«ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ» ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
«Να σταματήσει η ιδιότυπη πνευματική ομηρία του Νίκου Καζαντζάκη, για να συνeχίσει να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές και εκπροσώπους των ελληνικών γραμμάτων στο παγκόσμιο πολιτισμικό γίγνεσθα» αναφέρουν σε ψηφισμά τους(28 Ιουνίου 2009) όλοι όσοι συμμετείχαν στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «οι εκδοτικές τύχες του έργου του Νίκου Καζαντζάκη», το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Το ψήφισμα υπογράφει η συγγραφέας Κλεοπάτρα Πρίφτη πρόεδρος τολυ Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη.
– Συγκεκριμένα κατά την διάρκεια του Συνεδρίου(διοργανώθηκε από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηρακλείου, από τον Δήμο Ηρακλείου, από τον Δήμο Νίκος Καζαντζάκης, την Διεθνής Εταιρία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, από το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη και από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Κρητών) διαπιστώθηκε ότι:
– Οι μεταφράσεις των έργων του είναι παλιές και δυσεύρετες, ενώ στις περισσότερες χώρες έχουν εξαντληθεί εδώ και πολλά χρόνια.
– Παράλληλα, τα ελάχιστα από τα βιβλία του που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι παρωχημένης αισθητικής, χωρίς καμμιά εκδοτική φροντίδα και χωρίς τα στοιχεία αυτά, που θα τα καθιστούν ελκυστικά στο σημερινό αναγνώστη.
– Οι περισσότεροι τίτλοι των βιβλίων του απουσιάζουν από τα βιβλιοπωλεία, όπως διαπιστώνεται από τις εισηγήσεις έγκυρων επιστημόνων και μελετητών, ενώ τεκμήρια για τη ζωή και το έργο του, που φυλάσσονται στις «Εκδόσεις Νίκου Καζαντζάκη», είναι δυσπρόσιτα στους ερευνητές.
Ακόμη συζητήθηκε η κατάσταση και η ποιότητα των μεταφρασμένων βιβλίων του (Γαλλία, Αγγλία, Σουηδία, Νορβηγία, Ισπανία, Πορτογαλλία, Χιλή, Ουκρανία, Ρουμανία, Γεωργία κ.α) καθώς και η ανάγκη επανεκδόσεων των νέων μεταφράσεων.
Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957 και έχει γράψει( με βάση τα στοιχεία των παραγόντων του Μουσείου Καζαντζάκη): 15 μυθιστορήματα, 9 ταξιδιωτικά, 2 βιβλία ποίησης, 18 θεατρικά, 4 δοκίμια και φιλοσοφικά βιβλία ενώ οι μεταφράσεις του χωρίζονται σε 7 λογοτενικά, 10 φιλοσοφικά-επιστημονικά, μία βιογραφία και 16 παιδικές διασκευές βιβλίων.
Ακόμη στα αρχεία του Μουσείου αναφέρεται «Γεννήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, στις 18 Φεβρουαρίου 1883.
Με την έκρηξη της τελευταίας κρητικής επανάστασης, η οικογένεια Καζαντζάκη εγκαθίσταται στη Νάξο, όπου παραμένει για δύο περίπου χρόνια. Ο Νίκος ξεκινά τις γυμνασιακές του σπουδές στη γαλλική Εμπορική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, την οποία διοικούσαν φραγκισκανοί μοναχοί. Μαθαίνει γαλλικά και ιταλικά και αρχίζει να γνωρίζει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, κυρίως όμως έρχεται σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό.
Το φθινόπωρο του 1902, ο Καζαντζάκης πηγαίνει στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή. Το Δεκέμβριο του 1905, παίρνει με άριστα το δίπλωμα του διδάκτορος της Νομικής. Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στα γράμματα με το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και κρίνο». Για ένα διάστημα εγκαθίσταται στην Αθήνα και συνεργάζεται ως χρονογράφος στην εφημερίδα Ακρόπολις.
Τον Οκτώβριο του 1907, φεύγει για το Παρίσι, όπου συνεχίζει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή, ενώ συγχρόνως παρακολουθεί τις παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν στο Collège de France. Την ίδια εποχή εξοικειώνεται με τη φιλοσοφία του Νίτσε και εκπονεί τη διατριβή του με τίτλο «Ο Φρειδερίκος Νίτσε» εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας, την οποία ολοκληρώνει το 1909. Παράλληλα, ασχολείται και με τις λογοτεχνικές του συγγραφές.
