Εισαγωγή
Η οικονομική στενότητα αρχίζει με την εμφάνιση της μείωσης της συνολικής ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες σε σχέση με την τρέχουσα συνολική τους παραγωγή. Όταν τέτοια μείωση εμφανιστεί, οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών μειώνονται. Η πτώση των τιμών αποτελεί σημάδι για τους παραγωγούς να μειώσουν την παραγωγή τους με αποτέλεσμα να μειώνεται η συνολική παραγωγή.
Ιστορικά, (εξετάζοντας την οικονομία των ΗΠΑ) μεγάλης διάρκειας οικονομικές υφέσεις, συνέβησαν από το 1720 μέχρι το 1784, από το 1835 μέχρι το 1842 και από το 1929 μέχρι το 1932. Η μεγάλη ύφεση το 1929 έφθασε στο κατώτερο σημείο τον Φεβρουάριου του 1933, επτά μήνες μετά το κατώτερο σημείο της χρηματιστηριακής αγοράς. Οι χρηματιστηριακές αγορές δεν ξεκινούν να καταρρέουν μετά από μακριές περιόδους χειροτέρευσης της οικονομίας, αλλά καταρρέουν ξαφνικά μετά από μακριά περίοδο ανόδου των τιμών των μετοχών και επέκτασης της οικονομίας. Η ύφεση ξεκινάει με την αναστροφή της μακρόχρονης και επίμονης ανοδικής πορείας των τιμών των μετοχών. Η απότομη αλλαγή από την αυξανόμενη αισιοδοξία στην αυξανόμενη απαισιοδοξία δημιουργεί την οικονομική στενότητα. Με λίγα λόγια η ύφεση συνοδεύει τις μεγάλες χρηματιστηριακές πτώσεις.
1. Πότε εμφανίζεται ο αποπληθωρισμός
Πληθωρισμός: είναι η αύξηση του όγκου του χρήματος και των πιστώσεων σε σχέση με τα διαθέσιμα αγαθά.
Αποπληθωρισμός: είναι η μείωση του όγκου του χρήματος και των πιστώσεων σε σχέση με τα διαθέσιμα αγαθά.
Χρήμα: είναι ένα κοινωνικά αποδεκτό μέσο συναλλαγών, συσσώρευσης αξίας και μέσο πληρωμής.
Πίστωση: είναι το δικαίωμα πρόσβασης στο χρήμα. Πίστωση μπορεί να δοθεί από τον κατέχοντα το χρήμα. Οι τράπεζες για να προσελκύσουν χρήμα, πληρώνουν τόκους καταθέσεων στους κατόχους του χρήματος (για απλές ή προθεσμιακές καταθέσεις, για ομόλογα, έντοκα γραμμάτια κλπ.) Έτσι οι τράπεζες χρωστούν χρήματα στους καταθέτες και οι καταθέτες γίνονται πιστωτές-δανειστές προς τις τράπεζες. Στη συνέχεια οι τράπεζες δανείζουν τα χρήματα (παρέχουν πίστωση) σε πελάτες (επιχειρηματικά, στεγαστικά δάνεια, κλπ) με αποτέλεσμα οι τράπεζες να γίνονται πιστωτές-δανειστές και οι πελάτες τους, να τους χρωστούν τα χρήματα.
2. Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και του αποπληθωρισμού στις τιμές
Όταν ο όγκος του χρήματος και των πιστώσεων αυξάνει σε σχέση με τον όγκο των διαθέσιμων αγαθών, η σχετική αξία κάθε μονάδας χρήματος μειώνεται κάνοντας τις τιμές των αγαθών γενικά να αυξάνουν (πληθωρισμός).
Όταν ο όγκος του χρήματος και των πιστώσεων μειώνεται σε σχέση με τον όγκο των διαθέσιμων αγαθών, η σχετική αξία κάθε μονάδας χρήματος αυξάνει κάνοντας τις τιμές των αγαθών γενικά να μειώνονται (αποπληθωρισμός).
Οπότε εκείνο το οποίο θα πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι οι αλλαγές στις τιμές των αγαθών συμβαίνουν διότι μειώνεται ή αυξάνεται η αξία της μονάδας του χρήματος, και όχι η αξία των αγαθών.
