Η προφορά του ύψιλον σαν «ου» και η Κρητική καταγωγή των γκρεκάνων του Σαλέντο

7ο Τεύχος Ην-Ων

Πριν λίγα χρόνια η εκδοτική εταιρία Αργώ από το Λέτσε και ο ντον Ιλάριο, ηγούμενος του μοναστηριού της Σάντα Μαρία δέλλα Κονσολατζιόνε από το Μαρτάνο  (Λέτσε), μου εμπιστεύθηκαν την επιμέλεια του γλωσσικού γκρίκου υλικού που είχε μαζέψει πριν 75 χρόνια ο καλόγερος Μάουρο Κασσόνι, για να δημοσιεύσει ένα λεξικό της ελληνικής διαλέκτου του Σαλέντου, αλλά το λεξικό δεν είχε δημοσιευτεί για οικονομικούς λόγους.
Όπως είναι γνωστό, όλα τα χειρόγραφα της ελληνικής διαλέκτου που έχουν  μαζευτεί στο Σαλέντο, είναι γραμμένα με το λατινικό αλφάβητο και με το λατινικό αλφάβητο έχουν δημοσιευτεί. Όταν ζούσε ο Κασσόνι, δεν υπήρχε λεξικό γκρικοιταλικό με την αντίστοιχη ελληνική ετυμολογία. Υπήρχε μόνο το Etymologisches Woerterbuch der Unteritalienischer Graezitaet και η δεύτερή του έκδοση Lexikon Graecanicum Italiae Inferioris του Γερμανού γλωσσολόγου Γερχαρντ Ρωλφς. Για να χρησιμοποιηθούν τέτοια έργα, ο αναγνώστης έπρεπε να γνωρίζει τρεις γλώσσες, την ιταλική, την ελληνική και τη γερμανική, ενώ ο Κασσόνι ήθελε να φτιάξει ένα πολύ απλό λεξικό για τους ανθρώπους που ζουν εδώ στην περιοχή μας, δηλαδή στην Γκρετσία Σαλεντίνα.
Όταν άρχισα την δουλειά μου και εξέταζα την κάθε λέξη, επιβεβαίωνα ότι πολλά ύψιλον προφέρονταν σαν ου στην ελληνική μας διάλεκτο. Ο εκδότης της εταιρίας Αργώ, ο κύριος Γιάννης Σκυλάρδης από το Λέτσε, είχε διαλέξει εμένα για την επιμέλεια του λεξικού Κασσόνι, γιατί είχα συνεργαστεί μερικά χρόνια με τον Γερχαρντ Ρωλφς, που μελέτησε για 60 χρόνια την γλώσσα μας, και με τον Αναστάσιο Καραναστάση, που μας έκανε δώρο τους 5 τόμους του μεγάλου λεξικού του των ελληνικών διαλέκτων της Κάτω Ιταλίας.
Κάνοντας την δουλειά μου, θυμήθηκα ότι κανένας από τους δύο σπουδαίους επιστήμονες δεν είχε σημειώσει τέτοιο φαινόμενο για τη δική μας διάλεκτο. Για να είμαι πιο σίγουρος ξαναδιάβασα τα έργα του Ρωλφς: Scavi linguistici nell’ antica Magna Grecia και Nuovi scavi linguistici nell’ antica Magna Grecia. Στο τελευταίο από τα δύο σπουδαία έργα υπάρχει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στους αρχαϊσμούς των διαλέκτων μας, αλλά δεν σημειώνει το φαινόμενο της προφοράς του ύψιλον σαν ου. Γράφει, επίσης, ότι είχε μελετήσει τα έργα των Χατζηδάκη, Καρατζά και Καψομένου που έχουν ενδιαφερθεί για τους αρχαϊσμούς στις διαλέκτους μας και, νομίζω, δεν έχουν γράψει τίποτα για το φαινόμενο που με ενδιαφέρει. Είμαι σίγουρος ότι ο Ρώλφς δεν θα είχε ξεχάσει τέτοια λεπτομέρεια. Οι δικές μου γνώσεις για την αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία είναι περιορισμένες στα χρόνια που ήμουν μαθητής λυκείου και δε μου επιτρέπουν να σκαλίσω σε ξένα χωράφια, για να βρω μια λύση στο πρόβλημά μου.
Οι λέξεις που παρουσιάζουν το ύψιλον σαν ου είναι εσού αντί εσύ, φσουνώ αντί ξυπνώ, κιούρη και κιουρακή αντί κύρης και Κυριακή, κρουσάφι αντί χρυσάφι, κουτρούπι από χύτρα, χιούννομαι από χύνω, κούτουμα από κοτύλι, δζουμάρι από ζυμάρι, γιουρέω αντί γυρεύω, γιουρίδζω αντί γυρίζω, γιυννό αντί γυμνός, λουριάδζω αντί λυριάζω, μουκάδζω από μυκώμαι, μούλα από μύλη, μουστάκι από μύσταξ, πιτσουλίδζω από πιτυλίζω, σουκαία αντί συκιά (ενώ το φρούτο της συκιάς είναι σύκο), σπουρίδα από σπυρίδα, τρούμπα από τυμβρά.
