Μια πρόταση στα πλαίσια της πράσινης ανάπτυξης
από τον Νίκο Μπιρλιράκη, Προέδρο της ΕΑΣ Ρεθύμνης
Σε ποιους απευθύνονται τα κρητικά αγροτικά προϊόντα; Σε όλους και σε κανένα. To marketing που χρησιμοποιούμε είναι των αρχών του προηγούμενου αιώνα: πρώτα παράγουμε και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε με την παραγωγή. Εξ ου και το πρόβλημα της διάθεσης των προϊόντων μας. Το οποίο πρόβλημα, αν συνεχίσουμε να παράγουμε όπως έχουμε συνηθίσει, αν συνεχίσουμε να εμπορευόμαστε όπως τύχει, αν δεν προσαρμοστούμε με δυο λόγια στο τι θέλει ο καταναλωτής, θα λυθεί κάποια στιγμή από μόνο του: θα πάψουμε να παράγουμε.
Αλλά για ποιον καταναλωτή μιλάμε; Για τον καταναλωτή που πριν αγοράσει σκέφτεται, διαβάζει τις συσκευασίες των προϊόντων, επιθυμεί να πληροφορηθεί τον τρόπο παραγωγής τους και επιλέγει με βασικά κριτήρια την υγιεινή διατροφή και την προστασία του περιβάλλοντος. Μιλάμε για τον πράσινο καταναλωτή. Σε αυτόν πρέπει να απευθυνθούμε. Γι΄ αυτόν πρέπει να παράγουμε τα προϊόντα μας. Στο μη συνειδητοποιημένο καταναλωτή, σε αυτόν που η τιμή του προϊόντος είναι το παν δεν μπορούμε να απευθυνθούμε. Η Κρήτη δεν παράγει φτηνά προϊόντα.
Δυο ερωτήματα ανακύπτουν αμέσως:
1. Υπάρχουν αρκετοί πράσινοι καταναλωτές για να απορροφήσουν μια καθ΄ ολοκληρία πράσινη (βιολογική) κρητική αγροτική παραγωγή;
2. Είναι εφικτή για τις παραγωγικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Κρήτης η βιολογική παραγωγή;
Ας αρχίσουμε με το πρώτο ερώτημα. Η απάντηση είναι ότι αυτή τη στιγμή ενδεχομένως δεν υπάρχει επαρκής καταναλωτική ζήτηση πράσινων προϊόντων. Είναι σίγουρο όμως ότι στα επόμενα χρόνια τα πράγματα θα αλλάξουν. Μεγάλη ώθηση στην πράσινη ζήτηση θα δώσει η ευρεία συνειδητοποίηση αφενός της αναγκαιότητας αντιμετώπισης των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων και αφετέρου του αδιέξοδου του σημερινού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης: τα οφέλη που αυτό το μοντέλο θεωρητικά προσφέρει (βασιζόμενο στις εισροές ενέργειας και πρώτων υλών και στη μείωση του εργατικού κόστους) εκμηδενίζονται στην πράξη τόσο από το περιβαλλοντικό όσο και από το κοινωνικό κόστος (ανεργία κλπ) που προκαλεί. Η συνειδητοποίηση αυτή έχει ήδη οδηγήσει σε κεντρικές πολιτικές στήριξης πράσινων οικονομικών δραστηριοτήτων (χρηματοδοτήσεις για την εισαγωγή περιβαλλοντικά φιλικών τεχνολογιών, φορολογική επιβάρυνση των προϊόντων με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά την διαδικασία παραγωγής τους κλπ). Πολύ σύντομα το πάντρεμα της επιχειρηματικής δραστηριότητάς με την προστασία του περιβάλλοντος δεν θα συνιστά ζήτημα ευαισθησίας αλλά προϋπόθεση για την επιβίωση μιας επιχείρησης.
Προχωράμε στο δεύτερο ερώτημα. Καταρχήν από τεχνική άποψη τίποτα δεν μας εμποδίζει να μετατρέψουμε την παραγωγή μας σε βιολογική. Είμαστε ως νησί απομονωμένος τόπος. Δεν έχουμε απαιτητικές σε χημικές εισροές (λιπάνσεις, φυτοφάρμακα) καλλιέργειες. Η υπάρχουσα τεχνολογία επί των βιολογικών εισροών ήδη καλύπτει ικανοποιητικά τις απαιτήσεις των καλλιεργειών μας και ως συνεχώς εξελισσόμενη θα τις καλύπτει στο άμεσο μέλλον αποτελεσματικότερα και οικονομικότερα (ιδίως αν αποτελέσουμε μεγάλη αγορά για τις βιομηχανίες του χώρου). Έχουμε εύστροφους και ικανούς αγρότες που μπορούν να υλοποιήσουν τη μεγάλη αυτή αλλαγή.
Ας επικεντρωθούμε στον παραγωγό. Πώς θα μετατρέψει την παραγωγή του σε βιολογική; Τι πρέπει να γίνει;
1. Να πειστεί ο παραγωγός. Η βιολογική παραγωγή δεν είναι κάτι απλό. Η διάχυση τεχνογνωσίας είναι βασική, αλλά δεν φτάνει. Απαιτείται μια ευρύτερη αλλαγή οπτικής από παραγωγούς και καταναλωτές, ένα νέο όραμα, ένας νέος πολιτισμός. Αυτά θα στηρίξουν τόσο τις νέες γεωργικές πρακτικές όσο και τις νέες καταναλωτικές συμπεριφορές. Η Κρήτη – Πράσινο νησί (με άξονες την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την ολοκληρωμένη διαχείριση των αποβλήτων και την ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα στη βάση της βιολογικής παραγωγής) πρέπει να γίνει η νέα μας Μεγάλη Ιδέα.
