Καταφύγιο ασφαλείας ο χρυσός

Ο χρυσός αποτελούσε καταφύγιο ασφαλείας διαχρονικά σε όλες τις οικονομικές κρίσεις παγκοσμίως.
Σε ορισμένες  χώρες αποτελούσε φυσικά στο παρελθόν και πριν την ανάδειξη των σκληρών νομισμάτων, μοναδικό μέσον συναλλαγής.
Η Ελλάδα, μία χώρα που πέρασε γερμανική κατοχή, ανέπτυξε στην πρόσφατη ιστορία της ισχυρή χρυσοφιλία, με αποτέλεσμα οι παλιότερες γενιές να μην αποσυνέδεσαν ποτέ τη σχέση τους με το πολύτιμο νόμισμα είτε μέσω της προμήθειας χρυσών λιρών είτε μέσω της αγοράς κοσμημάτων που άλλοτε είχαν τη μορφή επένδυσης και άλλοτε κατανάλωσης.
Τη μεγάλη περίοδο ευημερίας της Ελλάδας και της Ευρώπης δηλαδή στην δεκαετία του 90, ο χρυσός έπαψε να είναι στις δόξες του καθώς εμπεδώθηκε ένα αίσθημα ασφάλειας και δημοκρατίας των ευρωπαϊκών λαών. Χρηματιστηριακά ωστόσο δεν ήταν το ίδιο καθώς ο χρυσός ως εμπόρευμα στις διεθνείς αγορές παρακολουθούσε την πορεία του παγκοσμίου γίγνεσθαι αλλά και αυτήν του δολαρίου.
Η τιμή του χρυσού ανεβαίνει και όταν πέφτει το δολάριο, καθώς αυτή εκφράζεται σε δολάρια ανά ουγγιά με αποτέλεσμα στην πτώση του αμερικανικού νομίσματος να απαιτούνται περισσότερα δολάρια για να αγοραστεί μία ουγγιά χρυσού.
Η κρίση στα τέλη του 2009 και οι συνεχείς φόβοι για την πτώχευση της χώρας μας οδήγησαν πολλά καταθετικά αποθέματα σε αγορά χρυσού δεδομένου ότι η εμπορία χρυσού σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ελεύθερη και προκειμένου κάποιος να αγοράσει χρυσό δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από ότι χρειάζεται σε επίπεδο παραστατικών από εκείνα που απαιτούνται για το άνοιγμα ενός λογαριασμού: Δηλαδή ταυτότητα, εκκαθαριστικό της εφορίας βεβαίωση της διεύθυνσης κατοικίας και φυσικά διακίνηση των μετρητών μέσα από το τραπεζικό σύστημα άλλως για μεγάλα ποσά θα πρέπει να δικαιολογηθεί και το πόθεν έσχες όπως ακριβώς συμβαίνει και στις καταθέσεις.
Στην αγορά χρυσού δραστηριοποιείται η Τράπεζα της Ελλάδος και από τις εμπορικές τράπεζες η Τράπεζα Πειραιώς.
Ο χρυσός που πουλιέται είναι λίρες και ράβδοι. Το βάρος μίας χρυσής λίρας είναι 7,9873 gr και η τιμή πώλησης την 1η Φεβρουαρίου στην Τράπεζα Πειραιώς ήταν 357,20 ευρώ το τεμάχιο ενώ η τράπεζα αγόραζε σε τιμή 310,80 ευρώ το τεμάχιο με ένα spread δηλαδή της τάξης του 13% για  αριθμό τεμαχίων που δεν ξεπερνούν τα 30 τεμάχια. Για μεγαλύτερες ποσότητες  τα spreads μειώνονται υπέρ του πελάτη.
Για τα τεμάχια που η τράπεζα πουλάει προσφέρει και φύλαξη με κόστος 30 ευρώ το χρόνο και αποστολή μηνιαίου statement  στον πελάτη. Η φύλαξη αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι όταν ο πελάτης θα θελήσει να ρευστοποιήσει την επένδυσή του δεν πρόκειται να υποστεί το κόστος  μίας εκτίμησης. Εάν δηλαδή κάποιος έλθει στην τράπεζα και θελήσει να πουλήσει λίρες εάν αυτές δεν έχουν φυλαχθεί από την Τράπεζα ορίζεται εκτιμητής για να δει την κατάσταση των λιρών  και η εκτίμηση αυτή βαρύνει τον πελάτη με 40 λεπτά ανά τεμάχιο.
Αγοραπωλησίες γίνονται και στις λίρες παλαιάς κοπής. Επειδή όμως αυτές  έχουν κοπεί πριν το 1974 αλλά και πολύ παλιότερα- κάποιες βικτοριανές αποτελούσαν και επίσημο νόμισμα – συχνά έχουν φθορές.
Αυτές ονομάζονται ελαττωματικές στην όψη και αγοράζονται από την τράπεζα σε μικρότερη τιμή (1η Φεβρουαρίου 297,80 ευρώ το τεμάχιο).
Η τράπεζα ούτε αγοράζει ούτε πουλάει άλλα είδη λιρών και χρυσών νομισμάτων πέραν των παραπάνω.
Υπάρχουν όμως και άλλα είδη λιρών όπως λιβανικής κοπής ιταλικής κοπής με διαφορετικά βάρη  για τις οποίες πράξεις κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος και εκδίδει για το σκοπό αυτό και επίσημο δελτίο.
Όσον αφορά τις ράβδους χρυσού αυτές υπάρχουν σε τεμάχια των 5, 10, 20, 50, 100, 250, 500 και 1000 γραμμαρίων.
Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με τις λίρες η εκτίμηση για τις ράβδους δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Η τράπεζα Πειραιώς πουλάει αλλά δεν αγοράζει ράβδους χρυσού προς το παρόν. Η τιμή την 1η Φεβρουαρίου 2012  ήταν 45,90€ ανά γραμμάριο.
Η καθαρότητα του χρυσού είναι 0,9999.
Ωστόσο ρευστοποιήσεις ράβδων με την παραπάνω διαδικασία πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος. Όπως αναφέρει και στο επίσημο δελτίο της η Τράπεζα της Ελλάδος «Προκειμένου για ράβδους ή πλάκες χρυσού που αγοράζει η Τράπεζα της Ελλάδος, ο πελάτης καταθέτει τις ράβδους ή πλάκες χρυσού στην Τράπεζα Ελλάδος προς έλεγχο της γνησιότητας, αφού προηγουμένως συμφωνηθεί η τιμή αγοράς. Μετά τον εργαστηριακό έλεγχο, και εφόσον διαπιστωθεί η περιεκτικότητα σε καθαρό χρυσό, καταβάλλεται το αντίτιμο σε ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, ο πελάτης επιβαρύνεται με τα έξοδα ελέγχου».

Πηγή 16ο τεύχος Ην-Ων

Written by