Οι παράγοντες κινδύνου ισχαιμικής καρδιοπάθειας

3ο τεύχος Ην-Ων

Του Ιωάννη Δ. Μιχελογιαννάκη*

Η ισχαιμική καρδιοπάθεια, γνωστή και µε το όνομα ανεπάρκεια των στεφανιαίων αρτηριών, νόσος των στεφανιαίων, στεφανιαία καρδιοπάθεια κ.τ.λ., είναι η κατάσταση κατά την οποία οι στεφανιαίες αρτηρίες, οι δύο αρτηρίες που αρδεύουν το μυοκάρδιο µε αρτηριακό αίμα, ανεπαρκούν για να εξασφαλίζουν τις αναγκαίες ποσότητες του αίματος για τις εκάστοτε απαιτήσεις του μυοκαρδίου και παρουσιάζεται έτσι ισχαιμία του μυοκαρδίου.
Η λέξη ισχαιμία, που χρησιμοποιείται διεθνώς, είναι ελληνική και συντίθεται από το αρχαίο ρήμα ίσχω (εμποδίζω να περάσει) και τη λέξη αίμα. Στις 98% και πλέον των περιπτώσεων, η ανεπάρκεια αυτή των στεφανιαίων αρτηριών οφείλεται σε στένωσή τους, γιατί στο εσωτερικό τους, στον αυλό τους, έχουν αναπτυχθεί αθηρωματικές πλάκες, (όπως το πουρί στους σωλήνες της ύδρευσης) δηλαδή οι αρτηρίες έχουν προσβληθεί από αθηροσκλήρωση ή αθηρωµατοσκλήρυνση ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, αρτηριοσκλήρυνση.
Οι παράγοντες κινδύνου διακρίνονται σε τροποποιήσιμους και σε µη τροποποιήσιμους.
Η γνώση του ρόλου των παραγόντων κινδύνου έχει τεράστια σημασία.  Αυτό, γιατί όποιος συγκεντρώνει και τους 5 βασικούς παράγοντες κινδύνου [κάπνισμα, δυσλιπιδιαιμία (αυξημένη χοληστερόλη), αρτηριακή υπέρταση, παχυσαρκία (σε  συνδυασμό µε καθιστική ζωή) και άγχος], βρίσκεται στην υψηλότερη κλίμακα, ενώ όποιος δεν παρουσιάζει παράγοντες κινδύνου βρίσκεται σε χαμηλότερη κλίμακα κινδύνου γι’ ανάπτυξη ισχαιμικής καρδιοπάθειας στη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου. Οι υπόλοιποι βρίσκονται σε ενδιάμεσες θέσεις αναλόγως µε τον αριθμό των παραγόντων κινδύνου που παρουσιάζουν. Χωρίζονται δηλαδή οι άνθρωποι σε άτομα υψηλού κινδύνου (µε περισσότερους από έναν παράγοντες κινδύνου) και σε άτομα χαμηλού κινδύνου.
Αναφερθήκαμε στους 5 κύριους παράγοντες κινδύνου, δηλαδή το κάπνισμα, την αρτηριακή υπέρταση, την αυξημένη χοληστερόλη (δυσλιπιδιαιμία), την παχυσαρκία σε συνδυασμό µε καθιστική ζωή και το άγχος.
Υπάρχουν και δευτερεύοντες παράγοντες κινδύνου, όπως π.χ. το ουρικό οξύ, αλλά πιθανότατα και άλλοι που παραμένουν ακόμα άγνωστοι.
Ακολουθούν μερικές βασικές γνώσεις που σχετίζονται µε τους παράγοντες κινδύνου.
Η βλαπτική δράση του κάθε παράγοντα κινδύνου εξατομικεύεται.  Αυτό σημαίνει πως δύο θεωρητικά εντελώς όμοια άτομα, που καπνίζουν τον ίδιο αριθμό τσιγάρων ή έχουν ακριβώς της ίδιας βαρύτητας αρτηριακή υπέρταση ή δυσλιπιδιαιµία, δεν πάσχουν από τον ίδιο ακριβώς βαθμό αθηροσκλήρυνσης των αρτηριών τους. Επιπλέον η ιατρική επιστήμη δε γνωρίζει τρόπους και μεθόδους για να μετρά ή ακόμη και να εκτιμά την ξεχωριστή συμμετοχή του κάθε παράγοντα κινδύνου στις προκύπτουσες αθηροσκληρυντικές βλάβες.
