Μια πρόταση από τον Νίκο K. Μπιρλιράκη,
Πρόεδρο της ΕΑΣ Ρεθύμνης
Όπως όλα δείχνουν, το αναπτυξιακό μοντέλο που ακολούθησε ο Δυτικός κόσμος τα τελευταία πενήντα χρόνια έφτασε τα όρια του. Αντί για ευημερία, παράγει πλέον ανεργία και περιβαλλοντική υποβάθμιση. Ως λύση κατέφθασε (από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) η πράσινη ανάπτυξη: ένα μοντέλο όπου το περιβάλλον αποτελεί τον κύριο άξονα του αναπτυξιακού σχεδίου μιας χώρας στη παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Το ενδιαφέρον είναι ότι, πέραν της αμιγώς περιβαλλοντικής συνιστώσας, η πράσινη ανάπτυξη προτείνεται ως ο μόνος (μέχρι στιγμής) τρόπος ξεπεράσματος της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.
Σε θεωρητικό επίπεδο, η πράσινη ανάπτυξη είναι η αποσύνδεση της ανάπτυξης από τις εισροές ενέργειας και πρώτων υλών. Η αποσύνδεση αυτή θα επιτευχθεί μέσω κρατικών παρεμβάσεων (οικονομικών κινήτρων και αντικινήτρων) κυριότερη εκ των οποίων είναι η πράσινη φορολογική μεταρρύθμιση: η μετάθεση της φορολογικής επιβάρυνσης από την εργασία στην κατανάλωση φυσικών πόρων. Έτσι (θεωρητικά πάντα) θα αντικατασταθούν οι ενεργοβόρες τεχνολογίες και πρακτικές από άλλες ηπιότερες που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα μειώσουν την επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Σε πρακτικό επίπεδο, η πράσινη ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά συστήματα κ.α.), η ολοκληρωμένη διαχείριση των αποβλήτων, η επένδυση στις μαζικές μεταφορές, η αντικατάσταση των παλιών με νέα καθαρά αυτοκίνητα, η ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα στη βάση της βιολογικής γεωργίας κ.α.
Ο αντίλογος λέει ότι η ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων και η χρησιμοποίηση ηπιότερων τεχνολογιών κατά κανόνα αυξάνει το κόστος του τελικού προϊόντος, καθιστώντας την ανάπτυξη πολύ πιο ακριβή (πού θα βρεθούν τα λεφτά;). Ότι η ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης σε ένα περιβαλλοντικό τομέα δεν σημαίνει ότι ελαχιστοποιείται και η συνολική επιβάρυνση του περιβάλλοντος (κάπου αλλού συνήθως μεταφέρεται το πρόβλημα). Ότι τα ακίνητα, οι νέες τεχνολογίες και ό,τι κατά καιρούς χρησιμοποιεί η καπιταλιστική οικονομία για να ανανεωθεί (όπως τώρα ενδεχομένως χρησιμοποιεί την πράσινη ανάπτυξη) αποδεικνύονται τελικά φούσκες. Αλλά μέσα στον καπιταλισμό ζούμε. Υπό τους όρους του εμπορευόμαστε ή αποτυγχάνουμε να εμπορευτούμε τα προϊόντα μας. Ο καπιταλισμός φαίνεται να βάζει τώρα μπροστά την πράσινη της εκδοχή. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε εμείς ως Κρήτη γι΄ αυτό.
Η απάντηση κατά τη γνώμη μου είναι: Να μπούμε στο πράσινο χορό. Και μάλιστα από τους πρώτους. Πώς; Μετατρέποντας καταρχήν όλη την αγροτική παραγωγή του νησιού σε βιολογική. Με απώτερο σκοπό η Κρήτη (με την προσθήκη και των άλλων πακέτων της πράσινης ανάπτυξης όπως το ενεργειακό) να γίνει διεθνώς γνωστή ως Πράσινο νησί. Να αποκτήσει ένα brand name νέας κοπής. Ως το-μέρος-που-αξίζει-να-ζεις. Πέραν του ήλιου και της θάλασσας. Πέραν της ιστορίας, του πολιτισμού και των λοιπών ιδιοτήτων – πλεονεκτημάτων μας που κατά κανόνα ανακυκλώνουμε μεταξύ μας.
Μπορεί, όμως, η παραγωγή μας να γίνει καθ΄ ολοκληρία βιολογική; Θεωρητικά ναι. Είμαστε ως νησί απομονωμένος τόπος. Δεν έχουμε απαιτητικές σε χημικές εισροές (λιπάνσεις, φυτοφάρμακα) καλλιέργειες. Η υπάρχουσα τεχνολογία επί των βιολογικών εισροών ήδη καλύπτει ικανοποιητικά τις απαιτήσεις των καλλιεργειών μας και επειδή είναι συνεχώς εξελισσόμενη θα τις καλύπτει στο άμεσο μέλλον αποτελεσματικότερα και οικονομικότερα (ιδίως αν αποτελέσουμε μεγάλη αγορά για τις βιομηχανίες του χώρου). Έχουμε τοπικά ερευνητικά και επιστημονικά ιδρύματα – εν πολλοίς αποσυνδεδεμένα από την παραγωγή που θα τους δοθεί η ευκαιρία να ενεργοποιηθούν. Και πάνω απ΄ όλα: Έχουμε εύστροφους ανθρώπους.
