του Δρ. Αντώνη Μαραγκουδάκη
Η ενδομητρίωση είναι νόσος της αναπαραγωγικής ηλικίας. Οφείλεται στην παρουσία έκτοπου ενδημητρικού ιστού στα εσωγεννητικά όργανα, δηλαδή στις ωοθήκες, σάλπιγγες ή γύρω από αυτά. Επίσης στο περιτόναιο, στο έντερο και πολλές φορές μπορεί να παρουσιασθεί στο διάφραγμα ή πέρα από αυτό στον υπεζωκότα των πνευμόνων.
Η κλινική εικόνα ποικίλει στο αρχικό στάδιο εμφανίζεται μία επώδυνη περίοδος τις δύο πρώτες ημέρες της περιόδου. Σε προχωρημένα στάδια εμφανίζεται έντονη δυσμηνόρροια, περίοδος με αυξημένη ποσότητα αίματος, πόνος στην επαφή, αλλά και πόνος και κατά την διάρκεια του κύκλου ασχέτως επαφής ή περιόδου. Πολλές φορές έως και ποσοστό περίπου 20%-25% η ενδομητρίωση προκαλεί υπογονιμότητα ακόμη και στο αρχικό της στάδιο.
Η νόσος αυτή διαιρείται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: την επιφανειακή νόσο, δηλαδή αυτή που οι βλάβες είναι στην επιφάνεια των οργάνων ή στο περιτόναιο και την εν τω βάθει νόσο όπου οι βλάβες έχουν εισχωρήσει στο βάθος των ιστών του κύτους της κοιλίας.
Η διάγνωση της νόσου είναι συνδυασμός εκτίμησης κλινικής εικόνας και γυναικολογικής εξέτασης, υπερηχογραφήματος έσω γεννητικών οργάνων και τέλος διαγνωστικής λαπαροσκόπησης.
Η ενδομητρίωση πολλές φορές δημιουργεί κυστικά μορφώματα των ωοθηκών, τις καλούμενες σοκολατοειδείς κύστεις ή ενδομητριώματα.
Τα κυστικά αυτά μορφώματα εάν δεν αφαιρεθούν καταστρέφουν σιγά – σιγά τον ωοθηκικό ιστό με συνέπεια την μακροπρόθεσμη καταστροφή της ωοθήκης.
Σήμερα η τελική διάγνωση της ενδομητρίωσης γίνεται με την λαπαροσκόπηση.
Με αυτόν τον τρόπο επισκοπείται όχι μόνο η πύελος και τα έσω γεννητικά όργανα αλλά όλη η περιοχή της κοιλίας.
Η νόσος αντιμετωπίζεται συντηρητικά και χειρουργικά συγχρόνως. Η χειρουργική θεραπεία της επιφανειακής ενδομητρίωσης συνίσταται στην λαπαροσκοπική αφαίρεση των εστιών της ενδομητρίωσης από το περιτόναιο ή τα έσω γεννητικά όργανα ή στον καυτηριασμό των εστιών.
Οι σοκολατοειδείς κύστεις αφαιρούνται λαπαροσκοπικά με επέμβαση η οποία διατηρεί στις άτοκες γυναίκες όσο το δυνατόν περισσότερο υγιή ωοθηκικό ιστό.
Η εν τω βάθει ενδομητρίωση αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη χειρουργική δυσκολία επειδή οι βλάβες έχουν προχωρήσει σε βάθος και έχουν διηθήσει έντερο, ουροποιητικό σύστημα (ουρητήρα, ουροδόχο κύστη), και πολλές φορές υπεζοκώτα (πρόκληση πνευμοθώρακα).
Συνεπώς η χειρουργική αντιμετώπιση χρειάζεται συνεργασία του γυναικολόγου με τον γενικό χειρουργό, τον ουρολόγο και πολλές φορές τον νευροχειρουργό ή τον θωρακοχειρουργό.
Η συντηρητική θεραπεία της νόσου η οποία έπεται της χειρουργικής συνίσταται σε ενέσεις ή χάπια τα οποία σταματούν την περίοδο. Δηλαδή σταματούν την λειτουργία των ωοθηκών για ένα χρονικό διάστημα περίπου έξη μηνών ή περισσότερο ή λιγότερο κατά την κρίση του θεράποντα ιατρού.
Αυτό γίνεται διότι η τελική θεραπεία της νόσου είναι η εμμηνόπαυση. Σε όλη την αναπαραγωγική περίοδο η νόσος δεν θεραπεύεται ριζικά. Με την χειρουργική και την συντηρητική θεραπεία επιτυγχάνουμε μία τροχοπέδη στην εξέλιξη της νόσου, έτσι ώστε η ασθενής να διατηρήσει σε όσο το δυνατόν καλύτερη κατάσταση τα έσω γεννητηκά της όργανα για να τεκνοποιήσει όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.
Και τώρα πρέπει να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα ποιά η σχέση της ενδομητρίωσης και του καρκίνου. Υπάρχει αυξημένη ή ελαττωμένη πιθανότητα ή καθόλου;
Εργασίες λοιπόν πολλών ετών αποδεικνύουν ότι η ενδομητρίωση παρουσιάζει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών του μαστού, των νεφρών και του θυρεοειδούς.
Αντιθέτως ελαττώνεται η εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Συμπέρασμα η ενδομητρίωση είναι νόσος που έχει χαρακτηριστική κλινική εικόνα. Η τελική διάγνωση τίθεται με την λαπαροσκόπηση. Η θεραπεία είναι μίγμα χειρουργικής και συντηρητικής θεραπείας.