Ο περισσότερος κόσμος αναγνωρίζει ότι πληθωρισμός επηρεάζει τις τιμές των αγαθών αλλά σπάνια αναγνωρίζει τον επηρεασμό στις τιμές των επενδύσεων (ακίνητα, μετοχές, ομόλογα, εμπορεύματα κλπ.). Ο πληθωρισμός τη δεκαετία του 1970 εκτόξευσε τις τιμές του χρυσού, ασημιού και άλλων εμπορευμάτων. Ο πληθωρισμός της δεκαετίας του 1980 εκτόξευσε τις τιμές των μετοχών και των ακινήτων. Αυτές οι διαφορές στον επηρεασμό των τιμών οφείλονται στην διαφορά της ψυχολογίας της κοινωνίας που συνοδεύει τον πληθωρισμό και τον αποπληθωρισμό.
Ο επηρεασμός των τιμών από τον αποπληθωρισμό είναι πιο απλός. Οι μειώσεις των τιμών συμβαίνουν ταυτόχρονα στα αγαθά και στις επενδύσεις.
Ο αποπληθωρισμός απαιτεί μια προϋπόθεση για να εμφανιστεί: μια γενική πιστωτική επέκταση στην κοινωνία.
Μια πίστωση (δάνειο) αποπληρώνεται με τόκο από την παραγωγή (επιχείρηση). Η παραγωγή εξυπηρετείται από το δάνειο (π.χ. με τη χρηματοδότηση νέων εργοστασίων) και δημιουργεί κέρδη για την επιχείρηση τα οποία κάνουν δυνατή την αποπληρωμή του δανείου. Η συναλλαγή αυτή προσθέτει αξία στην οικονομία.
Υπάρχουν όμως πιστώσεις οι οποίες δεν συμβάλλουν στην παραγωγή. Όταν οι τράπεζες δανείζουν για καταναλωτικά αγαθά όπως σκάφη, πολυτελή σπίτια ή για κερδοσκοπία όπως δάνεια για αγορά μετοχών, τα δάνεια αυτά δεν συμβάλουν στην παραγωγική διαδικασία. Η πληρωμή αυτών των τόκων πιέζει κάποιες άλλες πηγές εισοδήματος. Ο δανεισμός αυτός (για αγορά καταναλωτικών αγαθών, μετοχών κλπ.) είναι αντιπαραγωγικός καθώς προσθέτει κόστος στην οικονομία και όχι αξία. Εάν κάποιος δανειστεί για να αγοράσει ένα φθηνό αυτοκίνητο για να πηγαίνει στη δουλειά του, αυτή η συναλλαγή προσθέτει αξία στην οικονομία. Εάν κάποιος θέλει να αγοράσει ένα πολυτελές αυτοκίνητο, το δάνειο αυτό δεν προσθέτει αξία στην οικονομία. Επίσης η ποιότητα των δαπανών χειροτερεύει διότι η αγοραστική δύναμη μεταφέρεται από αυτούς που επενδύουν ή παράγουν σε αυτούς που δανείζονται για να καταναλώνουν.
Κοντά στο τέλος μιας μεγάλης πιστωτικής επέκτασης πολύ ελάχιστοι πιστωτές αναμένουν προβλήματα μη αποπληρωμής δανείων, με αποτέλεσα να δανείζουν χρήματα και σε άτομα με περιορισμένες δυνατότητες αποπληρωμής. Ελάχιστοι δανειζόμενοι περιμένουν ότι η τύχη τους θα αλλάξει, για αυτό το λόγο δανείζονται απλόχερα για να απολαύσουν τα αγαθά της ζωής! Ο αποπληθωρισμός συνεπάγεται ένα αξιόλογο ποσοστό κατασχέσεων για αποπληρωμή των καθυστερούμενων δανείων.
Η πιστωτική επέκταση είναι προϋπόθεση της ύπαρξης γενικής επιθυμίας για χορήγηση και λήψη δανείων και της γενικής ικανότητας των δανειζόμενων να πληρώνουν τόκους. Η επιθυμία αυτή εξαρτάται από α) από την εμπιστοσύνη των ανθρώπων π.χ. εάν οι πιστωτές και οι δανειζόμενοι είναι πεπεισμένοι ότι οι χρεώστες θα έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν τα δάνεια και β) από την τάση της παραγωγής η οποία ουσιαστικά δίνει τη δυνατότητα στους χρεώστες να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Έτσι όσο αυξάνεται η εμπιστοσύνη και η παραγωγή, η προσφορά πιστώσεων τείνει να αυξάνεται. Η επέκταση των πιστώσεων τελειώνει όταν η γενική επιθυμία δανεισμού ή γενική ικανότητα αποπληρωμής δεν μπορούν πλέον να διατηρηθούν. Καθώς η εμπιστοσύνη και η παραγωγή μειώνονται, η προσφορά πιστώσεων στενεύει.
