικό σταθμό, σε προπολεμικούς πολωνικούς στρατώνες. Απαρτιζόταν από 20 προϋπάρχοντα κτίρια που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του στρατοπέδου. Σταδιακά, η διοίκηση προχώρησε στην κατασκευή 8 ακόμη κτιρίων με την εργασία κρατουμένων. Τα περισσότερα ήταν κοιτώνες εγκλείστων, μερικά προορίστηκαν για νοσοκομείο, αποθήκες, γραφεία και για τη φυλακή του στρατοπέδου. Τον Αύγουστο του 1944 υπήρχαν εκεί 16.000 έγκλειστοι (9.000 Εβραίοι, 4.000 Πολωνοί και 3.000 άτομα άλλων εθνικοτήτων). Το Άουσβιτς Ι περιλάμβανε το κεντρικό φρουραρχείο των 55, τα κεντρικά γραφεία του τμήματος απασχόλησης, ενώ σε κοντινή απόσταση ήταν οι κεντρικές αποθήκες εφοδιασμού και οι επιχειρήσεις των 55 που εκμεταλλεύονταν τους έγκλειστους του Άουσβιτς ως φτηνό εργατικό δυναμικό. Το 1944, σε άμεση γειτνίαση με το βασικό στρατόπεδο χτίστηκαν 20 ισόγεια κτίρια που χρησιμοποιήθηκαν ως κοιτώνες για έγκλειστες, συνεργεία, προσωρινοί στρατώνες των 55 και αποθήκες αντικειμένων που αφαιρούνταν από Εβραίους θανατωμένους στους θαλάμους αερίων.
Οι πρώτες ορχήστρες στρατοπέδων συγκροτήθηκαν το 1933 σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που βρίσκονταν στο έδαφος του Τρίτου Ράιχ. Ομοίως, το 1941 η διοίκηση του Άουσβιτς εξέδωσε άδεια για τη δημιουργία ανδρικής ορχήστρας αρχικά από Πολωνούς πολιτικούς κρατούμενους, αργότερα και από έγκλειστους άλλων εθνικοτήτων, όπου περιλαμβάνονταν και Εβραίοι.
Η ανδρική ορχήστρα στο Άουσβιτς Ι έπαιζε εμβατήρια μπροστά στο κτίριο της κουζίνας. Κατά την άποψη των ναζί, η μουσική είχε πολλά οφέλη για το στρατόπεδο. Πρωτίστως, συνέβαλε στο ρυθμικό βάδισμα των ομάδων εργασίας κατά την έξοδο και την επιστροφή τους στο στρατόπεδο. Ένα άλλο καθήκον της ορχήστρας ήταν συναυλίες, συνήθως τις Κυριακές, για τα μέλη των 55, μερικές φορές και για τους κρατούμενους. Ανδρικές ορχήστρες υπήρχαν στα στρατόπεδα Αουσβιτς Ι, Αουσβιτς II – Μπίρκεναου, Άουσβιτς ΠΙ – Μόνοβιτς καθώς και σε ορισμένα υποστρατόπεδα. Η μοναδική γυναικεία ορχήστρα έπαιζε στο γυναικείο τομέα του Μπίρκεναου.
Την περίοδο λειτουργίας του Άουσβιτς (14 Ιουνίου 1940-27 Ιανουαρίου 1945) μεταφέρθηκαν εκεί τουλάχιστον 1,3 εκατομμύρια άτομα: 1.100.000 Εβραίοι, 140.000 Πολωνοί, 23.000 Ρομά, 15.000 σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και 25.000 κρατούμενοι άλλων εθνικοτήτων, κυρίως Τσέχοι, Λευκορώσοι, Γερμανοί, Ρώσοι, Γιουγκοσλάβοι, Ουκρανοί και άτομα από άλλες χώρες της κατακτημένης από τους ναζί Ευρώπης.
Περίπου 900.000 Εβραίοι δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων αμέσως μετά τη μεταφορά τους στο στρατόπεδο. Από τους εγγεγραμμένους έγκλειστους του στρατοπέδου έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον: 100.000 Εβραίοι, 70.000 Πολωνοί, 21.000 Ρομά, 14.000 σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και 10.000 κρατούμενοι άλλων εθνικοτήτων.
