«Τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία 5 αστέρων βρίσκονται στην Αττική και στην Κρήτη με μέσο μέγεθος περίπου 194 δωμάτια. Ακολουθούν τα ξενοδοχεία της Κεντρικής Μακεδονίας (177 δωμάτια) και των Ιονίων Νησιών (170 δωμάτια)» επισημαίνεται από την ερευνητική ομάδα του ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ (ΙΤΕΠ) (Σοφία Γ. Πανούση, Οικονομολόγος, Δρ. Γιώργος Σώκλης, Οικονομολόγος και Δρ. Αγνή Χριστίδου, Νομικός).
Ειδικότερα:
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2016, η χώρα μας διαθέτει 9.730 ξενοδοχειακές μονάδες συνολικής δυναμικότητας 788.553 κλινών. Το 2016 το ξενοδοχειακό δυναμικό αυξήθηκε κατά 0,6% σε όρους δωματίων. Κατά την τελευταία 10ετία, το ξενοδοχειακό δυναμικό αυξήθηκε κατά 5,7% σε μονάδες και κατά 10,6% σε δωμάτια. Το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων σε επίπεδο χώρας για την περίοδο αυτή παρέμεινε σχετικά σταθερό, και κυμαίνεται από 40 έως 42 δωμάτια.
Κατά την περίοδο 2000-2016, οι ξενοδοχειακές μονάδες αυξήθηκαν κατά 22,6%, ενώ σε όρους δωματίων η αύξηση αυτή ανέρχεται σε 31,7%. Επίσης, από τη σύγκριση της κατανομής των ξενοδοχείων με βάση την κατηγορία τους, προκύπτει ότι τα ξενοδοχεία 5 αστέρων έχουν σχεδόν τετραπλασιαστεί και παράλληλα αύξησαν το μερίδιό τους στο συνολικό ξενοδοχειακό δυναμικό από 1% το 2000 σε 4,6% το 2016. Τα ξενοδοχεία 4 αστέρων αυξήθηκαν το ίδιο διάστημα κατά 50% και τα ξενοδοχεία 3 αστέρων κατά 37%. Αύξηση παρουσίασε και το μερίδιό τους στο συνολικό ξενοδοχειακό δυναμικό, από 10% περίπου τα 4άστερα το 2000 σε 14,5% το 2016 και από 18,6% τα 3στερα το 2000 σε 25,4% το 2016. Τέλος την περίοδο αυτή, τα ξενοδοχεία 2 και 1 αστεριού μειώθηκαν κατά 18% και 30%, αντίστοιχα, και ταυτόχρονα μειώθηκε και το μερίδιό τους στο συνολικό ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας.
Το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων παρουσιάζει μια σταθερά αυξητική πορεία. Το 2000 το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων της χώρας ήταν 39,3 δωμάτια, το 2009 ήταν 40,1 δωμάτια και το 2016 41,8 δωμάτια. Πάρα ταύτα το μέσο μέγεθος του ελληνικού ξενοδοχείου παραμένει μικρό.
Όσον αφορά στο μέγεθος των ξενοδοχείων τα 1- 20 δωμάτια χαρακτηρίζονται ως οικογενειακά, τα 21-50 δωμάτια ως μικρά, τα 51-100 δωμάτια ως μεσαία και τα 101 δωμάτια και πάνω ως μεγάλα.
Η συνολική κατανομή των ξενοδοχείων ως προς το μέγεθος σε επίπεδο χώρας, προκύπτει ότι περίπου το 80% των ξενοδοχειακών μονάδων αφορούν οικογενειακά ή μικρά ξενοδοχεία με δυναμικότητα μέχρι 50 δωμάτια. Η γενική αναβάθμιση, όμως, που παρατηρείται στο ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας, εμφανίζεται και στο αυξανόμενο ποσοστό των οικογενειακών ξενοδοχείων (1-20 δωμάτια) που ανήκουν στην κατηγορία των 5 αστέρων.
