Διάγνωση και θεραπεία των λειομυωμάτων

Του Δρ. Αντώνη Μαραγκουδάκη

Η βασικότερη εξέταση για την διάγνωση των λειομυωμάτων είναι η γυναικολογική, όπου γίνεται προσπάθεια αποκλεισμού άλλων καταστάσεων όπως εγκυμοσύνη, αδενομύωση και συγγενείς ανωμαλίες. Επιπλέον, συμφυτικές μάζες ειδικά στην ενδομητρίωση μπορούν να δημιουργήσουν σύγχυση στη διαφορική διάγνωση.
Τα αποτιτανωμένα λειομυώματα είναι δυνατόν να διαγνωσθούν ακτινογραφικά, αλλά αυτό το φαινόμενο παρατηρείται συνήθως σε μεγάλης ηλικίας γυναίκες και σχεδόν αποκλειστικά σε υπορογόνια λειομυώματα.
Τα ενδοτοιχωματικά μπορούν να θέσουν την υποψία ύπαρξής τους κατά την γυναικολογική εξέταση, αλλά συχνός βοηθητικός παράγοντας είναι οι υπέρηχοι. Επειδή η ηχογραφία δε διαφοροποιεί από τα λειομυώματα τους συμπαγείς ωοθηκικούς όγκους που συμφύονται στη μήτρα, χρησιμοποιείται για περαιτέρω πληροφόρηση η αξονική τομογραφία. Η υστεροσαλπιγγογραφία (ΥΣΓ) αποτελεί ένα βασικό τμήμα της έρευνας, πριν από οποιαδήποτε επέμβαση. Παρόλα αυτά η ΥΣΓ δεν βοηθά πάντα τον εξεταστή να διαφοροποιήσει ένα υποβλεννογόνιο λειομύωμα από ένα πολύποδα ή ένα αμνιακό σάκκο. Επειδή τα λειομυώματα είναι συχνά πολλαπλά, πρέπει η κατάσταση της ενδομητρίου κοιλότητας να είναι γνωστή πριν από τη λαπαροτομία. Τελευταία η υστεροσκόπηση με ειδική τεχνική ελέγχει επακριβώς την ενδομητρική κοιλότητα.
Οι ενδείξεις θεραπείας σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας είναι να διατηρηθεί η μήτρα και να βελτιωθεί η πιθανότητα κύησης. Επειδή τα λειομυώματα αναπτύσσονται κατά την αναπαραγωγική ηλικία και ιδίως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά τείνουν να υποχωρήσουν μετά τον τοκετό ή μετά την εμμηνόπαυση, όλες οι ιατρικές μέθοδοι θεραπείας κατευθύνονται προς τη δημιουργία οιστρογονικής ανεπάρκειας.
Οι αρχικές εφαρμογές συντηρητικής θεραπείας έγιναν με προγεσταγόνα αλλά δεν επιτεύχθηκε καθολική βελτίωση.
Μια βραχυχρόνια (6-12 εβδομάδες) προεγχειρητική θεραπεία με τα ως άνω ανάλογα διευκολύνει τη χειρουργική επέμβαση, προκαλώντας συρρίκνωση του όγκου η οποία δυνατόν να φτάσει στο 40% – 50% του αρχικού μεγέθους. Αυτή η ελάττωση στο μέγεθος μαζί με την ελάττωση της αγγείωσης του όγκου της μήτρας, επιφέρουν μείωση της απώλειας του αίματος και επιτρέπουν καλύτερη αιμόσταση, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα δημιουργίας μετεγχειρητικών συμφύσεων.
Οι παρενέργειες των αναλόγων του GnRH φαίνεται ότι είναι λιγότερες από αυτές του Danazol. Σαν αποκλειστική θεραπεία και τα δυο φάρμακα έχουν περιορισμένη αξία, διότι 3-6 μήνες μετά την διακοπή της θεραπείας τα λειομυώματα αποκτούν πάλι το αρχικό τους μέγεθος. Η εκσεσημασμένη οιστρογονική ανεπάρκεια συνδέεται με τη δημιουργία οστεοπόρωσης και ως εκ τούτου δεν συνιστάται θεραπεία για περισσότερο από 6-9 μήνες.
Η ταχεία αύξηση αποτελεί ένδειξη για υστερεκτομή, διότι η καθυστέρηση της επέμβασης αυξάνει τον κίνδυνο των εγχειρητικών επιπλοκών, λόγω του μεγάλου όγκου του νεοπλάσματος, αλλά και λόγω της πιθανότητας της σαρκωματώδους εξαλλαγής. Είναι αναγκαίο να γίνονται ειδικές προεγχειρητικές διαγνωστικές δοκιμασίες όπως ενδοφλέβια πυελογραφία και βαριούχος υποκλυσμός, ιδίως εάν η διάγνωση είναι αβέβαιη. Η ενδοφλέβια πυελογραφία είναι ιδιαίτερα σημαντική. Επίσης δοκιμασία εγκυμοσύνης, Παπανικολάου και μία διαγνωστική απόξεση δίνουν απαντήσεις για την ύπαρξη ή όχι εγκύμονος μήτρας , Ca ή υπερπλασίας του ενδομητρίου.
Τα χειρουργεία γίνονται λαπαροσκοπικά.

Πηγή 17ο τεύχος Ην-Ων

Written by