Η ψυχολογική πλευρά της ύφεσης και του αποπληθωρισμού πρέπει να ληφθεί υπόψη. Όταν η τάση της κοινωνικής διάθεσης αλλάζει από αισιόδοξη σε απαισιόδοξη, τότε οι πιστωτές, οι χρεώστες, οι παραγωγοί και οι καταναλωτές αλλάζουν τον αρχικό προσανατολισμό τους από επεκτατισμό σε συντηρητισμό.
Οι πιστωτές γίνονται συντηρητικοί και μειώνουν τα δάνεια. Οι χρεώστες (δανειζόμενοι) γίνονται περισσότερο συντηρητικοί και μειώνουν τα δάνεια τους ή δεν δανείζονται καθόλου. Οι παραγωγοί γίνονται συντηρητικοί και μειώνουν τα επενδυτικά τους σχέδια. Οι καταναλωτές γίνονται συντηρητικοί και μειώνουν τις δαπάνες και αποταμιεύουν περισσότερο. Αυτές οι συμπεριφορές μειώνουν την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (αρχίζει να σπανίζει το χρήμα στην αγορά) και πιέζουν τις τιμές χαμηλότερα.
Η ικανότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος να διατηρήσει τα αυξανόμενα επίπεδα δανεισμού σε μια οικονομία σε ύφεση είναι σχεδόν ελάχιστη. Μια κατάσταση υψηλού χρέους γίνεται δυσβάσταχτη όταν ο ρυθμός ανάπτυξης μειώνεται κάτω από την τιμή του επιτοκίου των χρημάτων που οφείλονται και οι πιστωτές αρνούνται να αποδεχθούν την πληρωμή των τόκων με περισσότερη πίστωση.
Όταν τα βάρη γίνονται πολύ μεγάλα και η οικονομία πλέον δεν μπορεί να τα υποστηρίξει, τότε η αναστροφή της τάσης, η μείωση του δανεισμού, η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης και η μείωση της παραγωγής, έχουν σαν αποτέλεσμα οι χρεώστες να κερδίζουν λιγότερα χρήματα τα οποία δεν επαρκούν για να ξεπληρώσουν τα δάνεια τους και έτσι αρχίζουν οι χρεοκοπίες. Οι χρεοκοπίες που εκδηλώνονται και ο φόβος για χρεοκοπίες επιβαρύνουν την αρνητική ψυχολογία και οι πιστωτές μειώνουν περαιτέρω τη χορήγηση δανείων και παράλληλα ζητούν την αποπληρωμή ή τη μείωση των υπαρχόντων δανείων. Έτσι ξεκινάει μια αυτοτροφοδοτούμενη απαισιοδοξία όπως ακριβώς η προηγούμενη ανάπτυξη οδηγούσε στην υπεραισιοδοξία.
Τα δάνεια είτε αποπληρώνονται, είτε αναχρηματοδοτούνται με άλλα δάνεια, είτε δεν μπορούν να πληρωθούν και χάνονται. Στην πρώτη περίπτωση η αξία των δανείων δεν χάνεται, στη δεύτερη περίπτωση χάνεται μερική αξία και στην τρίτη περίπτωση χάνεται όλη η αξία.
Απελπισμένα οι δανειζόμενοι προσπαθούν να αντλήσουν μετρητά για να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, πουλώντας οτιδήποτε από τις επενδύσεις τους, το οποίο μπορεί να ρευστοποιηθεί (μετοχές, ομόλογα, συμβόλαιο εμπορευμάτων, ακίνητα κλπ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές (των μετοχών, ομολόγων, ακινήτων κλπ.), λόγω της υπερπροσφοράς, να μειώνονται συνεχώς, με περαιτέρω συνέπεια η αξία των υποθηκών να μην εξασφαλίζει την αποπληρωμή των δανείων. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέχρι τα δάνεια να μειωθούν σε τέτοιο επίπεδο, όπου οι πιστωτές αποδέχονται ότι τα δάνεια τα οποία βρίσκονται στον αέρα, μπορούν να καλυφθούν από τις υπάρχουσες υποθήκες.
3. Αποπληθωρισμός και ύφεση
Εν μέρει ο αποπληθωρισμός χαρακτηρίζεται από επίμονη, παρατεταμένη και βαθειά μείωση της επιθυμίας και της ικανότητας των ανθρώπων να δανειστούν και να δανείσουν.