Στην πρώτη κατηγορία, Ξενοδοχεία τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων, περιλαμβάνονται τα ξενοδοχειακά καταλύματα, τα οποία στην άδεια λειτουργίας τους από τον ΕΟΤ χαρακτηρίζονται ως «Επιπλωμένα Διαμερίσματα», ως «Ξενοδοχεία & Επιπλωμένα Διαμερίσματα», ως «Ξενοδοχεία τύπου Επιπλωμένων Διαμερισμάτων» και ως «Συγκροτήματα Bungalows».
Στη δεύτερη κατηγορία, «Ξενοδοχεία Κλασικού Τύπου», τα χαρακτηρισμένα ως «Ξενοδοχεία», ως «Ξενοδοχεία Κλασικού Τύπου» και ως «Ξενοδοχεία τύπου Μοτέλ». Τέλος, στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται τα παραδοσιακού τύπου ξενοδοχεία και επιπλωμένα διαμερίσματα. Πρόκειται κατά κανόνα παραδοσιακά, διατηρητέα κτίσματα που έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχειακά καταλύματα.
Επίσης τα Παραδοσιακά Ξενοδοχεία είναι καταλύματα μικρού μεγέθους, με μέσο μέγεθος 11 δωμάτια, όταν το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων κλασικού τύπου είναι 50 δωμάτια και των ξενοδοχείων τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων είναι 30 δωμάτια. Το μικρό μέγεθος αυτής της κατηγορίας των ξενοδοχείων δεν σημαίνει ότι είναι και χαμηλών κατηγοριών, όπως συμβαίνει στα ξενοδοχεία κλασικού τύπου. Έτσι, οι τρεις ανώτερες κατηγορίες των παραδοσιακών ξενοδοχείων αντιστοιχούν σχεδόν στο 93% του συνόλου τους, ενώ για τα ξενοδοχεία κλασικού τύπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι 71% περίπου και για τα ξενοδοχεία τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων 43%. Από τον παρακάτω πίνακα προκύπτει ότι η μεγαλύτερη πλειοψηφία των ελληνικών τουριστικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων είναι οικογενειακές.
Τέλος το 2016, συνεχή λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους εμφανίζει το 46,1% των ξενοδοχείων της χώρας, έναντι 44% περίπου το 2009, ενώ εποχιακά λειτουργεί το 53,9% περίπου έναντι 56% το 2009. Σταθερά και διαχρονικά τα ξενοδοχεία 3 αστέρων έχουν τα υψηλότερα ποσοστά συνεχούς λειτουργίας.
Η Περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου (24,5%) και της Κρήτης (22,1%) παραμένουν οι δύο πρώτες περιοχές της χώρας ως προς τη συγκέντρωση του ξενοδοχειακού δυναμικού με βάση τα δωμάτια. Ακολουθούν οι Περιφέρειες των Ιονίων Νήσων (11,8%) και της Κεντρικής Μακεδονίας (11%).
Τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία βρίσκονται στην Κρήτη με μέσο μέγεθος 57,3 δωμάτια και στα Ιόνια Νησιά με 51,5 δωμάτια. Ακολουθούν τα ξενοδοχεία της Αττικής (48,8 δωμάτια) και του Νοτίου Αιγαίου (48,2 δωμάτια). Αν όμως εξετάσουμε τις επιμέρους περιοχές του Νοτίου Αιγαίου, τότε τα ξενοδοχεία στα Δωδεκάνησα έχουν το μεγαλύτερο μέσο μέγεθος με 71,8 δωμάτια. Στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας τα ξενοδοχεία έχουν μέγεθος μικρότερο από το μέσο όρο. Τα μικρότερα σε μέγεθος ξενοδοχεία βρίσκονται στην Ήπειρο (20,6 δωμάτια) και τη Δυτική Μακεδονία (23,1 δωμάτια), περιφέρειες οι οποίες υστερούν γενικά τουριστικά.