Η παρουσία περισσότερων από έναν παραγόντων κινδύνου σ’ ένα άτομο έχει δράση όχι απλά αθροιστική, αλλά πολλαπλασιαστική. Δηλαδή αν η βλάβη από έναν παράγοντα κινδύνου είναι α, από έναν δεύτερο β και από έναν τρίτο γ, όταν συνυπάρχουν και οι τρεις μαζί, η βλάβη που θα προκληθεί δε θα είναι α+β+γ, αλλά α*β*γ.
Από τα πιο πάνω προκύπτει πως στην περίπτωση που διαπιστώσει (ή πληροφορηθεί) κάποιο άτομο, ότι παρουσιάζει έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου, θα πρέπει με ηρεμία και ψύχραιμα, σε συνεννόηση με τον γιατρό, το διαιτολόγο, ή οποιονδήποτε αρμόδιο, να φροντίσει για τη διόρθωσή τους.
Δε θα πρέπει να καταληφθεί από ανησυχία, ανυπομονησία, φοβία και άγχος. Αλλιώς το μόνο που θα επιτύχει θα είναι η προσθήκη ενός ακόμα παράγοντα κινδύνου, του άγχους, με συνέπεια την αύξηση της βλαπτικής επίδρασης των παραγόντων κινδύνου που προϋπήρχαν. Η παρουσία παραγόντων κινδύνου σ’ ένα άτομο, αυξάνει την πιθανότητα το άτομο αυτό ν’ αναπτύξει κλινικές εκδηλώσεις της αθηροσκλήρυνσης, να παρουσιάσει δηλαδή κάποιο καρδιαγγειακό σύμβαμμα.
Ως καρδιαγγειακό σύμβαμμα ορίζεται π.χ. ο αιφνίδιος θάνατος, η εμφάνιση στηθάγχης ή εμφράγματος ή εγκεφαλικού αγγειακού επεισοδίου, διαλείπουσας χωλότητας κ.τ.λ.
Έτσι λέγοντας πως ο σχετικός θάνατος για εμφάνιση θανατηφόρου στεφανιαίου επεισοδίου σε μια καπνίστρια που παίρνει και αντισυλληπτικά δισκία είναι 40, εννοούμε πως μια όμοια μ’ αυτήν γυναίκα, που επίσης παίρνει αντισυλληπτικά δισκία αλλά δεν καπνίζει, έχει 40 φορές μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσει θανατηφόρο στεφανιαίο επεισόδιο μέσα π.χ. σε μια πενταετία. Πιο απλά, αν σε 1000 καπνίστριες που παίρνουν αντισυλληπτικά δισκία εμφανισθούν 40 θανατηφόρα εμφράγματα (ή εγκεφαλικά επεισόδια, ή αιφνίδιοι θάνατοι) μέσα σε 5 χρόνια, σε 1000 άλλες όμοιες με τις προηγούμενες γυναίκες που όμως δεν είναι καπνίστριες, θα εμφανισθεί μόνο ένα!
Είναι πρωταρχικής σημασία η αποφυγή ή η «διόρθωση» (όταν είναι παρόντες) των παραγόντων κινδύνου. Αυτό γίνεται πιο κατανοητό, αν αναλογισθούμε πως αυτές οι καταστρεπτικές συνέπειες της αθηροσκλήρυνσης εκδηλώνονται σε άτομα ηλικίας 40-50 ετών, πάνω δηλαδή στην πιο παραγωγική περίοδο της ζωής τους.

*Ιατρός Καρδιολόγος
Νομαρχιακός Σύμβουλος Ηρακλείου Κρήτης
Μέλος Εθνικού Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ

Επιστροφή στο 3ο τεύχος Ην-Ων