Στην πράξη τι πρέπει να γίνει; Πώς θα γίνει η Κρήτη βιολογική; Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι:
1. Να πειστεί ο παραγωγός. Η βιολογική γεωργία δεν είναι κάτι απλό. Δεν είναι μόνο απόκτηση τεχνογνωσίας, απαιτεί μια ευρύτερη αλλαγή οπτικής. Η ευαισθητοποίηση και συστράτευση της τοπικής κοινωνίας μέσω της ενεργοποίησης της τοπικής αυτοδιοίκησης, των επιστημονικών ιδρυμάτων, των ΕΑΣ, της Εκκλησίας (είναι γνωστή η πολυετής προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριάρχη για θέματα περιβάλλοντος) ακόμα και επιφανών Κρητών είναι απαραίτητη. Η Κρήτη – Πράσινο νησί πρέπει να γίνει η νέα μας Μεγάλη Ιδέα. Η βιολογική παραγωγή η πρώτη μας μάχη. Όχι ότι θα πάρουμε την Πόλη. Δεν θα έρθει καμία εποχή παχιών αγελάδων. Δεν θα πουλάμε τα προϊόντα μας πανάκριβα. Απλά να τα πουλάμε χωρίς να «μπαίνουμε μέσα» πρέπει να είναι ο σκοπός. Και τον μόνο τρόπο που βλέπω είναι να μπορούμε κάποια στιγμή να βγούμε στην αγορά, μέσα σε ένα ευρωπαϊκό τοπίο πράσινης κατεύθυνσης, και να λέμε στις μεγάλες πολυεθνικές: Έχουμε ως Κρήτη 100.000 τόνους πράσινο λάδι (βιολογικό), 200.000 πράσινα αρνιά (βιολογικά) κλπ. Τα «ποιοτικά» προϊόντα, τα ΠΟΠ, οι κλαδικές διαρθρώσεις κλπ δεν φτάνουν. Θα ήταν κάποια λύση, είκοσι χρόνια πριν. Σήμερα μόνο «ακραίες», καινοτομικές πολιτικές μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα.
«Ακραίες», καινοτομικές αλλά και «ολικές». Τι εννοώ: Είμαστε μια κατά κύριο λόγο τουριστική περιοχή, δεν μπορούμε να σχεδιάζουμε αγροτική ανάπτυξη ή πολιτική προώθησης των προϊόντων μας ερήμην του τουρισμού. Πρέπει να προσφέρουμε, να διαφημίζουμε την Κρήτη ως σύνολο, ως ολοκληρωμένο τουριστικό – περιβαλλοντικό – διατροφικό πακέτο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις εξαγωγές, αλλά και στο «εσωτερικό» μέτωπο. Λέμε π.χ. για τη σύνδεση γεωργίας – τουρισμού. Γιατί δεν χρησιμοποιούν οι ξενοδόχοι μας τα τοπικά προϊόντα κλπ. Μα είναι εύλογο με βάση το επίπεδο του τουρισμού μας και σε εποχές οικονομικής κρίσης να μην κάνουν κάτι από το οποίο δεν θα έχουν ανταποδοτικό όφελος. Ο τουρίστας που έρχεται σήμερα στην Κρήτη δεν την διαφοροποιεί από οποιοδήποτε άλλο μέρος με ήλιο και θάλασσα. Και θέλει να τη βγάλει όσο πιο φτηνά γίνεται.
Ο τουρίστας, όμως, που θα έρθει στη Κρήτη ως Πράσινο νησί θα απαιτήσει καθαρό περιβάλλον, θα απαιτήσει και «καθαρά» προϊόντα. Ο πράσινος τουρίστας είναι εν τέλει αυτός θα βάλει τα τοπικά προϊόντα στα ξενοδοχεία. Δηλαδή η αγορά και όχι η όποια κρατική παρέμβαση. Που ακόμα κι αν είναι σύννομη, θα σηματοδοτεί μια πολιτική προστατευτισμού που ως πρακτική μα και ως νοοτροπία δεν μας συμφέρει. Πρέπει να ανοιχτούμε στην αγορά για να κερδίσουμε κι όχι να κλείσουμε για να μην χάσουμε. Έχουμε ήδη χάσει.