Εν μέρει η ύφεση χαρακτηρίζεται από επίμονη, παρατεταμένη και βαθειά μείωση της παραγωγής. Από τη στιγμή που η μείωση της παραγωγής μειώνει την ικανότητα των δανειζόμενων να αποπληρώσουν τα δάνεια τους η ύφεση τροφοδοτεί τον αποπληθωρισμό. Από τη στιγμή που η μείωση των πιστώσεων μειώνει τις νέες επενδύσεις, ο αποπληθωρισμός τροφοδοτεί την ύφεση. Επειδή η πίστωση και η παραγωγή τροφοδοτούν τις αξίες των επενδύσεων, οι τιμές αυτές μειώνονται σε ένα περιβάλλον αποπληθωριστικής ύφεσης. Καθώς οι αξίες των επενδύσεων μειώνονται, οι άνθρωποι χάνουν πλούτο, ο οποίος μειώνει την ικανότητα να δανείσουν, να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους και να υποστηρίξουν την παραγωγή.
Οι δύο σπουδαιότερες αποπληθωριστικές υφέσεις συνέβησαν από το 1835 μέχρι 1842 και από το 1929 μέχρι το 1932. Και στις δύο περιπτώσεις προηγήθηκε μια διαρκή πιστωτική επέκταση. Σήμερα η πιστωτική επέκταση είναι η μεγαλύτερη που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι μπορεί η αξία των επενδύσεων τους να εξανεμιστεί (κυρίως των χρηματιστηριακών επενδύσεων). Η πλειοψηφία νομίζει ότι τα χρήματα πρέπει να πάνε κάπου και έτσι μετακινούνται από τις μετοχές στα ομόλογα από εκεί στα ακίνητα και ούτω καθεξής, αλλά ποτέ δεν χάνονται διότι για κάθε ένα πωλητή υπάρχει ένας αγοραστής, οπότε τα χρήματα απλά αλλάζουν χέρια. Αυτό είναι αλήθεια για το χρήμα, αλλά δεν είναι όμως αλήθεια για τις αξίες των επενδύσεων οι οποίες αλλάζουν συνεχώς.
Οι αξίες των επενδύσεων (π.χ. η τιμή μιας μετοχής) δεν αυξάνονται επειδή για κάθε πωλητή υπάρχει ένας αγοραστής αλλά επειδή οι συναλλασσόμενοι συμφωνούν ότι οι τιμές θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο. Οπότε κανένας δεν χρειάζεται να κάνει κάτι για να ανέβουν οι τιμές. Αντίστροφα οι τιμές των επενδύσεων μειώνονται επειδή ένας πωλητής και ένας αγοραστής συμφωνούν ότι η παρούσα τιμή των επενδύσεων (π.χ. μιας μετοχής) είναι πολύ υψηλή. Εάν δεν υπάρχει προσφορά για αγορά σε υψηλότερη τιμή από αυτήν που προσφέρει ο παραπάνω αγοραστής, η τιμή-η αξία της επένδυσης μειώνεται για τον παραπάνω κάτοχο αλλά και για κάθε άλλο που κατέχει την ίδια επένδυση. Ακόμα και αν εκατομμύρια άλλοι επενδυτές κατέχουν την ίδια μετοχή, η αξία τους μειώνεται παρόλο που δεν κάνουν τίποτα.
Δύο επενδυτές, προξένησαν την πτώση της τιμής με την αγοραπωλησία που πραγματοποίησαν και οι υπόλοιποι επενδυτές προξένησαν την πτώση επιλέγοντας να μη διαφωνήσουν με την τιμή της συγκεκριμένης αγοραπωλησίας.
Η εκμηδένιση των αξιών των επενδύσεων σε μετοχές και εμπορεύματα εμφανίζεται πολύ συχνά. Όποτε η τιμή μιας μετοχής μειώνεται ή αυξάνεται σε ένα «άνοιγμα», απλά καταγράφεται μια νέα τιμή στην πρώτη συναλλαγή η οποία συμφωνείται από δύο ανθρώπους (τον αγοραστή και τον πωλητή). Δεν απαιτείται η ενέργεια οποιουδήποτε άλλου επενδυτή για να συμβεί αυτό, απλά συνέβη επειδή οι υπόλοιποι επενδυτές δεν ενέργησαν από την άλλη πλευρά. (π.χ. η τιμή μιας μετοχής μειώνεται επειδή ο αγοραστής προσφέρει χαμηλότερη τιμή και δεν υπάρχει κάποιος τρίτος να προσφέρει μεγαλύτερη τιμή αγοράς). Σε περιόδους πανικού υπάρχουν επίπεδα τιμών στα οποία δεν γίνονται συναλλαγές, καθώς οι τιμές μειώνονται με μεγάλα χάσματα από την μια συναλλαγή στην άλλη.
