του Δρ. Αντώνη Μαραγκουδάκη
Η προεκλαμψία είναι μία παθολογική κατάσταση που παρουσιάζεται κυρίως στο δεύτερο ήμισυ της κύησης και εκδηλώνεται με κύρια συμπτώματα την υπέρταση, την λευκοματουρία και το οίδημα.
Παρουσιάζεται στην εγκυμοσύνη και συχνά εμφανίζει απρόβλεπτες, ευμετάβλητες και γενικευμένες περιπλοκές και για αυτό χαρακτηρίζεται ως πολυσυστηματική νόσος.
Διακρίνεται ανάλογα με τον βαθμό της υπέρτασης σε ήπια και βαριά μορφή και αντιπροσωπεύει το 70% περίπου της υπερτασικής νόσου της εγκυμοσύνης. Η ήπια μορφή εκδηλώνεται στο 10% των πρωτοτόκων εγκύων και η βαριά μορφή στο 1% περίπου.
Παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης προεκλαμψίας είναι: η πρώτη εγκυμοσύνη, η προεκλαμψία σε προηγούμενη κύηση, το μεγαλύτερο από 10 χρόνια από την προηγούμενη κύηση, η ηλικία γυναίκας πάνω από 40 ετών, ο δείκτης μάζας σώματος μεγαλύτερος ή περίπου ίσος με 35 στην πρώτη επίσκεψη, το οικογενειακό ιστορικό προεκλαμψίας, η μικρή πίεση να είναι μεγαλύτερη απο 8-9 (80 mmHg) στην πρώτη επίσκεψη, η λευκοματουρία στην πρώτη επίσκεψη, η πολύδιμη κύηση και η νόσος υπερτασική.
Η εγκυμοσύνη επιπλέκεται με υπέρταση ποσοστό 30% και η μεγαλύτερη επίπτωση της παρατηρείται σε αναπτυσσόμενες χώρες. Η μεγάλη διακύμανση των ποσοστών αυτών εξαρτάται από τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την διάγνωση της υπέρτασης της εγκυμοσύνης.
Οι περισσότεροι όμως συγγραφείς καθορίζουν ως υπέρταση της εγκυμοσύνης την αύξηση της αρτηριακής πίεσης τόσο της συστολικής όσο και της διαστολικής πίεσης πάνω από 140/90 mmHg ή μόνο της διαστολικής πάνω από 90 mmHg.
Σήμερα πολλές επιδημιολογικές μελέτες υπολογίζουν το ποσοστό των υπερτασικών συνδρόμων στο 6%-8% περίπου όλων των κυήσεων.
Η επίπτωση αυτή της υπέρταση της εγκυμοσύνης κρίνεται αρκετά υψηλή και οι κίνδυνοι που απειλούν την μητέρα όσο και τον έμβρυο είναι μεγάλοι.
Η υπέρταση στην εγκυμοσύνη θεωρείται σήμερα η κυριώτερη αιτία τη μητρικής θνησιμότητας, μετά την θρομβοεμβολική νόσο και στο μεγαλύτερο ποσοστό 20-25% οφείλεται σε βλάβες των εγκεφαλικών αγγείων και σπανιότερα σε επιπλοκές το ήπαρ, τους νεφρούς και την καρδιά.
Η υπεργεννητική θνησιμότητα στις ασθενείς εγκύους με βαριά υπέρταση (μεγαλύτερη από 170/110 mmHg) είναι διπλάσια σε σχέση με εκείνες που έχουν φυσιολογική αρτηριακή πίεση.
Ειδικότερα η εκλαμψία αποτελεί σήμερα μία σπάνια αλλά σοβαρή επιπλοκή της κύησης στην οποία μεταπίπτει το 1-2% των περιπτώσεων με βαριά προεκλαμψία.
Στην Ευρώπη και στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες εκδηλώνεται σε συχνότητα 1:2000 προς 3000 κυήσεις, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες λόγω της απουσίας προγεννητικής φροντίδας παρουσιάζεται σε υψηλότερα ποσοστά.
Συνοδεύεται με ποσοστό θνησιμότητας 2% και στις αναπτυσσόμενες 10% περίπου.
Στις κυήσεις που επιπλέκονται με υπέρταση η μείωση του ποσοστού της μητρικής και περιγεννητικής θνησιμότητας μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την συνεργασία του γυναικολόγου του παθολόγου και της εγκύου και με την τήρηση ειδικής θεραπευτικής αγωγής σε εξειδικευμένες μονάδες για την αντιμετώπιση των κυήσεων που παρουσιάζουν μεγάλους κινδύνους για την μητέρα και το έμβρυο (μονάδες κυήσεων υψηλού κινδύνου).
Η υπερτασική νόσος της εγκυμοσύνης περιλαμβάνει: την υπέρταση της κύησης, την προεκλαμψία και την εκλαμψία, την υπέρταση που προϋπήρχε της εγκυμοσύνης ή χρόνια υπέρταση, την προεκλαμψία που εκδηλώθηκε σε προϋπάρχουσα χρόνια υπέρταση.
Η υπέρταση της κύησης
Η υπέρταση εκδηλώνεται γι πρώτη φορά μετά την 20η βδομάδα χωρίς να συνυπάρχει λευκοματουρία. Η υπέρταση χαρακτηρίζεται από την παρουσία συστολικής πίεσης μεγαλύτερης των 140 mmHg ή διαστολικής πίεσης μεγαλύτερης των 90 mmHg, σε έγκυο που είχε φυσιολογική αρτηριακή πίεση πριν την 20η βδομάδα.
Η υπέρταση εξαφανίζεται 12 βδομάδες μετά τον τοκετό.
Η υπέρταση που εμφανίστηκε τυχαία στην διάρκεια της κύησης, το τοκετό, ή τις πρώτες 24 ώρες μετά τον τοκετό χωρίς να συνυπάρχει λευκοματουρία και η αρτηριακή πίεση επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα εντός 10 ημερών από τον τοκετό, χαρακτηρίζεται ως λανθάνουσα ή πρόσκαιρη υπέρταση.