Η ημέρα στο στρατόπεδο άρχιζε το ξημέρωμα: το καλοκαίρι στις 4:30, το χειμώνα στις 5:30. Οι έγκλειστοι υπό την πίεση των επιτηρητών τακτοποιούσαν τους κοιτώνες, προσπαθούσαν να πλυθούν και να εξυπηρετήσουν τις σωματικές τους ανάγκες. Μετά το προσκλητήριο και την καταμέτρηση, με συνοδεία μουσικής έφευγαν για πολύωρη, βαριά σωματική εργασία. Γύριζαν στο στρατόπεδο πριν νυχτώσει μεταφέροντας τα πτώματα των νεκρών συγκροτούμενων τους.
Ανάμεσα στους 1.300.000 εκτοπισμένους στο Άουσβιτς, υπήρχαν 216.000 παιδιά εβραϊκής καταγωγής, 11.000 παιδιά Ρομά, 3.000 παιδιά πολωνικής, 1.000 λευκορωσικής, ρωσικής, ουκρανικής και άλλης εθνικότητας, συνολικά 232.000 παιδιά και έφηβοι μέχρι 18 ετών. Στα μητρώα του στρατοπέδου καταχωρίσθηκαν 23.000 παιδιά και έφηβοι, μεταξύ αυτών 11.000 Ρομά. Απελευθερώθηκαν σχεδόν 700 παιδιά.
Από το Μάιο του 1942 οι Γερμανοί άρχισαν να οδηγούν στο Άουσβιτς γυναίκες, μεταξύ των οποίων και έγκυες. Για πάνω από ένα χρόνο, τα παιδιά που γεννιούνταν στο στρατόπεδο, θανατώνονταν συνήθως με ένεση φαινόλης ή πνιγμό σε κουβά με νερό. Από τα μέσα του 1943 άφηναν στη ζωή τα παιδιά γυναικών μη εβραϊκής καταγωγής, τα κατέγραφαν και τους έδιναν αριθμό κρατουμένου. Τα παιδιά των γυναικών εβραϊκής καταγωγής θανατώνονταν μέχρι το Νοέμβριο 1944, όταν οι Γερμανοί ανέστειλαν τη μαζική εξόντωση των Εβραίων στο Άουσβιτς. Εξαιρούνταν το «οικογενειακό στρατόπεδο» Εβραίων του Τερέζιενστατ και το στρατόπεδο Τσιγγάνων, όπου τα νεογνά δε θανατώνονταν. Ωστόσο, όλα τα παιδιά πέθαναν κατά τη διάλυση των δύο στρατοπέδων το καλοκαίρι του 1944. Στο Άουσβιτς γεννήθηκαν συνολικά τουλάχιστον 700 παιδιά, πάνω από 60 έζησαν μέχρι την απελευθέρωση.
Τον Απρίλιο του 1943, στο μπλοκ αυτό βρισκόταν το εργαστήριο πειραμάτων του γερμανού γυναικολόγου δρ. Καρλ Κλάουμπεργκ. Πραγματοποίησε πειράματα στείρωσης σε εκατοντάδες Εβραίες. Στα έγγραφα του στρατοπέδου αναφέρονται ως «κρατούμενες για πειραματικές χρήσεις». Μέρος αυτών πέθανε κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, άλλες θανατώθηκαν για να υποβληθούν σε νεκροτομή. Όσες επιβίωσαν, συνήθως είχαν μόνιμη αναπηρία. Πειράματα σε κρατούμενες πραγματοποίησαν εδώ και άλλοι γιατροί. Τα παράθυρα του κτιρίου που έβλεπαν στο διπλανό προαύλιο, όπου τουφεκίζονταν οι θανατοποινίτες, ήταν σφραγισμένα με σανίδες για να εμποδίζεται η παρακολούθηση των εκτελέσεων.
