Ηλικία και γονιμότης

9ο Τεύχος Ην-Ων

Του Δρ Αντώνη Μαραγκουδάκη

Ο αριθμός των γυναικών που μένουν έγκυες σε ηλικία άνω των 40 ετών συνεχώς αυξάνεται σήμερα.
Περίπου το 20% των γυναικών περιμένουν να δημιουργήσουν οικογένεια σε ηλικία άνω των 35 ετών.
Οι παράγοντες που σχετίζονται με αυτό είναι η επιτυχημένη καρριέρα και η οικονομική ασφάλεια ή μία σοβαρή και μόνιμη σχέση.
Επίσης, οι πληροφορίες από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γύρω από την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δίνουν στις γυναίκες μία πλασματική (ψεύτικη) ασφάλεια για την επικείμενη κύηση.
Είναι βιολογικό φαινόμενο η μείωση της γονιμότητας με την αύξηση της ηλικίας.
Είναι αποδεδειγμένο ότι η πιθανότητα εγκυμοσύνης σε φυσιολογικό νεαρό ζευγάρι κάτω των 30 ετών είναι περίπου το 20% σε κάθε επαφή, αλλά εάν η γυναίκα είναι άνω των 40 ετών η πιθανότητα κύησης είναι μόνο 5%.
Ακόμη και με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση σε γυναίκες άνω των 40 ετών η πιθανότητα κύησης μειώνεται και η πιθανότητα αποβολής αυξάνεται.
Οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η αλλαγή αυτή της γονιμότητας σύμφωνα με την ηλικία είναι λόγοι ιατρικοί (γυναικολογική παθολογία), αλλαγή στη λειτουργική ικανότητα της ωοθήκης καθώς επίσης και μεταβολή στη συμπεριφορά του ωοθηλακίου – ωαρίου.
Διάφορα γυναικολογικά προβλήματα όπως η ενδομητρίωση, τα ινομυώματα, οι ενδομητρικοί πολύποδες, οι ενδομητρικές συμφύσεις, οι υδροσάλπιγγες αυξάνουν την πιθανότητα της υπογονιμότητας σε γυναίκες άνω των 40 ετών.
Εξ΄ άλλου όσο η ηλικία είναι μεγαλύτερη τόσο η συχνότητα των συμπτωμάτων είναι εμφανέστερη.
Με την πάροδο της ηλικίας φυσιολογικές αλλαγές συμβαίνουν στη λειτουργικότητα των ωοθηκών.
Ο υποθάλαμος και η υπόφυση ευρίσκονται στο εγκέφαλο.
Ο υποθάλαμος ερεθίζει την υπόφυση και αυτή παράγει τις ορμόνες FSH (θυλακοτρόπος) και LH (ωχρινοποιητική).  Αυτές οι ορμόνες εκκρίνονται στο αίμα και καθορίζουν την ωρίμανση του ωοθυλακίου αφ΄ ενός και την παραγωγή των οιστρογόνων – προγεστερόνης  αφ΄ ετέρου.
Μετά  την ηλικία των 40 ετών οι ωοθήκες δεν ανταποκρίνονται καλώς στον ερεθισμό της FSH και της LH με συνέπεια στο κύκλο της γυναίκας αλλά και στην αδυναμία σχηματισμού ώριμων ωοθυλακίων τα οποία με τη σειρά τους θα δίδουν καλής ποιότητας ωάρια.
Ως εκ τούτου η ικανότητα γονιμοποίησης ελαττώνεται σημαντικά.
Επίσης η μη καλή ανταπόκριση των ωοθηκών στον ερεθισμό της FSH και της LH  έχει ως συνέπεια την ελλαττωμένη έκκριση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης.
Αποτέλεσμα αυτών είναι η ελλιπής αυξηση του πάχους του ενδομητρίου το οποίο είναι καθοριστικό για τη γονιμότητα μιας γυναίκας διότι έχει άμεση σχέση με την εμφύτεση του γονιμοποιημένου ωαρίου.
Επίσης στις μεγαλύτερες γυναίκες η πιθανότητα εμφάνισης χρωμοσωμιακών ανωμαλιών στα έμβρυα είναι σοβαρότερη λόγω της αλλαγής όπως προαναφέρθηκε στην ποιότητα των ωαρίων.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση με ωάριο νεαρής δότριας μπορεί να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα στις περιπτώσεις αυτές.
Η αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης, η αφαίρεση των ινομυωμάτων όπου χρειάζεται καθώς επίσης η αιτιολογική θεραπεία κάθε γυναικολογικού προβλήματος μπορεί να βοηθήσει τις γυναίκες αυτές στην αύξηση της πιθανότητας για γονιμοποίηση τους.

Επιστροφή στο 9ο Τεύχος Ην-Ων