Επίσης τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία 5 αστέρων βρίσκονται στην Αττική και στην Κρήτη με μέσο μέγεθος περίπου 194 δωμάτια. Ακολουθούν τα ξενοδοχεία της Κεντρικής Μακεδονίας (177 δωμάτια) και των Ιονίων Νησιών (170 δωμάτια).
Στη Δυτική Ελλάδα εμφανίζεται ότι το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων 5 αστέρων να είναι 361 δωμάτια.
Ακόμη προκύπτει ότι το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων 5 αστέρων είναι σχεδόν 4πλάσιο από το μέσο όρο της χώρας με 152 δωμάτια και το μέσο μέγεθος των 4άστερων ξενοδοχείων είναι σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο με 74 δωμάτια. Τα ξενοδοχεία 2 αστέρων και 1 αστέρων έχουν μέσο μέγεθος αρκετά κάτω από το μέσο όρο, ενώ το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων 3 αστέρων είναι περίπου ίσο με το μέσο όρο (39 δωμάτια). Γενικά, πάντως, το 2016, όπως και το 2015, παρατηρείται μια τάση μείωσης του μέσου μεγέθους των ξενοδοχείων σε σχέση με το 2014.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή του ξενοδοχειακού δυναμικού (σε δωμάτια) κάθε διοικητικής περιφέρειας ως προς την κατηγορία τους. Σε σχέση με το σύνολο της χώρας, όπου το δυναμικό 5 αστέρων ανέρχεται σε 17% περίπου (αυξημένο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2015), στην Κρήτη και στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται γύρω στο 21%.
Αναβάθμιση παρατηρείται στα ξενοδοχεία 5 αστέρων σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Η Ήπειρος είναι μια περιοχή, στην οποία καταγράφηκε ουσιαστική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού της δυναμικού κατά την περίοδο 2009-2016, καθώς τα 5άστερα ξενοδοχεία της περιοχής αυξήθηκαν κατά 175% (ποσοστό, όμως, που αναφέρεται σε μικρό απόλυτο αριθμό μονάδων). Η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση σε 5άστερα ξενοδοχεία παρατηρήθηκε στην Πελοπόννησο, όπου το 2016 τα ξενοδοχεία αυτής της κατηγορίας αυξήθηκαν κατά 120% σε σχέση με το 2009. Σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε και στα 5άστερα ξενοδοχεία του Νοτίου Αιγαίου (115%), με την αύξηση στα Δωδεκάνησα να ανέρχεται στο 81% και στις Κυκλάδες στο 157%.
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας πεδίου του ΙΤΕΠ για το 2016, προκύπτει ότι περίπου το 95% των ξενοδοχείων πέτυχαν πληρότητες μέχρι 90% το Μάιο του 2016 και μόνο το 5% των ξενοδοχείων πέτυχε πληρότητες από 91%-100%. Αντίθετα, τον Αύγουστο το ποσοστό των ξενοδοχείων που πέτυχαν πληρότητες από 91%-100% ανέρχεται σε 43% περίπου.
Απασχόληση στα ελληνικά ξενοδοχεία
Παγκοσμίως ο τουριστικός τομέας απασχολεί άμεσα πάνω από 100 εκατομμύρια άτομα και υποστηρίζει μία θέση εργασίας ανά 11. Κατά την επόμενη δεκαετία αναμένεται να δημιουργήσει συνολικά 74,5 εκατ. νέες θέσεις εργασίας, τα 23,2 εκατ. των οποίων θα είναι η άμεση απασχόληση στον τουριστικό τομέα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που προκύπτουν από την έρευνα πεδίου του ΙΤΕΠ στα ελληνικά ξενοδοχεία, το Μάιο του 2016 εργάζονταν 97.988 άτομα και τον Αύγουστο 144.390. Σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2015, η απασχόληση το μήνα Μάιο του 2016 κατέγραψε αύξηση 3,8% και τον Αύγουστο του 2015 περίπου 3,9%.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα ξενοδοχεία των νησιών του Βορείου Αιγαίου (Μάιος 2016/15: -11,6%, Αύγουστος 2016/15: -10,6%). Επίσης, μείωση της απασχόλησης και κατά τους δύο υπό εξέταση μήνες παρατηρήθηκε και στα ξενοδοχεία των νησιών του Νοτίου Αιγαίου.
