Η Κρίση Καναδά και Ελλάδας

Το 1995 ο Καναδάς αντιμετώπιζε μια πολύ σοβαρή δημοσιονομική κρίση που ομοιάζει σε κάποιες αναλογίες με την Ελληνική κρίση του 2009. Δεν μείωσε όμως τις συντάξεις για να αντιμετωπίσει την κρίση. Αλλά και ούτε υπερφορολόγησε τους φορολογούμενους. Το δημόσιο χρέος είχε φτάσει το 78%, (στην Ελλάδα 129,7%), του ΑΕΠ το δημοσιονομικό έλλειμμα κυμαινόταν στο 6% (στην Ελλάδα στο 15,6%) και οι κρατικές δαπάνες είχαν φτάσει στο 53% (στην Ελλάδα 54%) του ΑΕΠ. Επιπλέον το 30% των εσόδων διατίθεντο για την εξυπηρέτηση του χρέους και τα επιτόκια είχαν ανέλθει στα ύψη. Τα κρατικά ομόλογα του Καναδά έχασαν μεγάλη αξία. Κατά κάποιο τρόπο η ιστορία του Καναδά θύμιζε την Ελλάδα. Η οικονομία του Καναδά άρχισε να εκτροχιάζεται για μια δεκαετία. Ανεξέλεγκτες δημόσιες δαπάνες ωθούσαν την οικονομία προς το εκτροχιασμό καθόσον δεν μπορούσε να σταματήσει ο κρατικός δανεισμός. Το δημοσιονομικό έλλειμμα διπλασιάσθηκε μεταξύ του 1980 και του 1990 (στην Ελλάδα υπέρ-τριπλασιάστηκε μεταξύ 2000 και 2009 από 4,5% στο 15,6%) ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε 2,5 φορές και έφτασε το 1994 το 78% από 29% που ήταν το 1980 (στην Ελλάδα αυξήθηκε 5 φορές από 22.5% το 1980, έφθασε στο 129,7% το 2009 και στο και περίπου στο 180% το 2018).
Την δεκαετία του 1990 υπήρξε μια αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης δημοσίου χρέους του Καναδά και επαναφορά στην ανάπτυξη. Δυστυχώς στην Ελλάδα μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης και ύφεσης, οι ομάδες συμφερόντων που λεηλατούσαν το δημόσιο χρήμα, υποστηριζόμενες από λαϊκίστικες κυβερνήσεις που στηρίζουν τις πελατειακές σχέσεις, εξακολουθούν να αποτρέπουν κάθε αλλαγή που θα οδηγήσει την χώρα σε σταθερή ανάπτυξη.
Η Καναδική κυβέρνηση αγνόησε τις ομάδες που αντιστεκόταν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και ευτυχώς για την χώρα, η κυβέρνηση δεν ήταν λαϊκίστικη. Σε τέτοιες δύσκολες οικονομικές στιγμές, συνήθως οι λαϊκίστικες ηγεσίες κερδίζουν τις εκλογές διότι υπόσχονται με αφέλεια, συνέχεια της ευημερίας με δανεικά, και προστατεύουν τα άδικα προνόμια των ομάδων συμφερόντων. Οπότε συνέβαινε αυτό στο παρελθόν σε κάποιες χώρες, είτε αφανίστηκαν για πάντα είτε παρέμειναν στην αφάνεια για αιώνες. Ο πρωθυπουργός του Καναδά, Ζαν Κρετιέν γόνος εργατικών και ο χαρισματικός υπουργός Οικονομικών Πολ Μάρτιν -και οι δυο ανήκαν στο (σοσιαλδημοκρατικό) Φιλελεύθερο κόμμα- με την άνοδο του κόμματος τους στην εξουσία, αμέσως κατάλαβαν ότι ο χρόνος για τα πολλά λόγια είχε περάσει και ότι απαιτείτο άμεση και ριζική δράση. Έτσι ο Καναδάς οδηγήθηκε στην περίφημη μεταρρύθμιση του 1995 που αποτελεί σταθμό στην πρόσφατη ιστορία του Καναδά.
Το κύριο χαρακτηριστικό της μεταρρύθμισης ήταν ότι επικεντρώθηκε ευθύς εξ αρχής στην περιστολή των κρατικών δαπανών και στην μείωση του κράτους ενώ παράλληλα αυξήθηκαν ελάχιστα οι φόροι-και μόνο στις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις. Στην ουσία επικράτησε ο κανόνας: κάθε 1 δολάριο αύξησης των φόρων θα έπρεπε να συνοδεύεται από 7 δολάρια μείωσης των δαπανών. Δυστυχώς στην Ελλάδα όπως πρόσφατα ανακοίνωσε ο ΟΟΣΑ είχαμε τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης φόρων και το μεγαλύτερο ποσοστό φόρων επί του ΑΕΠ (περίπου 50%).
