«Ο ΟΜΗΡΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ»

Βιτσέντζος Κορνάρος
Η επιστημονική αναγνώριση και η λαϊκή απήχηση του έργου του μεγάλου Σητειακού ποιητή  συμπλήρωσε 386 χρόνια από το θάνατό του.  Στον «Ερωτόκριτο» η παραδοσιακή θεματολογία υφίσταται περίπλοκη επεξεργασία. Οι μεταμορφώσεις του θεού στο έργο του Κορνάρου παρουσιάζουν ποικιλία και πρωτοτυπία.  Σήμερα, το έργο αναγνωρίζεται διεθνώς ως μια από τις μεγάλες δημιουργίες της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και κυκλοφορεί σε αναρίθμητες εκδόσεις.

«Ο ποιητής του «Ερωτοκρίτου» κύριος εκφραστής της Κρητικής Αναγέννησης Βιτσέντζος Κορνάρος  και αναγνωρισμένος  ως ο «Όμηρος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»  γεννήθηκε και έγραψε το ποιο γνωστό έργο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στη Σητεία της Κρήτης.  Ο «Ερωτόκριτος» αναγνωρίζεται ως κλασικό έργο και  ως το ωραιότερο λυρικό αφηγηματικό ποίημα που γράφτηκε σε γλώσσα νεοελληνική» υπογραμμίσθηκε κατά την διάρκεια  του Διεθνούς Επιστημονικού Συνέδριου για το μεγάλο Σητειακό ποιητή Βιτσέντζο Κορνάρο, «Ο κόσμος του Ερωτόκριτου και ο Ερωτόκριτος στον κόσμο» που πραγματοποιήθηκε στο Δήμο Σητείας.
Σχετικά με τη χρονολόγησή του ο Βιτσέντζος Κορνάρος έδωσε την πρώτη μορφή στο ποίημα του, πριν από το 1590 όταν ακόμη ζούσε στη Σητεία και αργότερα στο Χάνδακα μετά το 1595 ή και μετά το 1600 το επεξεργάστηκε προσθέτοντας και τον επίλογο.
Ως πηγή ενός μέρους της πλοκής του «Ερωτοκρίτου» χρησιμοποιήθηκε από τον Κορνάρο ένα πολύ γνωστό στην εποχή του ιπποτικό μυθιστόρημα του τέλους των μεσαιωνικών χρόνων, το «Πάρις και Βιέννα» που κυκλοφορούσε στην Ιταλία το 16ο αιώνα σε πολλά χειρόγραφα.
Σημαντική στον «Ερωτόκριτο» είναι και η επίδραση του μεγάλου επικού ποιήματος «Οrlando Furioso» του Ariosto.
Ο «Ερωτόκριτος» κυκλοφόρησε αρχικά σε χειρόγραφα, χαμένα τώρα πλην ενός (1710). Τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία, το 1713 στο τυπογραφείο του Αντώνη Βόρτολι με καθυστέρηση ενός αιώνα από την πιθανολογούμενη εποχή της συγγραφής του. και αποτυπώθηκε αναρίθμητες φορές. Διαβάστηκε άπληστα και αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο κείμενο σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, όπως βεβαιώνει και ο Σεφέρης που θυμάται, παιδί στη Σμύρνη, την ευρεία διάδοσή του.
Και όπως αναφέρει, όχι χωρίς ζήλια, ο Καισάριος Δαπόντες στα 1766 οι άνθρωποι είχαν τον «Ερωτόκριτο εις τα προσκέφαλά τους».
Στον «Ερωτόκριτο» ο Έρωτας εμφανίζεται ως πανίσχυρη δύναμη αρματωμένος με τόξο και βέλη, ξίφος ή και φωτιά, φτερωτός και γυμνός «ο πόθος όντε βουληθή και θέλει να νικήση γνώση δεν ει ουδέ δύναμη να τόνε πολεμήση».
Η εικονογραφία του έρωτα συνοδεύεται από πλήθος μεταφορών που περιγράφουν το ερωτικό συναίσθημα.
Το θέμα της παντοδυναμίας του έρωτα αποτελεί ένα μοτίβο ευρύτατα διαδεδομένο στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Η υπουλότητα του έρωτα αποτελεί επίσης στερεότυπο.