Στις υπόλοιπες περιφέρειες η απασχόληση κατέγραψε θετικούς ρυθμούς μεταβολής. Στα ξενοδοχεία των νησιών του Ιονίου σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης (15,6%) το Μάιο 2016/15, ενώ τον Αύγουστο 2016/15 η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στα ξενοδοχεία της Ηπείρου-Θεσσαλίας, όπου γενικότερα ο τουρισμός το 2016 εμφανίζει ιδιαίτερα θετικές εξελίξεις.
Σημαντική αύξηση της απασχόλησης κατέγραψαν επίσης τα ξενοδοχεία στην Κρήτη (Μάιος 2016/15: 7,2% και Αύγουστος 2016/15: 9,9%), όταν τον Αύγουστο του 2015/14 η απασχόλησης είχε μειωθεί κατά 3,6%. Για άλλη μια χρονιά συνεχίστηκε η τάση συγκέντρωσης της τουριστικής απασχόλησης στη νησιωτική χώρα (61% της συνολικής απασχόλησης στα ξενοδοχεία). Σε απόλυτα μεγέθη ο μεγαλύτερος αριθμός απασχολουμένων καταγράφεται στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, με τα ξενοδοχεία να απασχολούν τον Αύγουστο σχεδόν 35,9 χιλιάδες άτομα. Ακολουθεί η Κρήτη με περίπου 32,9 χιλιάδες εργαζόμενους. Στις περιφέρειες με υψηλό αριθμό εργαζομένων εντάσσεται το 2016 και η Μακεδονία-Θράκη, στα ξενοδοχεία της οποίας εκτιμάται ότι απασχολούνται περίπου 20,7 χιλιάδες άτομα.
Ποσοστά απασχόλησης
Το 2016, το 56%-57% των εργαζομένων στα ελληνικά ξενοδοχεία είναι γυναίκες, επαληθεύοντας έτσι μια από τις βασικές παρατηρήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, ότι ο τουρισμός, μεταξύ άλλων, συμβάλλει στη στήριξη της απασχόλησης των γυναικών. Η μεγαλύτερη αναλογία γυναικών καταγράφεται στα ξενοδοχεία των χαμηλότερων κατηγοριών, όπου το ποσοστό τους φτάνει το 77%, καθώς και στα μικρότερα ξενοδοχεία, στα οποία δεν χρησιμοποιούνται εξειδικευμένοι υπάλληλοι για συγκεκριμένες θέσεις, όπου το ποσοστό τους φτάνει το 72%. Στις οικογενειακές μονάδες μέχρι 20 δωματίων κυμαίνεται μεταξύ 56%-81%, ενώ στις μεγάλες μονάδες άνω των 100 δωματίων το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 49%-60%, ανάλογα με την περιοχή και τον υπό εξέταση μήνα.
Σε επίπεδο περιφέρειας, η χαμηλότερη αναλογία γυναικών καταγράφεται στην Αττική με 53% (Μάιος – Αύγουστος 2016). Εντός της περιφέρειας Αττικής, η μικρότερη αναλογία καταγράφεται στα ξενοδοχεία 5 αστέρων με 48%, ενώ γύρω στο 50% παραμένει η αναλογία των γυναικών και στα ξενοδοχεία 4 αστέρων.