Πώς μπορούσα να εξηγήσω αυτόν τον αρχαϊσμό σα στοιχείο της αρχαίας μας παρουσίας σε όλο το Σαλέντο και όχι μόνο στην πόλη που σήμερα λέγεται Τάραντο, όπως υποστηρίζουν, όσοι μιλάνε για την δική μας βυζαντινή καταγωγή;.
Για να βρω μια λύση, έκανα ένα ταξίδι προς το μακρινό παρελθόν μας και κάτι βρήκα. Στα χρόνια που ήμουν μαθητής στην πρώτη τάξη του λυκείου είχα μάθει ότι το πρώτο λογοτεχνικό έργο που οι Ρωμαίοι διάβασαν ήταν η λατινική μετάφραση της Οδύσσειας του Ομήρου και αυτή την δουλειά την είχε κάνει στον τρίτο αιώνα προ Χριστού ο Έλληνας Λίβιος Ανδρόνικος, Ταραντινός αιχμάλωτος στην Ρώμη. Αυτού του έργου ο τίτλος ήταν ΟΔΟΥΣΙΑ, δηλαδή μεταφράζοντας τον τίτλο στα λατινικά, ο Ανδρόνικος χρησιμοποίησε την ελληνική προφορά, αλλά το έγραψε με λατινικό αλφάβητο Οdousia.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ελληνικότητα του Ταρεντινού Λίβιου Ανδρόνικου, αλλά για τους Μεσσάποιους, Κουίντο, Έννιο και Μάρκο Πακούβιο, οι ιταλοί ερευνητές είναι σίγουροι ότι πρόκειται για όσκους της Κάτω Ιταλίας ή το πολύ πολύ για Ιλλυρίους που θα είχαν έρθει από την ανατολική ακτή της Αδριατικής. Εγώ δεν πιστεύω ότι στην Αλβανία και στις γύρω περιοχές ζούσαν άνθρωποι τόσο μορφωμένοι, ώστε να γνωρίζουν καλά τα λατινικά και τα ελληνικά και ανέτρεξα στους αρχαίους Έλληνες ιστοριογράφους.
Ας δούμε τι γράφει ο Ηρόδοτος για τους Μεσσάποιους στο βιβλίο 7, κεφάλαιο 170. Ο πατέρας της ιστορίας μας λέει ότι όλοι οι Κρήτες που είχαν πάει με μεγάλο στόλο και στρατό στην Σικελία να εκδικηθούν τον θάνατο του Μίνωα, μετά πέντε χρόνια ανώφελης πολιορκίας αποφάσισαν να γυρίσουν στην Κρήτη. Αφού μια μεγάλη φουρτούνα είχε σπάσει τα πλοία τους, αναγκάστηκαν να μείνουν στο Σαλέντο και ίδρυσαν την πόλη Υρία και άλλες 12 πόλεις.
Γράφει, επίσης, ο Ηρόδοτος ότι από Κρήτες έγιναν Μεσσάποιοι και από νησιώτες έγιναν ηπειρώτες, δηλαδή κάτοικοι του Σαλέντο. Για τους Μεσσάποιους έχουν βρεθεί εκατοντάδες επιγραφές γραμμένες σε ελληνικό δωρικό αλφάβητο, το ίδιο αλφάβητο που χρησιμοποιούσαν οι Ταρεντινοί, αλλά αυτές οι επιγραφές είναι σε άγνωστη γλώσσα. Στην ιστορία της Κρήτης του Θεοχάρη Δετοράκη σελίδα 48 διάβασα ότι στην Πραισό και στην Δρηρό βρέθηκαν επιγραφές, που χρονολογούνται από τον 6ο ως τον 3ο αιώνα π.Χ. γραμμένες με χαρακτήρες ελληνικούς, αλλά σε γλώσσα ακατάληπτη. Πιστεύεται ακόμη ότι μεγάλο μέρος του κρητικού πληθυσμού εγκατέλειψε το νησί και μετανάστευσε στα νησιά του Αιγαίου, στα μικρασιατικά παράλια και στην Ιταλία ακόμη. Αυτοί ήταν οι γνωστοί Ετεόκρητες. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να τεθούν σε σύγκριση οι επιγραφές των Μεσσαποίων με εκείνες της Πραισού και Δρηρού.
Ο Στράβων, που έζησε στην εποχή του Οκταβιανού, δηλαδή σχεδόν 5 αιώνες μετά τον Ηρόδοτο, γράφει ότι οι κάτοικοι του Σαλέντο, δηλαδή της Μεσσαποίας, πίστευαν ότι οι πρόγονοί τους ήταν Κρήτες. Ο πατέρας της γεωγραφίας αναφέρει τα ονόματα μερικών από τις 12 πόλεις που δεν μας είπε ο Ηρόδοτος. Ο Στράβων την Υρία την είπε Ουρία, χρησιμοποιώντας το ου και όχι το ύψιλον και αυτή είναι η ίδια πόλη που στα ιταλικά λέγεται Όρια. Οι άλλες πόλεις είναι ο Αδρούς (το Οτράντο), οι Λούπιαι, οι Ρωδίαι και το Βερέτο.