Η κυβέρνηση του Καναδά ευθύς αμέσως ακολούθησε μια συνειδητή αντί- Κεϋνσιανή πολιτική που συνοψιζόταν στο σύνθημα «μικρότερο αλλά ευφυέστερο κράτος». Οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 12% τα επόμενα 2 έτη. Ευθύς αμέσως υπήρξε μαζική κατάργηση των διαφόρων προγραμμάτων. Μόνο στο υπουργείο Βιομηχανίας τα προγράμματα μειώθηκαν από 64 σε 11. Οι δαπάνες των υπουργείων μειώθηκαν από 5% και άνω. Οι μεγαλύτερες περικοπές έγιναν στις μεταφορές, την εθνική άμυνα και στις δαπάνες υγείας και παιδείας. Αντιθέτως δεν έγινε σχεδόν καμιά μείωση στις συντάξεις και στα προγράμματα ενίσχυσης των ιθαγενών (Ινδιάνων). Οι δημόσιοι υπάλληλοι μειώθηκαν κατά 60.000 σε ομοσπονδιακό επίπεδο που ισοδυναμούσε 16,2% του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων. Ανάλογες μειώσεις έγιναν και σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Στην Ελλάδα οι παραπάνω μειώσεις καθυστέρησαν να γίνουν, είδη οι υπάλληλοι έχουν μειωθεί πολύ περισσότερο τα τελευταία 10 έτη και οι δαπάνες στην άμυνα, παιδεία και υγεία έχουν μειωθεί τρομακτικά, χωρίς όμως να κάνουμε ένα ευφυέστερο κράτος και να έχουμε σταθερή και σημαντική ανάπτυξη. Και επιπλέον το Δημόσιο χρέος, και με την πρόσφατη δόση, έχει αυξηθεί στα 360 δις. Εάν δε, δεν είχε γίνει η διαγραφεί του χρέους κατά 135 δις το 2012 (το PSI), σήμερα θα ξεπερνούσε τα 500 δις. Ακόμα και σήμερα η σπατάλη μέσω της παροχολογίας κυριαρχεί παντού.
Αυτά τα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα ότι μετά από τρία έτη το έλλειμμα εξαφανίσθηκε και ότι για τα επόμενα 11 έτη ο Καναδάς δημιουργούσε πρωτογενή πλεονάσματα. Παράλληλα μείωσε το χρέος κατά 50%. Όλα αυτά έγιναν χωρίς να αυξηθούν σημαντικά οι φόροι. Τα δημοσιονομικά πλεονάσματα μάλιστα επέτρεψαν στην κυβέρνηση να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές: O φόρος εισοδήματος μειώθηκε στο 29%, ο ομοσπονδιακός ΦΠΑ σε 5%, ο φόρος επί των κεφαλαίων σε 15% και ο φόρος των επιχειρήσεων σε 15%. Επί πλέον η κυβέρνηση διεύρυνε το αριθμό των μη φορολογούμενων αποταμιευτικών καταθέσεων στην χώρα.
Η εμπειρία του Καναδά απέδειξε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι είναι αβάσιμες οι Κεϋνσιανές αντιδράσεις ότι τα προγράμματα λιτότητας θα καταρρεύσουν την «ζήτηση» και θα δημιουργήσουν «έκρηξη της ανεργίας». Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβη στον Καναδά. Η ανεργία όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά αντίθετα άρχισε να μειώνεται σημαντικά μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων. Σε πολύ σύντομο διάστημα ο μέσος όρος ανεργίας του Καναδά ήταν ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών του G-7! Ο Καναδάς σε ένα ταχύτατο χρονικό διάστημα μεταβλήθηκε σε μια από τις πιο δυναμικές οικονομίες με μέσο όρο ανάπτυξης από το 1995 μέχρι σήμερα 3% του ΑΕΠ. Σε πρόσφατη συνέντευξη του ο Καρτιέν δήλωσε ότι: «Αν δεν παίρναμε δραστικά μέτρα, ο Καναδάς θα γινόταν η σημερινή Ελλάδα».