Η βιολογική παραγωγή η πρώτη μας μάχη. Όχι ότι ως «βιολογικοί» θα πάρουμε την Πόλη. Δεν θα έρθει καμία εποχή παχιών αγελάδων. Δεν θα πουλάμε τα προϊόντα μας πανάκριβα. Απλά να τα πουλάμε χωρίς να «μπαίνουμε μέσα» πρέπει να είναι ο σκοπός. Και τον μόνο τρόπο που βλέπω είναι να μπορούμε κάποια στιγμή να βγούμε στην αγορά, μέσα σε ένα ευρωπαϊκό τοπίο πράσινης κατεύθυνσης (όπου η περιβαλλοντική επίδοση μιας επιχείρησης δεν θα αφορά μόνο τα δικά της προϊόντα αλλά και αυτά που προμηθεύεται από τρίτους σε υλικά και πρώτες ύλες) και να λέμε στις μεγάλες πολυεθνικές (οι οποίες θα δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην περιβαλλοντική τους επίδοση):
Έχουμε ως Κρήτη 50.000 τόνους πράσινο λάδι (βιολογικό), 10.000 πράσινα αρνιά (βιολογικά) κλπ. Τα «ποιοτικά» προϊόντα, τα ΠΟΠ, οι κλαδικές διαρθρώσεις κλπ δεν αρκούν. Θα ήταν κάποια λύση – τριάντα χρόνια πριν.
2. Να υποστηριχτεί ο παραγωγός. Σε ποιους τομείς;
α. Στη δημιουργία ενός υποστηρικτικού πλαισίου σε Περιφερειακό επίπεδο. Υπολειτουργούσες ή αναλωνόμενες σε γενικές, παρωχημένες και άστοχες πολιτικές υπηρεσίες, ιδρύματα και οργανισμοί πρέπει να αναδιοργανωθούν, κατάλληλα στελεχωθούν και χρηματοδοτηθούν με ένα συγκεκριμένο στόχο: την πράσινη ανάπτυξη. Έχουμε ανάγκη από μια στοχευμένη μακροπρόθεσμη Περιφερειακή πολιτική, πολύ πέραν της θητείας ενός Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων ή ενός Πρωθυπουργού.
β. Στην αλλαγή του συστήματος των γεωργικών επιδοτήσεων. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το κλειδί της υπόθεσης. Το οικονομικό κίνητρο. Η πρόταση μου είναι να επιδοτείται στην Κρήτη αποκλειστικά και μόνο η βιολογική παραγωγή. Και τονίζω την λέξη παραγωγή. Δεν έχει νόημα να επιδοτούμε πρόβατα που κάνουν βόλτα στα βουνά ή παρατημένες ελιές. Η στρεμματική ενίσχυση πρέπει να αντικατασταθεί με την ενίσχυση τυποποιημένων προϊόντων που διατίθενται στην αγορά. Και να αποσυνδεθεί η έννοια της γεωργικής επιδότησης από την έννοια της κοινωνικής πολιτικής (που δεν είναι και κοινωνική πολιτική: μεταθέτει απλώς τα κοινωνικά προβλήματα καθιστώντας τα όλο και πιο εκρηκτικά την ώρα που καταρρακώνει κάθε υγιή επιχειρηματική προσπάθεια). Αν τα εκατοντάδες εκατομμύρια γεωργικών επιδοτήσεων που δίνονται στην Κρήτη πήγαιναν στους παραγωγούς που μοχθούν και επενδύουν, αν πήγαιναν στις πραγματικές ποσότητες παραγόμενου κρέατος, γάλακτος, λαδιού – απλά θα έπιαναν τόπο. Γιατί θα ήταν ικανά να στηρίξουν όχι μόνο τον παραγωγό (τόσο οικονομικά όσο και ηθικά: να μην βλέπει πλέον ανθρώπους που δεν παράγουν τίποτα να παίρνουν πιο πολλά λεφτά απ΄ αυτόν) αλλά και οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια όπως αυτή της βιολογικής γεωργίας (που επιφέρει αρχικά και αύξηση του κόστους παραγωγής και μείωση της παραγωγής). Κάτι τέτοιο βέβαια προσκρούει στην καταρχήν πολιτική της Ε.Ε. να μην επιδοτείται η παραγωγή. Αλλά αν επιδοτούμαστε ως φύλακες του περιβάλλοντος, υπάρχει καλύτερος φύλακας από τον βιοκαλλιεργητή;.
Η πράσινη ανάπτυξη, το οικονομικό μοντέλο όπου το περιβάλλον αποτελεί τον κύριο αναπτυξιακό άξονα, προτείνεται αυτή τη στιγμή παγκοσμίως ως ο τρόπος εξόδου απ΄ την οικονομική κρίση. Εμάς ως Κρήτη το συγκριτικό μας πλεονέκτημα είναι ακριβώς το περιβάλλον και τα προϊόντα που αυτό έχει τη δυνατότητα να παράγει. Έχουμε προφανώς μπροστά μας μια ευκαιρία. Να μπούμε μπροστάρηδες στην πράσινη ανάπτυξη, να αυξήσουμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα μας (στη γεωργία, στον τουρισμό) – καλυτερεύοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες ζωής μας. Με πρώτο βήμα τη βιολογική παραγωγή ο στόχος μας πρέπει να είναι: να κάνουμε την Κρήτη διεθνώς γνωστή ως Πράσινο νησί. Να αποκτήσει ο τόπος μας ένα brand name νέας κοπής. Ως ο-τόπος-που-αξίζει-να-ζεις.