Σωρευτικά, το 49% των ελληνικών ξενοδοχείων το Μάιο 2016 και το 40,4% τον Αύγουστο 2016, απασχολούν μέχρι πέντε εργαζομένους. Μόνο το 6%-7% των ελληνικών ξενοδοχείων απασχολούν πάνω από εκατό (100) εργαζομένους κατά τους δύο υπό εξέταση μήνες του 2016.
Παράλληλα η απασχόληση ανά δωμάτιο το Μάιο του 2016 εκτιμάται ότι κυμαίνεται στο 0,32 και τον Αύγουστο του 2016 ανεβαίνει στο 0,35. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για κάθε 3 νέα δωμάτια που προστίθενται στο ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας δημιουργείται μία νέα βιώσιμη θέση απασχόλησης.
Εποχικότητα Ελληνικού Τουρισμού
Το φαινόμενο της εποχικότητας αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά του ελληνικού τουρισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. κατά το 2010, το 70,4% των συνολικών διανυκτερεύσεων (ημεδαπών και αλλοδαπών) σε καταλύματα ξενοδοχειακού τύπου πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα Ιουνίου-Σεπτεμβρίου. Το ποσοστό αυτό εμφάνισε αυξητική τάση μέχρι το 2013, οπότε διαμορφώθηκε στο 72,6%, για να παρουσιάσει μια κάμψη από το 2014 και μετά και να διαμορφωθεί στο 70,7% το 2015 (βλ. Διάγραμμα 2.1). Μάλιστα, σε πρόσφατη μελέτη του ΙΤΕΠ, προέκυψε ότι η εποχικότητα του τουρισμού στην Ελλάδα είναι πιο έντονη σε σχέση με ανταγωνίστριες χώρες.
Το 2013, το σύνολο των αφίξεων άγγιξε τα 18 εκατομμύρια επισκέπτες, το 2014 ξεπέρασε τα 22 εκατομμύρια, ενώ το 2016 οι αφίξεις έφθασαν περίπου τις 24,8 εκατομμύρια.
Οι διακυμάνσεις που παρατηρούνται στον δείκτη εποχικότητας των αφίξεων κατά την 3ετία 2014-2016 είναι οριακές και δείχνουν ότι η εποχικότητα στη χώρα μας εξακολουθεί να αποτελεί δομικό πρόβλημα του ελληνικού τουρισμού.
Πάντως το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας κατά τη διετία 2015-16 κατέγραψε οριακή αύξηση τόσο ως προς τις μονάδες, όσο και ως προς τα δωμάτια.
Διαχρονικά, όμως, κατά την περίοδο 2000-2016, οι ξενοδοχειακές μονάδες αυξήθηκαν κατά 22,6%, ενώ σε όρους δωματίων η αύξηση αυτή ανέρχεται σε 31,7%.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο το 2015 όσο και το 2016 σημειώθηκε αύξηση (έστω και με φθίνοντα ρυθμό) στις αφίξεις, αντίθετα οι εισπράξεις εισερχόμενου τουρισμού κατέγραψαν αύξηση μόνο το 2015/14, ενώ το 2016/15 σημείωσαν σημαντική μείωση. Παρά την αύξηση των αφίξεων, η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού δεν έδειξε σημάδια άμβλυνσης και ουσιαστικά παρέμεινε έντονη και αμετάβλητη, γεγονός που επηρεάζει ανάλογα και την εποχικότητα των εισπράξεων.
Επομένως, το ζήτημα της αντιμετώπισης της εποχικότητας παραμένει, καθώς φαίνεται ότι το φαινόμενο αποτελεί δομικό πρόβλημα του ελληνικού τουρισμού, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται με μονοδιάστατη αύξηση της τουριστικής κίνησης, δηλαδή μέσω της περαιτέρω ανάπτυξης του παρόντος τουριστικού μοντέλου της χώρας, το οποίο βασίζεται στο λεγόμενο «ήλιος και θάλασσα». Αντιθέτως, απαιτούνται δομικές αλλαγές και κατάλληλες δράσεις, όπως αυτές που προτείνονται στην πρόσφατη μελέτη ΙΤΕΠ-ΞΕΕ για την εποχικότητα του τουρισμού στην Ελλάδα.