Επίσης ο οικονομολόγος Brian Lee Crowley που είναι διευθυντής του Καναδικού think tank MacDonald – Laurier Institute συνόψισε τους λόγους για τους οποίους κατά την γνώμη του πέτυχε η μεταρρύθμιση του Καναδά: «Νομίζω ότι ο κυριότερος λόγος ήταν ότι και τα δυο μεγάλα κόμματα -τόσο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ήταν στην εξουσία όσο και τον συντηρητικό κόμμα της αντιπολίτευσης- ήταν ενωμένα γύρω από τον κοινό στόχο της μείωσης του κράτους και της περιστολής των δημοσίων δαπανών. Η τάξη των πολιτικών έπαψε να βλέπει την οικονομική κρίση ως ένα θέμα που προσφερόταν για κομματική εκμετάλλευση και την είδαν ως ένα ζωτικό θέμα εθνικού συμφέροντος»
Η συναίνεση εκτός από το επίπεδο των πολιτικών. Λειτούργησε και στο επίπεδο της κοινωνίας «Υπήρξε μια σαφής διαβεβαίωση από τους πολιτικούς ότι από την στιγμή που καταφέρναμε να στρίψουμε το καράβι και να αποφύγουμε την καταστροφή και να επανέλθουμε στο χώρο της ανάπτυξης θα υπήρχαν άμεσα οφέλη για τον πληθυσμό. Η κυβέρνηση τήρησε την υπόσχεση και μόλις βελτιώθηκε η οικονομική κατάσταση προχώρησε σε ριζική περιστολή των φόρων».
Επίσης ανέφερε για τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για την μείωση των δημοσίων υπαλλήλων: «Δεν προσδιορίσαμε εκ των προτέρων ένα αριθμό που θα έπρεπε να απολυθεί. Κάναμε μια αναλυτική αξιολόγηση των προγραμμάτων των διαφόρων υπουργείων. Αν το πρόγραμμα δεν χρειαζόταν ή αν μπορούσε να υλοποιηθεί με μικρότερο κόστος από τον ιδιωτικό τομέα τότε το καταργούσαμε – κάτι που φυσικά σήμαινε και τον τερματισμό της απασχόλησης ενός μεγάλου μέρους εκείνων που απασχολούντο στο συγκεκριμένο πρόγραμμα».
Ο λόγος που δεν προκάλεσε η περιστολή των κρατικών δαπανών ανεργία ήταν: «Διότι απλούστατα οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου έπαψαν να εκτοπίζουν τα διαθέσιμα κεφάλαια και να ωθούν στα ύψη τα επιτόκια με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα». Αντιθέτως στην Ελλάδα μειώθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις και οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι λιγότερες από τις ετήσιες αποσβέσεις. Επίσης δεν κάναμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για να λάβουμε χρήματα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρώπης το οποίο θα επέτρεπε την χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και θα αναπλήρωνε την απώλεια στη συνολική κυκλοφορία χρήματος στην αγορά.
Μια από τις μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ του Καναδά και της Ελλάδας είναι ότι ο Καναδάς έχει δικό του νόμισμα και μπορούσε να ασκήσει αυτόνομη νομισματική πολιτική. Έτσι σε όλη εκείνη την περίοδο η τιμή του Καναδικού δολαρίου μειώθηκε από 1,38 ανά αμερικανικό δολάριο το 1995 σε 1,62 το 2002. Η υποτίμηση όμως (περίπου 15%) του εθνικού νομίσματος δεν είχε αξιόλογη σημασία στην ανάκαμψη. Ο Brian Lee Crowley δήλωσε: «Δεν νομίζω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο παρ’ όλο που ασφαλώς βοήθησε. Τα κεντρικά σημεία ήταν οι μεταρρυθμίσεις, η μείωση των δαπανών και η ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση στην αποδοχή της αρχής ότι το κράτος θα έπρεπε να μάθει να ζει με αυτά που βγάζει». Επίσης εάν η Ελλάδα είχε επιτύχει τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα ποσοτική χαλάρωσης θα μπορούσε να είχε επιτύχει το όφελος από μια νομισματική υποτίμηση ή «εκτύπωση χρήματος».
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι σημαντικές και όχι η υποτίμηση του νομίσματος και για την περίπτωση της Ελλάδος. Μεταξύ του 1980 και του 2000 με δραχμή το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 22,5% σε 104,4%. Επομένως, μεταρρυθμίσεις που θα αποτρέπουν σε οργανωμένες ομάδες να λεηλατούν το δημόσιο χρήμα σε συνεργασία με ανεύθυνες λαϊκίστικες κυβερνήσεις και να δημιουργούν χρέος είναι άμεσης προτεραιότητας για την Ελλάδα. Επίσης το παράδειγμα του Καναδά δείχνει ότι η δύναμη των ομάδων να αντιστέκονται στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις μπορεί να καμφθεί με την συναίνεση των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων.
Μόνο η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους και η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και κατ’ επέκταση της οικονομίας μπορεί να εγγυηθεί αξιοπρεπή επίπεδα μισθών και συντάξεων και να σταματήσει η μετανάστευση των ικανών νέων στο εξωτερικό.

Πηγή 29ο Τεύχος Ην-Ων

Written by