Νέες τουριστικές δομές στην Κρήτη προτείνουν οι εκπρόσωποι του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Κρήτης.
Συγκεκριμένα ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου κ. Κώστας Καμπιτάκης σε συνέντευξη που έδωσε στο «Ην-Ων» διευκρίνισε ότι: «οι Δήμοι μπορούν να επεξεργασθούν ένα πρόγραμμα περιβαλλοντικής διαχείρισης με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη, προσαρμοσμένο στα ειδικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής, το οποίο θα αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο η κάθε τοπική κοινωνία θα αναβαθμισθεί τουριστικά. Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όμως σαν περιφερειακή οικονομία είναι ότι ακόμα και ο εναλλακτικός τουρισμός στηρίζεται στη διασύνδεση των τριών τομέων παραγωγής του νησιού. Για παράδειγμα, ο οινοτουρισμός προσελκύει υψηλής ποιότητας τουρισμό. Η ανάπτυξη όμως ενός επιτυχημένου μοντέλου οινοτουρισμού προϋποθέτει έναν καλά οργανωμένο και ποιοτικό πρωτογενή τομέα στην καλλιέργεια αμπελιών, έναν επίσης δυνατό και οργανωμένο μεταποιητικό τομέα στη βιομηχανία του οίνου που θα έχει δημιουργήσει παγκοσμίως δυνατά brand names κρασιού (έτσι ώστε να καταφέρει να προσελκύσει οινοτουρίστες) και πολύ καλές υπηρεσίες σε όλους τους τομείς όπως εστίαση, μεταφορές, επικοινωνίες και έλεγχο ποιότητας.»
Τα τρόφιμα ποιότητας -εξήγησε- μπορούν να παράγονται από οικογενειακού τύπου γεωργικές εκμεταλλεύσεις, είτε από συλλογικές μορφές (εταιρικά σχήματα) που θα αξιοποιούν την τάση πολλών στην Κρήτη να συνεχίσουν την παρουσία τους στην παραγωγή ως μέσου συμπλήρωσης του εισοδήματός τους ή και τα δύο μαζί. Η παραγωγική διαδικασία των εκμεταλλεύσεων θα είναι τουριστικό προϊόν, τα προϊόντα τους ενδιάμεσα αγαθά – πρώτες ύλες της μεταποίησης και τα τελικά προϊόντα θα έχουν ως κέντρο διάθεσης τον τόπο παραγωγής.
Από την άλλη η βιώσιμη ανάπτυξη πόλεων και οικισμών -συνέχισε- καλείται να γεφυρώσει το χάσμα, όχι μόνον ανάμεσα στην ανάπτυξη και στο περιβάλλον, αλλά και ανάμεσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Χρειάζονται επιλογές που θα ενσωματώνουν μέτρα για το αστικό περιβάλλον, αλλά και μέτρα ισορροπημένων σχέσεων με την ύπαιθρο χώρα τους. Από όλα αυτά, που σύντομα οι πόλεις μας πρέπει να θεσμοθετήσουν, ιδιαίτερη σημασία για το διαταραγμένο αστικό περιβάλλον, για την εικόνα αλλά και το περιεχόμενο των πόλεων, έχει η αναλογία δομημένων – αδόμητων επιφανειών και σε επέκταση το είδος, η ποσότητα και η κατάσταση του πρασίνου. Η σταδιακή δημιουργία ενός «δικτύου πρασίνου» που αγκαλιάζει και διαχέεται σε ολόκληρο τον ιστό των οικισμών, η ολοκληρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων, η βιώσιμη κινητικότητα με ουσιαστικές κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, οι βιοκλιματικές προσαρμογές στους όρους δόμησης, όλα αυτά συναθροίζουν ένα ισχυρό πυρήνα παρεμβάσεων, που μπορούν να μετατοπίσουν το επίκεντρο λειτουργίας των αστικών κέντρων σε οικοαναπτυξιακή κατεύθυνση.
Η «γεωτεχνική αντίληψη για την ανάπτυξη» έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
· προτάσσει τη διαφύλαξη του φυσικού πλούτου και της οικολογικής βιωσιμότητας και επιδιώκει τη διατήρηση σταθερής οικονομικής (εισόδημα, απασχόληση) και κοινωνικής – πολιτιστικής (μόρφωση, υγεία, ποιότητα ζωής, δεσμοί συνοχής, ταυτότητα) ευημερίας.
· ορίζει ως αυτάρκεια, ως μειωμένη τρωτότητα περιβάλλοντος και ως μειωμένη εξάρτηση από κρίσιμους πόρους, την ικανότητα της περιοχής να ενισχύει την παραγωγική της βάση επανεπενδύοντας τοπικά.
