«Το Ολοκαύτωμα των Ανωγείων είναι η πιο σύντομη ιστορία που έχει γραφθεί ποτέ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την καταστροφή ενός τόπου είναι η διαταγή από τον Στρατηγό Διοικητή Φρουρίου Κρήτης Χ. Μίλλερ» υπογράμμισε στο «Ην-Ων» ο επιζών Γιώργος Κλάδος (πρώην Δήμαρχος των Ανωγείων και αγωνιστής του Κρητικού Αντιστασιακού Αγώνα κατά των κατακτητών).
Το κορυφαίο γεγονός της καταστροφής και ισοπέδωσης των Ανωγείων -συνέχισε- πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1944 και επρόκειτο για το 3ο ολοκαύτωμα στην ιστορία του χωριού (1822, 1867, 1944).
Συγκεκριμένα ανέφερε «Άρχισε τη 13η Αυγούστου 1944 και κράτησε μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα. Στο Αρμί, την κεντρική πλατεία του χωριού βρίσκεται εγχάρακτη η διαταγή του Γερμανού στρατηγού φρουράρχου Κρήτης, που εξηγεί την απόφαση του ολοκαυτώματος.
«…Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρον της αγγλικής κατασκοπείας εν Κρήτη και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το φόνο του λοχία φρουράρχου Γενί-Γκαβέ και της υπ’ αυτόν φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ΙΣΟΠΕΔΩΣΙΝ τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου.» (Χανιά 13-8-44 ο Στρατηγός Διοικητής Φρουρίου Κρήτης X. ΜΙΛΛΕΡ).
Η εξουδετέρωση και σύλληψη του αναφερόμενου στη διαταγή φρούραρχου Γενί-Καβέ και της φρουράς του (8 άτομα) πραγματοποιήθηκε στις 7 Αυγούστου 1944 στην περιοχή Σφακάκι Ανωγείων, από 11μελή ομάδα του εφεδρικού Ε.Λ.Α.Σ. Τo σαμποτάζ της Δαμάστας πραγματοποιήθηκε το πρωί στις 8 Αυγούστου 1944, στον κεντρικό τότε αμαξωτό δρόμο της Κρήτης και σε μικρή απόσταση δυτικά του χωριού Δαμάστα από ομάδα ανταρτών της Ε.Α.Ο. «O ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ» όπου είχε σαν αποτέλεσμα την ισοπέδωση και του χωριού Δαμάστα και την εκτέλεση των αντρών που πιάστηκαν σ’ αυτό από τους Γερμανούς.
Το γεγονός εξελίχθηκε ως εξής: στις 13 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί κύκλωσαν το χωριό και όταν έφθασαν διέταξαν τα 1.500 γυναικόπαιδα μέσα σε μισή ώρα να φύγουν προς την κατεύθυνση του Γενή-Καβέ. Πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη πριν να φθάσουν οι Γερμανοί οι αντάρτες είχαν ειδοποιήσει και το σύνολο των ανδρών και αγοριών είχαν πάει στα λημέρια των αντιστασιακών και στις δυσπρόσιτες χαράδρες και σπηλιές του Ψηλορείτη.
Μετά προχώρησαν σε λεηλασίες του χωριού σε κτηνοτροφικά και εριουργικά προϊόντα. Στην συνέχεια μετά την δήλωση κάθε οικία εκαίετο και μετά την ανατίναζαν με δυναμίτη. Κάθε νύκτα οι Γερμανοί πήγαιναν στα Σίσαρχα και το πρωί πήγαιναν στα Ανώγεια για να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο που κράτησε από 13 Αυγούστου έως 5 Σεπτεμβρίου 1944. Οι Γερμανοί εφόνευσαν εντός του χωριού τον Γ. Σπιθούρην, ο οποίος δεν μπορούσε ν’ αποχωρήσει μετά των άλλων κατοίκων, επίσης τους παραλύτους εξαδέλφους Κωνστ. και I. Ξυλούρην (ή Κίτρη), και τον υπέργηρον Νικ. Αεράκην, όπου στην αγκαλιά του έθεσαν, μετά την εκτέλεσιν, δεξιά και αριστερά τα πτώματα δύο χοίρων για χλευασμό.
Οι δύο αδελφές, η χήρα Εμμ. Καλλέργη και η χήρα Εμμ. Καβλέντη, η χωλή Ειρήνη Καραϊσκου και η Ευαγγ. Ιω. Πασπαράκη, αρνήθηκαν ν’ αποχωρήσουν και προτίμησαν τον θάνατον τους τις οποίες έκαψαν και ανατινάχθηκαν μέσα στις οικίες τους.
Επίσης οι Γερμανοί σκότωσαν τον Εμμ. I. Σαλούστρον. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν γύρω από το χωριό. Οι Γερμανοί κατέστρεψαν και τα 4 τυροκομεία της περιοχής και άρπαξαν τα ποίμνια των κατοίκων και όσα δεν μπορούσαν να τα πάρουν, τα σκότωσαν. Από τις 940 οικίες των Ανωγείων δεν έχει απομείνει ούτε μία, το νέο σχολείο ανατινάχθηκε, οι τρεις εκκλησίες οι οποίες οι Γερμανοί είχαν μεταβάλει σε σταύλους, υπέστησαν ζημιές λόγω των γύρω ανατινάξεων. Η επίσημη κατάσταση της πρώην Νομαρχίας Ρεθύμνης αναφέρει I 17 Ανωγειανούς εκτελεσθέντες κατά την περίοδο της κατοχής.
Τα Ανώγεια ήταν το μεγαλύτερο χωριό του Μυλοποτάμου, όταν ακόμη Ενετοί εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά και τα μόνα σημάδια που μαρτυρούν το πέρασμα τους είναι αρκετοί θρύλοι και παραδόσεις, το ενετικό κτίσμα του Τσίπουρα και λίγες από τις σωζόμενες αιωνόβιες καρυδιές, που αυτοί φύτεψαν, δίνοντας παράλληλα και την πρώτη σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της γεωργίας του χωριού».
Πηγή 15ο Τεύχος Ην-Ων