Στο Άουσβιτς πραγματοποιούνταν ιατρικά πειράματα για λογαριασμό, της Βέρμαχτ, γερμανικών φαρμακευτικών εταιρειών και ερευνητικών κέντρων, ενώ αποσκοπούσαν στην επαγγελματική ανέλιξη των ίδιων των γιατρών. Οι δραστηριότητες περιλάμβαναν μεταξύ άλλων: μαζική στείρωση, δοκιμές φαρμάκων, μόλυνση με τύφο για να προσδιοριστεί η περίοδος επώασης, πειράματα σε δίδυμα, έρευνες για τις μεταβολές που προκαλεί η ασιτία στον ανθρώπινο οργανισμό. Πολλές επεμβάσεις διεξάγονταν χωρίς νάρκωση προκαλώντας πόνο στα θύματα, ενώ οι επιπλοκές τους ήταν αδιάφορες. Πολλοί ακρωτηριασμένοι και άρρωστοι, όντας ακατάλληλοι για εργασία, δολοφονούνταν στους θαλάμους αερίων.
Οι Γερμανοί ξεκίνησαν την κατασκευή του στρατοπέδου το φθινόπωρο του 1941 κοντά στο εκκενωμένο πολωνικό χωριό Μπζεζίνκα (γερμ. Μιτίρκεναου), σε απόσταση 3 χλμ από το Άουσβιτς Ι. Αν και προοριζόταν για σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου, το στρατόπεδο τελικά έγινε:
– Το μεγαλύτερο κέντρο εξόντωσης Εβραίων. Στο πλαίσιο της ναζιστικής «τελικής λύσης», από το πρώτο μισό του 1942 δίπλα στο στρατόπεδο άρχισαν να λειτουργούν δύο προσωρινοί θάλαμοι αερίων. Ένα χρόνο αργότερα, στο εσωτερικό του στρατοπέδου, οι Γερμανοί έθεσαν σε λειτουργία τέσσερις μεγαλύτερους θαλάμους αερίων μαζί με κρεματόρια.
– Το μεγαλύτερο γερμανικό ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης για κρατούμενους διαφόρων εθνικοτήτων. Το καλοκαίρι του 1944, περίοδο της εντατικότερης μεταφοράς Εβραίων από την Ουγγαρία και την κατεχόμενη Πολωνία, στο Μπίρκεναου βρίσκονταν περίπου 90.000 έγκλειστοι: 69.000 Εβραίοι, 13.000 Πολωνοί και 8.000 άτομα άλλων εθνικοτήτων.
Η πύλη, την οποία από το Μάιο του 1944 διέσχιζαν τα τρένα με τους Εβραίους σταματούσαν στην πλατφόρμα που αποτελούσε το κεντρικό σημείο του στρατοπέδου. Στη δεξιά πλευρά, σε πρώτο πλάνο, σειρά ξύλινων κτισμάτων (η «καραντίνα»). Αριστερά, πλινθόκτιστα κτίρια (τομέας ΒΙ). Κατά μήκος του συρματοπλέγματος σειρά ξύλινων πυργίσκων σκοπιάς.
Τα πρώτα σχέδια προέβλεπαν ότι στο στρατόπεδο θα τοποθετούνταν 100.000 φυλακισμένοι. Το 1942, μετά από αναθεώρηση, ο αριθμός αυτός έφτασε τις 200.000. Το στρατόπεδο θα χωριζόταν σε τέσσερα τμήματα. Το πρώτο θα είχε 20.000 κρατουμένους και τα υπόλοιπα τρία από 60.000. Το στρατόπεδο θα καταλάμβανε 1750 στρέμματα. Αυτά τα σχέδια υλοποιήθηκαν μόνο εν μέρει. Μέχρι την άνοιξη του 1944, όταν σταμάτησαν οι εργασίες, σε έκταση 1400 στρεμμάτων είχαν προλάβει να χτιστούν πάνω από 300 κτίρια, κυρίως ξύλινα κτίσματα για διάφορες χρήσεις, άλλα 40 είχαν κατασκευαστεί μέσα και γύρω από το στρατόπεδο για τις ανάγκες των στρατώνων και του νοσοκομείου, είχαν τοποθετηθεί 17 χλμ περίφραξης με ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, είχαν κατασκευαστεί μερικά χιλιόμετρα δρόμων και είχε δημιουργηθεί σύστημα αποστραγγιστικών τάφρων μήκους 13 χλμ. Το Μάιο του 1944 τέθηκε σε λειτουργία η νέα ιδιωτική παρακαμπτήρια σιδηροδρομική γραμμή με την επονομαζόμενη «πλατφόρμα».
