του Δρ. Αντώνη Μαραγκουδάκη
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών είναι διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερανδρογοναιμία, ωοθηκική δυσλειτουργία και ωοθήκες πολυκυστικής μορφολογίας.
Η αιτιολογία του παραμένει άγνωστη και η θεραπεία του είναι κυρίως συμπτωματική και εμπειρική.
Το σύνδρομο έχει το δυναμικό να προκαλεί σημαντικές μεταβολικές διαταραχές αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο ζαχαρώδη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου. Τα διαγνωστικά κριτήρια του Συνδρόμου έχουν αλλάξει κατά καιρούς όμως όλα συμφωνούν δευτερεύουσες αιτίες (όπως συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων υπερπρολακτιναιμία και νεοπλάσματα που παράγουν ανδρογόνα) πρέπει αρχικά να αποκλεισθούν.
Όλα τα διαγνωστικά κριτήρια επίσης απαιτούν την παρουσία περισσοτέρων του ενός κριτηρίων για την διάγνωση του Συνδρόμου.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη παρατηρείται σε πολλές γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικής ωοθήκης ιδιαίτερα σε εκείνες με υπερανδρογοναιμία, ωστόσο δε θεωρείται ως ένα εκ των διαγνωστικών κριτηρίων.
Η επίπτωση του Συνδρόμου ποικίλη με το ποιά διαγνωστικά κριτήρια χρησιμοποιούνται.
Η συμβολή του γενετικού υπόβαθρου παραμένει αβέβαιη και ως εκ τούτου δεν υπάρχει κάποια γενετική δοκιμασία που να χρησιμοποιείται ως εργαλείο πληθυσμιακού ελέγχου. Δεν υπάρχει κάποιος περιβαλλοντολογικός παράγοντας ή ουσία που να ενοχοποιείται για την εκδήλωση του Συνδρόμου. Η αντίσταση στην ινσουλίνη έχει κεντρικό ρόλο στην αιτιολογία του.
Η παχυσαρκία δεν αποτελεί διαγνωστικό κριτήριο αλλά ενισχύει τα παθολογικά φαινόμενα του Συνδρόμου, δεδομένου ότι το 20% των γυναικών με πολυκυστικές ωοθήκες δεν είναι παχύσαρκες αλλά το 80% είναι.
Η αντισταθμιστική υπερινσουλιναιμία οδηγεί στην μείωση των επιπέδων της SHBG και κατά συνέπεια της αύξησης της βιοδιαθεσιμότητας των ελεύθερων ανδρογόνων.
Επίσης έχει άμεση υποθαλαμική δράση προκαλώντας έτσι διαταραχή της όρεξης και έκκριση γοναδοτροπινών.
Η υπερανδρογοναιμία εξάλλου παρά το γεγονός ότι αποτελεί κεντρικό σημείο του Συνδρόμου μπορεί να έχει πολλές αιτιολογίες που μερικές δεν σχετίζονται με αντίσταση στην ινσουλίνη.
Οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες συνήθως παρουσιάζουν διαταραχές εμμηνορρυσίας (από αμηνόρροια έως μηνορραγία) και υπογονιμότητα. Για τον λόγο αυτό η προσοχή εστιάζεται στις θεραπείες πρόκλησης ωοθυλακιορρηξίας δεδομένου ότι αυξάνουν τον κίνδυνο για Σύνδρομο υπερδιέργεσης ωοθηκών και πολύδυμη κύηση.
Επιπρόσθετα οι γυναίκες με Σύνδρομο πολυκυστικής ωοθήκης έχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών της κύησης όπως ο ζαχαρώδης διαβήτης και η υπερτασική νόσος.
Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται με την ιατρογενή πολύδυμη κύηση.
Διαταραχές του δέρματος εξαιτίας των αυξημένων περιφερικών ανδρογόνων όπως η υπερτρίχωση και η ακμή και σε μικρότερο ποσοστό η αλωπεκία είναι συνηθισμένα ευρήματα.
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αντίστασης στην ινσουλίνη που οδηγεί σε μεταβολικό σύνδρομο που έχουμε μη αλκοολική λιπώδης διήθηση του ύπατος και διαταραχές σχετιζόμενες με την παχυσαρκία όπως υπνική άπνοια.
Αυτά μακροχρόνια οδηγούν σε ζαχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακά νοσήματα.
Πρόσφατα έχουν αποδοθεί σε γυναίκες με Σύνδρομο πολυκυστικής ωοθήκης διαταραχές από την ψυχική σφαίρα. Όπως διαταραχές διάθεσης και κατάθλιψη.
Αναφέρεται ότι οι γυναίκες αυτές επίσης έχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του ενδομητρίου, ο οποίος βέβαια δημιουργείται μέσω των ανεξάρτητων παραγόντων κινδύνου που συνοδεύουν το Σύνδρομο (παχυσαρκία, διαβήτης, υπέρταση, χρόνιοι ανωοθυλακιορρηκτική κύκλοι).
Η διαφορική διάγνωση του Συνδρόμου της πολυκυστικής ωοθήκης περιλαμβάνει άλλες αιτίες υπερέκρισης ανδρογόνων: ανδρογονοπαραγωγοί όγκοι, εξωγενής πρόληψη ανδρογόνων, Σύνδρομο Cushing (αύξηση βάρους και ανδρογενετική εικόνα), μεγαλακρία (αύξηση των άκρων), γενετικό έλλειμμα δράσης ινσουλίνης, πρωτοπαθής υποθαλαμική αμηνόρροια, θυρεοειδική νόσος, διαταραχές προλακτίνης.
Η διαφορική διάγνωση βασίζεται πάνω στο ιστορικό της ασθενούς (ατομικό αναμνηστικό και οικογενειακό ιστορικό) στην κλινική εξέταση και στα εργαστηριακά-απεικονιστικά ευρήματα.