Λειομυώματα της μήτρας

14ο Τεύχος Ην-Ων

Του Δρ Αντώνη Ματαγκουδάκη

Για την αιτιολογία του λειομυώματος γνωρίζουμε ότι κάθε ένα από τα κύτταρα, τα οποία περιέχονται σ΄ αυτό, έχουν πανομοιότυπη γλυκόζη – 6 – φωσφορική δεϋδρογενάση (G-6-P-D). Ο τύπος μπορεί να ποικίλλει από τον ένα όγκο στον άλλο μέσα στην ίδια μήτρα.  Δεν γνωρίζουμε όμως ακόμη την αιτία που προκαλεί την αρχική νεοπλασματική μετατροπή ενός κανονικού μυομητρικού κυττάρου σε κύτταρο του λειομυώματος.  Είναι αποδεκτό ότι η πηγή των λειομυωμάτων της μήτρας είναι μυϊκός παρά συνδετικός ιστός. Υπήρξαν διαφορές απόψεων ως προς το αν οι ώριμες μυϊκές ίνες της μήτρας ή ορισμένα ανώριμα ή αδιαφοροποίητα στοιχεία του μυϊκού ιστού αποτελούν τα σημεία που αρχίζει να σχηματίζεται ο όγκος, καθώς επίσης και ως προς το αν οι όγκοι αυτοί προέρχονται από μυϊκά στοιχεία των τοιχωμάτων των αγγείων ή όχι.
Γενικά έχει γίνει αποδεκτή η άποψη του Meyer που βασίζεται στη μελέτη μικροσκοπικών όγκων. Σύμφωνα με αυτή, το λειομύωμα προέρχεται από ανώριμα μυϊκά κύτταρα του τοιχώματος της μήτρας, και τα αγγεία αυτών των βλαστικών κέντρων προέρχονται από την αγγείωση των μυϊκών στρωμάτων της γύρω περιοχής. Τρείς παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τον βαθμό αύξησης στα λειομυώματα: τα οιστρογόνα, η αυξητική ορμόνη και η προγεστερόνη.
Συμπτωματολογία: Αιμορραγία, Στείρωση, Αποβολές – Πρόωρος τοκετός, Σαρκωματώδης Εξαλλαγή. Άλλα συμπτώματα τα οποία ανάλογα με την εντόπιση και το μέγεθός τους δυνατόν να προκαλούν πίεση στην ουροδόχο κύστη, πίεση στην ουρήθρα, στον ουρητήρα και στο ορθό, με την ανάλογη κλινική εικόνα. Επίσης μπορούν να προκαλούν άλγος χρόνιο (δυσμηνόρροια) ή οξύ (συστροφή υπορογόνιου λειομυώματος, οξεία εκφύλιση).
Διάγνωση και θεραπεία των Λειομυωμάτων: Η βασικότερη εξέταση για την διάγνωση των λειομυωμάτων είναι η γυναικολογική, όπου γίνεται προσπάθεια αποκλεισμού άλλων καταστάσεων όπως εγκυμοσύνη, αδενομύωση και συγγενείς ανωμαλίες. Επιπλέον, συμφυτικές μάζες ειδικά στην ενδομητρίωση μπορούν να δημιουργήσουν σύγχυση στη διαφορική διάγνωση. Τα αποτιτανωμένα λειομυώματα είναι δυνατόν να διαγνωσθούν ακτινογραφικά με μαγνητική τομογραφία και υπερηχογραφικά.
Σίγουρα η υστεροσαλπιγγογραφία αποτελεί ένα βασικό τμήμα της έρευνας, πριν από οποιαδήποτε επέμβαση. Παρόλα αυτά η υστεροσαλπιγγογραφία δεν βοηθά πάντα τον εξεταστή να διαφοροποιήσει ένα υποβλεννογόνιο λειομύωμα από ένα πολύποδα ή ένα αμνιακό σάκο. Επειδή τα λειομυώματα είναι συχνά πολλαπλά, πρέπει η κατάσταση της ενδομητρίου κοιλότητας να είναι γνωστή πριν από τη λαπαροτομία.
Η υστεροσκόπηση με ειδική τεχνική ελέγχει επακριβώς την ενδομητρική κοιλότητα. Οι ενδείξεις θεραπείας σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας είναι να διατηρηθεί η μήτρα και να βελτιωθεί η πιθανότητα κύησης. Επειδή τα λειομυώματα αναπτύσσονται και μεγεθύνονται κατά την αναπαραγωγική ηλικία και ιδίως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά τείνουν να υποχωρήσουν μετά τον τοκετό ή μετά την εμμηνόπαυση, όλες οι ιατρικές μέθοδοι θεραπείας κατευθύνονται προς τη δημιουργία οιστρογονικής ανεπάρκειας.
Οι αρχικές εφαρμογές συντηρητικής θεραπείας έγιναν με προγεσταγόνα αλλά επιτεύχθηκε καθολική βελτίωση. Μια βραχυχρόνια (6-12 εβδομάδες) προεγχειρητική θεραπεία με τα ως άνω ανάλογα δευκολύνει τη χειρουργική επέμβαση, προκαλώντας συρρίκνωση του όγκου η οποία δυνατόν να φτάσει στο 40% -50% του αρχικού μεγέθους. Αυτή η ελάττωση στο μέγεθος μαζί με την ελάττωση της αγγείωσης του όγκου της μήτρας, επιφέρουν μείωση της απώλειας του αίματος και επιτρέπουν καλύτερη αιμόσταση, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα δημιουργίας μετεγχειρητικών συμφύσεων.
Εάν όμως οι άνωθεν θεραπείες δεν φέρουν αποτέλεσμα στην ασθενή και παρόλα αυτά παρουσιαστεί ταχεία αύξηση τότε αυτό αποτελεί ένδειξη για υστερεκτομή, διότι η καθυστέρηση της επέμβασης αυξάνει τον κίνδυνο των εγχειρητικών επιπλοκών, λόγω του μεγάλου όγκου του νεοπλάσματος, αλλά και λόγω της πιθανότητας της σαρκωματώδους εξαλλαγής. Είναι αναγκαίο να γίνονται ειδικές προεγχειρητικές διαγνωστικές δοκιμασίες όπως ενδοφλέβια πυελογραφία και βαριούχος υποκλυσμός, ιδίως εάν η διάγνωση είναι αβέβαιη.
Η ενδοφλέβια πυελογραφία είναι ιδιαίτερα σημαντική. Επίσης δοκιμασία εγκυμοσύνης, τέστ Παπανικολάου και μία διαγνωστική απόξεση δίνουν απαντήσεις για την ύπαρξη ή όχι εγκύμονος μήτρας, Ca ή υπερπλασίας του ενδομητρίου.

Επιστροφή στο 14ο Τεύχος Ην-Ων