Επίσης το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας κατά τη διετία 2015-16 κατέγραψε οριακή αύξηση τόσο ως προς τις μονάδες, όσο και ως προς τα δωμάτια. Διαχρονικά, όμως, κατά την περίοδο 2000-2016, οι ξενοδοχειακές μονάδες αυξήθηκαν κατά 22,6%, ενώ σε όρους δωματίων η αύξηση αυτή ανέρχεται σε 31,7%. Επίσης, από τη σύγκριση της κατανομής των ξενοδοχείων με βάση την κατηγορία τους, προκύπτει ότι το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας έχει αναβαθμιστεί θεαματικά, καθώς τα ξενοδοχεία 5 αστέρων έχουν σχεδόν τετραπλασιαστεί και παράλληλα αύξησαν το μερίδιό τους στο συνολικό ξενοδοχειακό δυναμικό από 1% το 2000 σε 4,6% το 2016. Τα ξενοδοχεία 4 αστέρων αυξήθηκαν το ίδιο διάστημα κατά 50% και τα ξενοδοχεία 3 αστέρων κατά 37%. Αύξηση παρουσίασε και το μερίδιό τους στο συνολικό ξενοδοχειακό δυναμικό, από 10% περίπου τα 4άστερα το 2000 σε 14,5% το 2016 και από 18,6% τα 3στερα το 2000 σε 25,4% το 2016. Τέλος την περίοδο αυτή, τα ξενοδοχεία 2 και 1 αστεριού μειώθηκαν κατά 18% και 30%, αντίστοιχα, και ταυτόχρονα μειώθηκε και το μερίδιό τους στο συνολικό ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας. Παράλληλα, αυξάνεται και το ποσοστό τόσο των μικρών και οικογενειακών ξενοδοχείων, όσο και των παραδοσιακών που εντάσσονται στην κατηγορία 5 αστέρων, τα οποία ως εκ τούτου προσφέρουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες στους πελάτες τους. Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας, όχι μόνο ανανεώνεται αλλά αναβαθμίζεται σημαντικά, προσαρμοζόμενο στις απαιτήσεις των καιρών και των πελατών του. Από την ανάλυση των στοιχείων που αφορούν στις τουριστικές ροές στη χώρα μας, προκύπτει ότι η εποχικότητα εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τουριστικός κλάδος. Παρά την αύξηση των αφίξεων, η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού δεν έδειξε σημάδια άμβλυνσης και ουσιαστικά παρέμεινε έντονη και αμετάβλητη, γεγονός που επηρεάζει ανάλογα και την εποχικότητα των εισπράξεων. Επομένως, το ζήτημα της αντιμετώπισης της εποχικότητας παραμένει, καθώς φαίνεται ότι το φαινόμενο αποτελεί δομικό πρόβλημα του ελληνικού τουρισμού, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται με μονοδιάστατη αύξηση της τουριστικής κίνησης, δηλαδή μέσω της περαιτέρω ανάπτυξης του παρόντος τουριστικού μοντέλου της χώρας, το οποίο βασίζεται στο λεγόμενο «ήλιος και θάλασσα». Αντιθέτως, απαιτούνται δομικές αλλαγές και κατάλληλες δράσεις, όπως αυτές που προτείνονται στη μελέτη ΙΤΕΠ-ΞΕΕ για την εποχικότητα του τουρισμού στην Ελλάδα. Τέλος προκύπτει σαφώς ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών ξενοδοχείων είναι μικρές – οικογενειακές επιχειρήσεις (80% κάτω από 42 δωμάτια) και ως τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζονται από την πολιτεία και την κοινωνία.