Οι Γεωτεχνικοί της Κρήτης θέλοντας να συμβάλλουν στην υιοθέτηση από την κοινωνία ενός διαφορετικού μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης, προτείνουν:
– τις ήπιες παρεμβάσεις στο μελλοντικό σχεδιασμό,
– τους ουσιαστικούς περιβαλλοντικούς όρους για τα έργα και την τήρησή τους,
– την αποκατάσταση και την προστασία των τοπίων και των οικοσυστημάτων που έχουν διαταραχτεί (χωματερές, λατομεία, αμμοληψίες, μπαζώματα, εκτός σχεδίου δόμηση κ.α.),
– την προώθηση ήπιων πρακτικών στην αγροτική δρα στηριότητα για την παραγωγή ασφαλών τροφίμων.
Ενόψει και της διαφαινόμενης ίδρυσης ανεξάρτητου Υπουργείου Περιβάλλοντος -αναφέρει ο κ. Καμπιτάκης- προτείνεται αντίστοιχα η δημιουργία ανεξάρτητων υπηρεσιών Περιβάλλοντος σε όλες τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, με την απαραίτητη στελέχωσή τους, ώστε να μπορούν να λειτουργούν σωστά κι όχι ως άλλοθι στις περιβαλλοντικές αυθαιρεσίες.
Ένα από τα σοβαρότερα περιβαλλοντικά μας προβλήματα-τόνισε- είναι το οικολογικό πρόβλημα των φυσικών μας τοπίων, των τοπίων δηλαδή που είναι πέρα από τις αγροτικές εκτάσεις, και έχουν την μορφή δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων. Τα τοπία αυτά σήμερα χρησιμοποιούνται σαν βοσκοτόπια και υπερβόσκονται εξαντλητικά και άναρχα, χωρίς κανένα σχέδιο διαχείρισης. Η υπερβόσκηση σε συνδυασμό με τις επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές τις εκχερσώσεις και την συνεπακόλουθη διάβρωση των εδαφών οδηγούν στην υποβάθμιση της χλωριδικής δομής και σύνθεσης των οικοσυστημάτων, προσδίδουν στο τοπίο μια μορφή βλαστητικής και οικολογικής ομοιομορφίας και συνολική αισθητική υποβάθμιση. Παρά τον πλούτο της αυτοφυούς χλωρίδας του φυσικού μας τοπίου (ξεπερνά τα 1700 είδη) και την μοναδικότητα των ειδών (περίπου 200 ενδημικά), από πλευράς ποσότητας της βιομάζας, δομής και σύνθεσης των οικοσυστημάτων, και οικολογικής υγείας και εξέλιξης υπάρχει μια σταδιακή υποβάθμιση, μια οικολογική ανατροπή που οδηγεί στην κατάρρευση και την ερημοποίηση.
Βέβαια τα τελευταία χρόνια υπάρχει αναμφισβήτητα έντονο ενδιαφέρον και ευαισθησία για τα δάση.
Για τον υδάτινο πλούτο τέλος ο πρόεδρος ανέφερε ότι «η προσαρμογή της πολιτικής φιλοσοφίας της Οδηγίας στα δεδομένα της Κρήτης, μέσω των απαιτούμενων διαχειριστικών μελετών δεν προχωρεί (8 χρόνια μετά την Οδηγία), αφού η αρμόδια υπηρεσία δεν διαθέτει ακόμα το απαραίτητο προσωπικό, ούτε διατίθενται πόροι για την ανάθεσή τους στον ιδιωτικό τομέα. Ο αυτοσχεδιασμός, η προχειρότητα και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ φορέων ή επιστημόνων χαρακτηρίζουν τη στάση της Κρήτης έναντι του σημαντικού αυτού ζητήματος».
Βιογραφικό
Γεννήθηκε στις Βούτες Μαλεβυζίου το 1952 από αγρότες γονείς. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Καπετανάκειο του Ηρακλείου και την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.
Εργάστηκε αρχικά ως γεωπόνος στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Κρουσώνα και στη φυτωριακή επιχείρηση του συνεταιριστικού κινήματος του Ηρακλείου ΣΥΦΥΝΗ.
Είναι ενεργό στέλεχος του γεωπονικού συνδικαλισμού με πολλά χρόνια θητείας στο Σύλλογο Γεωπόνων Νομού Ηρακλείου. Από το 1989 είναι σχεδόν συνεχώς (πλην της τριετίας 2000 – 2003) μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Παραρτήματος Κρήτης του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και πρόεδρος της από το 1995 – 1997 και από το 2003 μέχρι σήμερα.