0 σιδηρόδρομος ήταν το βασικό μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για τους εκτοπισμούς στο Άουσβιτς. Κατά τα έτη 1940-1941 τα τρένα σταματούσαν στη γραμμή δίπλα στο στρατόπεδο Άουσβιτς Ι. Τότε μεταφέρονταν εκεί κυρίως Πολωνοί. Η δεύτερη ιδιωτική παρακαμπτήριο βρισκόταν ανάμεσα στα στρατόπεδα Άουσβιτς Ι και Μπίρκεναου. Την άνοιξη του 1944 τη θέση της πήρε η νέα γραμμή στο Μπίρκεναου που οδηγούσε απευθείας στους θαλάμους αερίων, με αποτέλεσμα την επίσπευση και την απλοποίηση της διαδικασίας εξόντωσης. Πριν από αυτό οι καταδικασμένοι σε θάνατο μεταφέρονταν με φορτηγά και με τη συνοδεία των 55 στους θαλάμους αερίων ή πήγαιναν περπατώντας.
Από το Δεκέμβριο του 1943, η «Σάουνα» λειτουργούσε βασικά ως σταθμός εισδοχής και εγγραφής των νεοφερμένων. Από εδώ πέρασαν χιλιάδες κρατούμενοι, κυρίως Εβραίοι, αλλά και Πολωνοί και άλλοι. Τους αφαιρούσαν τα προσωπικά είδη, τους έκοβαν τα μαλλιά, ακολουθούσε απολύμανση και λουτρό, έπαιρναν αριθμό και φόρμα κρατουμένου. Μερικές φορές, οι Εβραίοι περνούσαν εδώ και από δεύτερη επιλογή. Όσοι κρίνονταν ακατάλληλοι για εργασία, ειδικά οι έγκυες, οδηγούνταν στους κοντινούς θαλάμους αερίων. 0 επισκέπτης βλέπει το χώρο περνώντας από τις αίθουσες με την ίδια σειρά που έπρεπε να ακολουθήσουν οι κρατούμενοι. Στην τελευταία αίθουσα βρίσκεται συλλογή από φωτογραφίες που είχαν μαζί τους Εβραίοι από τα γκέτο του Μπέντζιν και του Σοσνόβιετς, οι οποίες βρέθηκαν μετά την απελευθέρωση, καθώς και βαγονέτο για τη μεταφορά ανθρώπινων τεφρών.
Οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια 4 και 5 που λειτούργησαν την άνοιξη του 1943, σε αντίθεση με τους θαλάμους 2 και 3, δεν είχαν υπόγειο. Οι θάλαμοι αερίων, τα αποδυτήρια και τα κρεματόρια βρίσκονταν στην επιφάνεια του εδάφους. Στους πλαϊνούς τοίχους υπήρχαν οπές διοχέτευσης.
Μετά το θρυμματισμό των οστών που δεν είχαν αποτεφρωθεί πλήρως, οι στάχτες φορτώνονταν σε φορτηγά και ρίχνονταν στον ποταμό Βιβτούλα. Ίχνη ανθρώπινων τεφρών υπάρχουν ακόμα στην περιοχή των κρεματορίων και των λάκκων καύσης.
Οι Γερμανοί ανάγκαζαν τους εβραίους κρατούμενους της Ζοντερκομαντο (γερμ. ειδική ομάδα εργασίας) να βγάζουν τους νεκρούς από τους θαλάμους αερίων. Πριν την καύση των σορών, οι έγκλειστοι αφαιρούσαν οδοντικά μέταλλα και κοσμήματα, ενώ έκοβαν τα μαλλιά των γυναικών. Τον Οκτώβριο του 1944 στη Ζοντερκομαντο σημειώθηκε εξέγερση. Έγκλειστοι επιτέθηκαν και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στο κτίριο του κρεματορίου 4. Μερικοί μπόρεσαν να βγουν από την περίφραξη του στρατοπέδου, αλλά κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, όλοι οι δραπέτες σκοτώθηκαν.