Παρόμοια δυναμική αναπτύσσεται και στην πίστωση. Ο πιστωτής έστω ότι δανείζει 100.000 ευρώ. Ο δανειολήπτης λαμβάνει το ποσό. Ο πιστωτής αισθάνεται ότι ακόμα κατέχει τα 100.000 ευρώ. Εάν ερωτηθεί ο πιστωτής τι περιουσία έχει, στην απάντηση του θα συμπεριλάβει και τα 100.000 ευρώ που έχει δανείσει. Λόγω αυτής της πεποίθησης στο μυαλό του δανειστή και του δανειολήπτη υπάρχουν 200.000 ευρώ ενώ πριν υπήρχαν μόνο 100.000. Εάν ο δανειστής ζητήσει πίσω τα χρήματα του και τα λάβει, ξαναγίνεται κάτοχος των 100.000. Εάν ο δανειολήπτης δεν μπορεί να πληρώσει το δάνειο, η αξία του μηδενίζεται. Εάν ο αρχικός πιστωτής είχε πουλήσει το δάνειο του σε κάποια επενδυτική εταιρία, τότε αυτή η εταιρία θα κατέγραφε τη ζημιά από την μη αποπληρωμή του δανείου.
Όταν ο όγκος των πιστώσεων είναι μεγάλος, οι επενδυτές μπορεί να βλέπουν μεγάλα ποσά χρημάτων και αξιών που στην πραγματικότητα είναι μόνο στα χαρτιά καθώς αντιστοιχούν σε συμβόλαια αποπληρωμής των οποίων η τύχη εξαρτάται από την κοινή συναίνεση όσον αφορά την αξία τους και τη δυνατότητα αποπληρωμής.
Η δυναμική της αύξησης και μείωσης της αξίας των επενδύσεων μπορεί να εξηγήσει γιατί σε μια πτωτική χρηματιστηριακή αγορά μπορεί να πτωχεύσουν εκατομμύρια άνθρωποι. Στην κορυφή της επέκτασης της πίστης ή της χρηματιστηριακής αγοράς, οι αξία των επενδύσεων έχει αυξηθεί πάρα πολύ. Και η πλευρά των πωλητών και η πλευρά αυτών που συνεχίζουν να κρατούν μετοχές αισθάνονται τον πλούτο. Οι επενδυτές που κρατούν τις μετοχές, αποτελούν τη μεγαλύτερη πλειοψηφία και απολαμβάνουν περισσότερο πλούτο, επειδή η συνολική προσφορά χρήματος είναι σχετικά σταθερή και η τιμή των μετοχών συνεχίζει να εκτοξεύεται στα ύψη. Όταν η τάση της αγοράς αντιστραφεί σε πτωτική, η δυναμική λειτουργεί αντίστροφα. Μόνο πολύ λίγοι κάτοχοι μετοχών πωλούν τις μετοχές τους στο 90% της κορυφής των τιμών. Μερικοί άλλοι πωλούν στο 80% της κορυφής, άλλοι στο 50%, άλλοι στο 30% κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση οι πωλητές μεταφέρουν την υπόλοιπη μελλοντική ζημία σε κάποιον άλλο.
Στην πτωτική αγορά η μεγάλη πλειοψηφία των επενδυτών δεν κάνει καμία ενέργεια και βρίσκεται παγιδευμένη σε μετοχές χαμηλής αξίας ή ακόμα και μηδενικής αξίας. Η αξία που νόμιζε ότι είχε ένας επενδυτής στο χαρτοφυλάκιο του μειώνεται τρομακτικά ή εξανεμίζεται. Η ιδέα ότι οι μετοχές του είχαν μια σημαντική αξία ήταν στο μυαλό του και στο μυαλό των άλλων επενδυτών που συμφωνούσαν. Όταν πλέον αυτή συμφωνία άλλαξε, άλλαξαν και οι αξίες. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στις περισσότερες επενδύσεις (ακίνητα, μετοχές, εμπορεύματα, ομόλογα κλπ.) στην περίοδο του αποπληθωρισμού.
Πηγή 6ο Τεύχος Ην-Ων