Στον «Ερωτόκριτο» η παραδοσιακή θεματολογία υφίσταται περίπλοκη επεξεργασία. Οι μεταμορφώσεις του θεού στο έργο του Κορνάρου παρουσιάζουν ποικιλία και πρωτοτυπία. Μια από τις χαρακτηριστικές μεταφορές που περιγράφουν τη βαθμιαία αύξηση του ερωτικού συναισθήματος είναι η εικόνα του δένδρου που ριζώνει στην καρδιά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιστοιχία του ονόματος Ερωτόκριτος ή Ρώκριτος με το επίθετο «ερωτοακατάκριτος»  αυτός που δεν έχει κριθεί, δεν έχει βασανιστεί από τον έρωτα.
Ο «Ερωτόκριτος» αποτελεί το μοναδικό έργο της Κρητικής Λογοτεχνίας που ανήκει στο είδος της ερωτικής μυθιστορίας.
Η ουσιαστική αναγνώριση της αξίας του «Ερωτοκρίτου» από πλευράς λογίων έρχεται από τους καθ΄ύλην αρμόδιους:τους ποιητές. Η πρώτη, μείζων δημιουργική δικαίωση του «Ερωτοκρίτου» απαντά στο έργο του Διον. Σολωμού. Το κρητικό έργο διδάσκει και τρέφει την ποίηση των Επτανησίων μετά την εκεί εγκατάσταση των Κρητικών προσφύγων, το 1669. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο αυτοτελές κείμενο που γράφεται για τον «Ερωτόκριτο» είναι μια διάλεξη του Τερτσέτη.
Στη μεγάλη ιστορία της συνομιλίας των νεότερων ποιητών με το παλαιό έργο σταθμοί παραμένουν ο Σωλομός, ο Σικελιανός και ο Σεφέρης.
Ο Παλαμάς αστράφτει και βροντά στα 1906, ζητώντας επιτέλους μια «έκδοση της προκοπής» για τον «Ερωτόκριτο».
Η πρώτη επιστημονική έκδοση έγινε στο Ηράκλειο από τον Στέφανο Ξανθουδίδη στα 1915. Το 1980 η κριτική, σοφή έκδοση «του Στυλιανού Αλεξίου, επίτιμου Δημότη του Δήμου μας» αποκατέστησε το κείμενο στην αρχική του μορφή, πλησίασε το κείμενο πολύ κοντά στο πρωτότυπο. Η έκδοση αυτή αποτελεί σταθμό στην ιστορία των Ερωτοκρίτειων σπουδών.
Οι δέκα χιλιάδες περίπου στίχοι του «Ερωτοκρίτου» δεν γράφτηκαν για να παίζονται – παρ’ όλο που και στο πάλκο αγαπήθηκε ο Ερωτόκριτος – αλλά για να διαβάζονται. Στην Κρήτη κυρίως αλλά και στα Επτάνησα ήταν πολλοί εκείνοι που ήξεραν να απαγγέλουν τον «Ερωτόκριτο».
Σήμερα, το έργο αναγνωρίζεται διεθνώς ως μια από τις μεγάλες δημιουργίες της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και κυκλοφορεί σε αναρίθμητες εκδόσεις.
Η Σητεία στα χρόνια του Κορνάρου:
Με την εγκατάσταση των Βενετών στην Κρήτη (1211) και τη διοικητική οργάνωση του νησιού κατά το πρότυπο της Βενετίας σε έξι εξαρχίες ή σεξτέρια η Σητεία αποτέλεσε τμήμα της εξαρχίας των Αγίων Αποστόλων. Στις αρχές του 14ου αιώνα άλλαξε η διοικητική διαίρεση της Κρήτης και το νησί χωρίστηκε σε τέσσερα διαμερίσματα (Χάνδακας, Χανιά, Ρέθυμνο, Σητεία). Έγινε, λοιπόν, η περιοχή της Σητείας ανεξάρτητο διαμέρισμα με έδρα την πόλη της Σητείας και χωριστό δημόσιο ταμείο, εξαρτημένη όμως σε μεγάλο βαθμό από το Χάνδακα.
Γνωστές οικογένειες Βενετών συγγενών της Σητείας είναι η οικογένεια Corner -μέλος της ο Βιτσέντζος Κορνάρος- η οικογένεια Demezzo που έκτισε τη βίλα στην Ετιά και οι οικογένειες Balbi, Benedetti και Querini.
Στη γνωστή «Περιγραφή της Κρήτης» του Πέτρου Καστροφύλακα του 1583 το διαμέρισμα της Σητείας αναφέρεται με 22.312 κατοίκους, ενώ η ίδια η πόλη είχε 1391 κατοίκους. Είχε επίσης 12 μοναστήρια και δύο μονές καθολικών.