Από τον Απρίλιο του 1910, εγκαθίσταται στην Αθήνα και λίγο αργότερα ξεκινά η συμβίωσή του με τη Γαλάτεια, με την οποία θα στεφανωθεί ενάμισυ χρόνο αργότερα.
Στους Βαλκανικούς πολέμους, κατατάσσεται ως εθελοντής και υπηρετεί στο ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου.
Η γνωριμία του με τον Σικελιανό το 1914, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο πνευματικών αναζητήσεων. Από το φθινόπωρο του 1917 μέχρι τον Ιανουάριο του 1919, ο Καζαντζάκης ταξιδεύει στην Ελβετία. Λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, διορίζεται γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως και εργάζεται για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου.
Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 εσήμανε το τέλος της υπηρεσίας του Καζαντζάκη στο Υπουργείο Περιθάλψεως. Απογοητευμένος από τις πολιτικές εξελίξεις και από τη δολοφονία του φίλου του Ίωνα Δραγούμη, ο συγγραφέας πηγαίνει για ένα μήνα στη Γερμανία (Ιανουάριος 1921).
Επιστρέφοντας, απομονώνεται στην Κηφισιά μαζί με τον φίλο του Κ. Σφακιανάκη και δουλεύει την τραγωδία «Χριστός». Στη συνέχεια όταν εξασφαλίζει συνεργασία με τον εκδότη Δ. Δημητράκο, φεύγει για τη Βιέννη.
Από το φθινόπωρο του 1921, εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Δουλεύει την «Ασκητική», παρακολουθεί το συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας, γνωρίζεται με τον «πύρινο κύκλο» της Ραχήλ Λιπστάιν και περνά στον αστερισμό του Λένιν. Το καλοκαίρι του 1923, περιηγείται τη Γερμανία και επισκέπτεται τη γενέτειρα του Νίτσε. Αρχές του 1924, ταξιδεύει στην Ιταλία και παραμένει στην Ασίζη μέχρι τον Απρίλιο.
Λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης γνωρίζει την Ελένη Σαμίου, τη γυναίκα που έμελλε να τον συντροφέψει στην υπόλοιπη ζωή του. Στο Ηράκλειο παραμένει έναν ολόκληρο χρόνο. Ξεκινά τη μεγαλόπνοη σύνθεση της Οδύσσειας και πιθανότατα συγγράφει το «Συμπόσιον». Επιπλέον, σχεδιάζει, χωρίς επιτυχία, παράνομη πολιτική δράση, γεγονός που προκαλεί τη σύλληψη και την εικοσιτετράωρη κράτησή του στην Ασφάλεια Ηρακλείου.
Από τον Οκτώβριο του 1925, ξεκινά για τον Καζαντζάκη μια μεγάλη περίοδος ταξιδιών σε όλο τον κόσμο. Τα ταξίδια και η εντατική εργασία θα τον βοηθήσουν να αντέξει το θάνατο των γονιών του (1932).
Στο πρόσωπο του ελληνορουμάνου συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι θα πιστέψει ότι βρήκε έναν ακόμη πνευματικό σύντροφο ενώ η γνωριμία του με τον Πρεβελάκη θα του χαρίσει έναν πιστό φίλο κι έναν αφοσιωμένο μαθητή.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καζαντζάκης παραμένει κυρίως στην Αίγινα. Το 1942, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου συναντά το Σικελιανό μετά από είκοσι χρόνια, και ζητά από τον ομηριστή καθηγητή Ι.Θ. Κακριδή βιβλιογραφικά βοηθήματα για να μεταφράσει την Ιλιάδα.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, επιστρέφει στην πρωτεύουσα, που συγκλονίζεται από τις εμφύλιες συγκρούσεις, και αναπτύσσει πολιτική δράση. Υποβάλλει υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους, και εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το καλοκαίρι του 1945 περιοδεύει στην Κρήτη ως μέλος της κυβερνητικής Ψ. Το Νοέμβριο του 1945, στεφανώνεται την Ελένη Σαμίου και διορίζεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη, αλλά τρεις μήνες αργότερα παραιτείται.