2. Να υποστηριχτεί ο παραγωγός. Κι ερχόμαστε στην κρατική παρέμβαση. Σε ποιους τομείς πρέπει να υπάρξει;
α. Στη δημιουργία ενός υποστηρικτικού πλαισίου σε Περιφερειακό επίπεδο. Υπολειτουργούσες ή αναλωνόμενες σε γενικές, παρωχημένες και άστοχες πολιτικές υπηρεσίες, ιδρύματα και οργανισμοί πρέπει να αναδιοργανωθούν, κατάλληλα στελεχωθούν και χρηματοδοτηθούν με ένα συγκεκριμένο στόχο: την πράσινη ανάπτυξη. Να πω κάτι γενικά περί χρηματοδότησης. Δεν μας ωφελεί (και σίγουρα δεν μας τιμά) ο τρόπος που γίνεται μέχρι τώρα, να απαιτούμε/επαιτούμε «αποζημιώσεις» κλπ. Οι πόροι (που δεν είναι και άφθονοι πλέον) πρέπει να πηγαίνουν εκεί που θα πιάσουν μακροπρόθεσμα τόπο. Με όποιο κόστος για τη συντήρηση του τωρινού πλήρως αδιέξοδου status quo. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε πρώτα εμείς, για να το καταλάβουν στη συνέχεια και οι αποκλειστικά για τις επόμενες εκλογές ασχολούμενοι κυβερνώντες (δεν έχουμε ανάγκη π.χ. από τύποις Νέους Αγρότες, έχουμε ανάγκη από βιολογικά σφαγεία). Έχουμε ανάγκη με δυο λόγια από μια στοχευμένη μακροπρόθεσμη Περιφερειακή πολιτική, πολύ πέραν της θητείας ενός Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων ή ενός πρωθυπουργού. Και γιατί η Κρήτη; Γιατί, χωρίς να θέλω να μειώσω την επιχειρούμενη προσπάθεια, είναι άλλο να γίνει ο Αη Στράτης Πράσινο νησί και άλλο η παγκοσμίως γνωστή Κρήτη. Όσο σίγουρο είναι ότι το κόστος θα είναι τεράστιο, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι και τα οφέλη θα είναι τεράστια και θα διαχυθούν σε όλη τη χώρα.
β. Στην αλλαγή του συστήματος των γεωργικών επιδοτήσεων. Αυτό νομίζω είναι το κλειδί της υπόθεσης. Οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Χρειάζεται οικονομικό κίνητρο. Η πρόταση μου είναι να επιδοτείται στην Κρήτη αποκλειστικά και μόνο η βιολογική παραγωγή. Και τονίζω την λέξη παραγωγή. Δεν έχει νόημα να επιδοτούμε πρόβατα που κάνουν βόλτα στα βουνά ή παρατημένες ελιές. Πρέπει να αποσυνδεθεί η έννοια της γεωργικής επιδότησης από την έννοια της κοινωνικής πολιτικής (που δεν είναι και κοινωνική πολιτική: μεταθέτει απλώς τα κοινωνικά προβλήματα καθιστώντας τα όλο και πιο εκρηκτικά). Αν τα εκατοντάδες εκατομμύρια γεωργικών επιδοτήσεων που δίνονται στην Κρήτη πήγαιναν στους παραγωγούς που μοχθούν και επενδύουν, αν πήγαιναν στις πραγματικές ποσότητες παραγόμενου κρέατος, γάλακτος, λαδιού, απλά θα έπιαναν τόπο. Γιατί θα ήταν ικανά να στηρίξουν όχι μόνο τον παραγωγό (τόσο οικονομικά όσο και ηθικά: να μην βλέπει πλέον ανθρώπους που δεν παράγουν τίποτα να παίρνουν πιο πολλά λεφτά απ΄ αυτόν) αλλά και οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια όπως αυτή της βιολογικής γεωργίας (που επιφέρει αρχικά και αύξηση του κόστους παραγωγής και μείωση της παραγωγής). Κάτι τέτοιο βέβαια προσκρούει στην καταρχήν πολιτική της Ε.Ε. να μην επιδοτείται η παραγωγή. Αλλά αν επιδοτούμαστε ως φύλακες του περιβάλλοντος, υπάρχει καλύτερος φύλακας από τον βιοκαλλιεργητή;
Ζούμε διαχειριζόμενοι πράγματα που μας χαρίστηκαν: Το κρητικό κλίμα, την κρητική γη, τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να κάνουμε κάτι κι εμείς. Μέχρι τώρα μόνο καταγράφουμε προβλήματα και παρακολουθούμε τι κάνουν οι άλλοι (οι Ισπανοί, οι Ιταλοί) ελπίζοντας σε μια ξηρασία, σε μια οικονομική χρεοκοπία για να απομείνει ένα κομμάτι πίτας για μας. Πρέπει να βγούμε μπροστά.
Προσωπικά είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι η βιολογική παραγωγή και ευρύτερα η πράσινη ανάπτυξη της Κρήτης είναι ο τρόπος να βγούμε μπροστά. Δυσκολίες και αντιδράσεις θα υπάρξουν. Αν όμως σήμερα ξεκινήσουμε, συζητήσουμε, συμφωνήσουμε, αν μαζικά κινητοποιηθούμε, αν καταφέρουμε να μπολιάσουμε τα πατροπαράδοτα πλεονεκτήματα της Κρήτης με ποιότητα ζωής, τεχνολογία και περιβαλλοντικό σεβασμό, σε λίγα χρόνια θα ζούμε σε μια άλλη Κρήτη, παγκοσμίως μοναδική.
Πηγή 9ο Τεύχος Ην-Ων