Ο Υδρούς είναι και το όνομα του μικρού ποταμού που έδινε νερό στους κατοίκους και μετά από έναν χρόνο πήρε τη μορφή της αιτιατικής και έγινε Υδρούντα. Σήμερα λέγεται Οτράντο στα ιταλικά, αλλά εμείς οι Γρίκοι το λέμε Δεράντο, γιατί στην βυζαντινή εποχή είχε γίνει Υδρέντο. Στην ιταλική διάλεκτο του Λέτσε λέγεται Ουτράντου.
Οι Λούπιαι είναι το πανάρχαιο όνομα του Λέτσε. Και οι Ρωμαίοι το έλεγαν Λούπιας. Εμείς στα γρίκα μας το λέμε Λουππίου και Λουππιότους λέμε τους κατοίκους του. Πήρε το όνομα Λέτσε σε μεσσαιωνική εποχή.
Οι Ρώδιαι βρίσκονταν κοντά στο Λέτσε και ήταν η πατρίδα του Κουίντου Έννιου. Για το Βερέτο δεν ξέρουμε που χτίστηκε. Έχουμε μόνο το όνομα.
Για τους Μεσσάποιους ενδιαφέρθηκε και ο Θουκυδίδης ο οποίος γράφει στο 7. 33. 3 ότι οι Αθηναίοι ναύαρχοι Δημοσθένης και Ευριμεδώντης οδηγώντας στα 413 π.Χ. στόλο και στρατό προς τις Συρακούσες σταμάτησαν για ανεφοδιασμό στο Σαλέντο. Τους δέχτηκε ο δυνάστης Άρτας, ανανέωσαν μια παλιά φιλία και, όταν έφυγαν για τον προορισμό τους, τους έδωσε και 180 ακοντιστές. Ίσως η εχθρότητα των Μεσσαποίων έναντι των Δωριέων εξηγείται από την κρητική καταγωγή τους.
Στα 473 π.Χ. έγινε η τρομερή μάχη μεταξύ Ταραντινών και Μεσσαποίων κοντά στην Μεσσαποική πόλη Μαντουρία. Οι Ρηγίνοι, σύμμαχοι των Ταραντινών, έχασαν 3 χιλιάδες στρατιώτες, ενώ ο αριθμός των Ταραντινών πεσόντων ήταν αμέτρητος.
Επίσης, ο μύθος λέει ότι ο Ιδομενέας, εγγόνι του Δία, όταν γύρισε από την Τροία και οι Κρήτες τον έδιωξαν, βρήκε καταφύγιο στο Σαλέντο. Είναι γνωστό ότι οι μύθοι δεν έχουν σίγουρη ιστορική αξία, αλλά μαρτυρούν καμιά φορά την γνώμη των αρχαίων.
Άλλο θέμα που με βασανίζει είναι οι ομοιότητες που συναντώ όταν μιλώ με τους Κρήτες και ακούω το και κι τους που είναι ίδια με τα δικά μας ή διαβάζω το ποίημα Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου και βλέπω τον πληθυντικό της γενικής του άρθρου των να γίνεται τως, όπως συμβαίνει και στα γρίκα μας. Όταν στην Κρήτη κοιτάζω το πρόσωπο των ανθρώπων, βλέπω τα ίδια πρόσωπα που συναντώ κάθε μέρα και πιστεύω ότι οι προγονοί μας είναι οι Ετεόκρητες που εγκαταστάθηκαν εδώ περίπου 1500 χρόνια π.Χ. μετά την καταστροφή του ηφαιστίου της Σαντορίνης.
Πριν δύο χρόνια, ένα βράδυ, είδα στην τηλεόραση τον καθηγητή Κόσιμο Παλιάρα, αρχαιολόγο του Πανεπιστημίου του Λέτσε, που προήγγειλε ότι είχε βρεθεί, κάνοντας ανασκαφές στον αρχαιολογικό τόπο της Ρόκας, μια στήλη που παρουσιάζει μια επιγραφή στις τρεις γλώσσες του αρχαίου Σαλέντου, τη μεσσαποική, την ελληνική και τη λατινική.
Όταν θα έχουν τελειώσει οι μελέτες της πολύτιμης στήλης, θα λυθεί μια για πάντα και για όλους το μυστήριο της μεσσαποικής γλώσσας και της καταγωγής μας.
Το άρθρο είναι μέρος της ομιλίας του γκρεκάνου Σαλβατόρε Σικούρο στο 6ο Παγκόσμιο Γλωσσικό Συνέδριο του Οργανισμού για την Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας που έγινε στο Κοριλιάνο του Οτράντο τον Οκτώβριο του 2005.

Επιστροφή στο 7ο Τεύχος Ην-Ων