Αρχές του 1946, παρακολουθεί την παράσταση του έργου του «Καποδίστριας» στο Βασιλικό Θέατρο και το Μάιο προτείνεται ως υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό.
Το καλοκαίρι του 1946 ο Καζαντζάκης αναχωρεί για την Ευρώπη, οριστικά, όπως αποδεικνύεται. Διαμένει για ένα διάστημα στην Αγγλία, προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου, και στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Παρίσι και διορίζεται φιλολογικός σύμβουλος στην UNESCO.
Το Μάρτιο του 1948, παραιτείται και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αντίμπ της γαλλικής Kυανής Aκτής.
Από το 1951, η υγεία του ολοένα κλονίζεται. Χάνει το δεξί του μάτι, ενώ κατά καιρούς εισάγεται στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ για τη θεραπεία της καλοήθους λεμφοειδούς λευχαιμίας που τον ταλαιπωρεί.
Παρ’ όλα αυτά, ξεκινά να συνεργάζεται με τον Κίμωνα Φράιερ, για τη μετάφραση στης Οδύσσειάς του στα αγγλικά. Το έργο του όμως προκαλεί αντιδράσεις από εκκλησιαστικούς κύκλους, που ζητούν τη δίωξή του.
Τον Ιούνιο του 1957, ο Καζαντζάκης αφήνει την Αντίμπ και ξεκινά μαζί με την Ελένη και το ζεύγος Ευελπίδη για την Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης.
Ο Καζαντζάκης εμβολιάζεται για ευλογιά και χολέρα, αλλά παθαίνει μόλυνση και νοσηλεύεται στο Εθνικό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Καθώς επιδεινώνεται η κατάσταση του, μεταφέρεται στην πανεπιστημιακή κλινική του Φράιμπουργκ. Παρ’ όλο που ξεπερνά τη μόλυνση, προσβάλλεται από ασιατική γρίπη και πεθαίνει στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ.
Η σορός του μεταφέρεται οδικώς από το Φράιμπουργκ στην Αθήνα και αεροπορικώς στο Ηράκλειο, όπου εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στον Άγιο Μηνά. Η κηδεία του γίνεται στις 5 Νοεμβρίου, στο κατάμεστο από κόσμο Ηράκλειο. Ενταφιάζεται στον προμαχώνα Μαρτινέγκο.»
Τέλος για τον χώρο που έχει ταφεί ο Κρητικός συγγραφέας επισημαίνεται: Στον τάφο του δεσπόζει ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός από ακατέργαστους κορμούς και η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Ηράκλειο & Μυρτιά (Βάρβαροι)
27 & 28 Ιουνίου 2009
Όλοι όσοι συμμετείχαμε στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα τις Εκδοτικές τύχες του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, (εισηγητές, ακροατές, οργανωτές), διαπιστώσαμε την τραγική κατάσταση, που επικρετεί, σχετικά με τη διάδοση του έργου του Κρητικού συγγραφέα.
– Οι μεταφράσεις των έργων του είναι παλιές και δυσεύρετες, ενώ στις περισσότερες χώρες έχουν εξαντληθεί εδώ και πολλά χρόνια.
– Παράλληλα, τα ελάχιστα από τα βιβλία του που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι παρωχημένης αισθητικής, χωρίς καμμιά εκδοτική φροντίδα και χωρίς τα στοιχεία αυτά, που θα τα καθιστούν ελκυστικά στο σημερινό αναγνώστη.
– Οι περισσότεροι τίτλοι των βιβλίων του απουσιάζουν από τα βιβλιοπωλεία, όπως διαπιστώνεται από τις εισηγήσεις έγκυρων επιστημόνων και μελετητών, ενώ τεκμήρια για τη ζωή και το έργο του, που φυλάσσονται στις «Εκδόσεις Νίκου Καζαντζάκη», είναι δυσπρόσιτα στους ερευνητές.
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ
Από κάθε αρμόδιο δημόσιο και ιδιωτικό φορέα, να συμβάλει άμεσα, ώστε να σταματήσει η ιδιότυπη πνευματική ομηρία του Νίκου Καζαντζάκη, για να συνεχίσει να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές και εκπροσώπους των ελληνικών γραμμάτων στο παγκόσμιο πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Μυρτιά, 28 Ιουνίου 2009
Κλεοπάτρα Πρίφτη
Συγγραφέας
Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της
Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη
Πηγή 7ο Τεύχος Ην-Ων