Εκτός από τον Βιτσέντζο Κορνάρο η Σητεία ανέδειξε αρκετούς λογίους. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο Ανδρέας Κορνάρος, αδελφός του Βιτσέντζου, καθώς και οι αδελφοί Γαβριήλ και Μελέτιος Παντόγαλοι, και οι δύο διακεκριμένοι κληρικοί. Ο Γαβριήλ διετέλεσε για πολλά χρόνια ηγούμενος στης Μονής Τοπλού, ενώ ο Μελέτιος ανήλθε στο αξίωμα του μητροπολίτη Εφέσου. Άλλος λόγιος ήταν ο Ανδρέας Περτζιβάλης. Στη Σητεία έδρασε γύρω στα 1525. ως δάσκαλος, και ο Γεώργιος Καλύβας.
Οι διάφορες επιδημικές ασθένειες καθώς και ο σεισμός του 1508 έπληξαν τη Σητεία. Στις παρακάνω πληγές προστίθενται και οι πειρατικές επιδρομές αλλά και οι οργανωμένες τουρκικές επιθέσεις που μείωναν διαρκώς τον πληθυσμό της Σητείας.
Το 1538, στη διάρκεια του τρίτου βενετοτουρκικού πολέμου ο τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον Χαϊδερίν Μπαρμπαρόσα, πυρπόλησε τη Σητεία, κατέστρεψε και λεηλάτησε τα χωριά Πισκοκέφαλο, Μπεράτι, Μαρωνιά και Τραπεζόντα, έσφαξε και αιχμαλώτισε πολλές οικογένειες Κρητικών.
Η τελική καταστροφή της Σητείας έγινε στα χρόνια του Τουρκικού πολέμου. Στα τέλη του 1647 η πόλη κατεδαφίστηκε. Προσπάθειες των Βενετών να ανακαταλάβουν την περιοχή απέτυχαν.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Βιτσέντζος ήταν ο μικρότερος γιος του Ιακώβου Κορνάρου. Γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1553, στο χωριό Τραπεζόντα Σητείας, πατρογονικό φέουδο της οικογένειας του και βαφτίστηκε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου.
Έμεινε στην περιοχή της Σητείας, κυρίως στα χωριά Τραπεζόντα και Πισκοκέφαλο, ως το 1587-1590, δηλαδή ως τα τριανταπέντε του χρόνια περίπου «ζώντας τη ζωή του φεουδάρχη γαιοκτήμονα, μέσα σ΄ έναν πολυπρόσωπο κόσμο υπηρετών και δουλοπαροίκων, που ήταν όλοι τους Ελληνορθόδοξοι».
Λίγο πριν το 1590 εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα κοντά στον αδελφό του Ανδρέα που ήταν ο ιδρυτής της Ακαδημίας των Stravaganti, ενός συλλόγου λογίων με αξιόλογη φιλολογική και λογοτεχνική δραστηριότητα στα χρόνια της ακμής της Κρητικής Λογοτεχνίας. Εκεί παντρεύεται τη Μαριέττα Zeno, συμμετέχει ενεργά στη δημόσια ζωή του Χάνδακα, ενώ κατά τη διάρκεια της φοβερής πανούκλας των ετών 1591-1593 ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη στη πόλη και το διαμέρισμα του Χάνδακα. Έγγραφα οικονομικού χαρακτήρα και διαθήκες, που δημοσίευσε ο καθηγητής Γιάννης Μαυρομάτης, δείχνουν ότι οι Κορνάροι αυτοί ήταν γλωσσικά εξελληνισμένοι.
Ο Βιτσέντζος μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Χάνδακα επισκέπτεται τακτικά και ως το θάνατό του την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σητεία. Μάλιστα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το τέλος του 1598 ως το τέλος του 1600, βρίσκεται κυρίως στην περιοχή της Σητείας, όπου εξακολουθούσε να διατηρεί σημαντική περιουσία.
Πέθανε στο Χάνδακα μετά τις 12 Αυγούστου 1613 και πριν από τις 24 Απριλίου 1614 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
Οι γονείς του Ιάκωβος Κορνάρος και Ζαμπέτα (Ελισάβετ) του τότε Ιωάννη Demezzo του Μάρκου, που το γαμήλιο συμβόλαιό τους συντάχθηκε στη Σφάκα της Σητείας το 1542, έχουν θαφτεί στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης της Φράγκικης στο Ξώπορτο (προάστια) της Σητείας.

Πηγή 9ο Τεύχος Ην-Ων

Written by