Του Δρ. Αντώνη Μαραγκουδάκη
Οι κύστεις των ωοθηκών αντιμετωπίζονται πολύ καλά με λαπαροσκοπική χειρουργική και μάλιστα επιβάλλεται να χειρουργούνται με τον τρόπο αυτό λόγω της γρήγορης μετεγχειρητικής πορείας της ελάχιστης νοσηρότητας και θνησιμότητας και ελαχιστοποίησης των μετεγχειρητικών συμφύσεων.
Περίπου το 10% των γυναικών έχουν χειρουργηθεί για κυστικό μόρφωμα ωοθήκης κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η συχνότης εμφάνισης της νόσου στο γενικό πληθυσμό είναι 0,17% έως 5,9% σε ασυμπτωματικές γυναίκες και 7,1% σε 12%σε γυναίκες με συμπτωματολογία.
Στη περασμένη δεκαετία επιστημονικά δεδομένα υποστήριξαν τη μέθοδο της λαπαροσκοπικής χειρουργικής στα κυστικά μορφώματα της ωοθήκης και σήμερα η μέθοδος αυτή είναι η ενδεικνυόμενη θεραπεία.
Για τους ογκολόγους βέβαια, υπάρχει το ερώτημα πως ή εάν η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση είναι μια ασφαλής και εφαρμόσιμη μέθοδος χειρουργικής αντιμετώπισης του προβλήματος.
Μια μελέτη με 1.101 ασθενείς με κυστικό μόρφωμα ωοθήκης έδειξε ότι το 80% των γυναικών που ήταν νεώτερες από 55 ετών παρουσίαζαν ορμονικά εξαρτημένες κύστεις, δηλαδή λειτουργικές κύστεις ή ενδομητριώματα.
Ενώ το 8% παρουσιάζουν καλοήθη νεοπλάσματα της ωοθήκης όπως τερατώματα -κυσταδενώματα- και μόνο 4 ασθενείς, ποσοστό 0,4%, παρουσίαζαν κακοήθες νεόπλασμα.
Άλλες μεγάλες μελέτες έχουν αποδείξει μικρή συχνότητα κακοήθειας σε προ εμμηνοπαυσιακές γυναίκες 1,4%. Από όλους τους κακοήθεις όγκους της ωοθήκης περίπου 15% συμβαίνει σε γυναίκες νεώτερες των 50 ετών.
Η κλινική εκτίμηση ενός κυστικού μορφώματος ωοθήκης πρέπει να επικεντρωθεί στη προσπάθεια προσδιορισμού εάν η μάζα αυτή έχει πιθανότητες μεγάλες κακοήθειας ή καλοήθειας και πως μπορεί να εξαιρεθεί λαπαροσκοπικά χωρίς να επηρεασθεί το προσδόκιμο επιβίωσης της ασθενούς.
Δεν υπάρχει ιδιαίτερο και εξειδικευμένο κριτήριο που να απαντά στο ερώτημα. Υπάρχουν όμως παράγοντες οι οποίοι μπορούν να εξετασθούν.
Αυτοί οι παράγοντες είναι η ηλικία της ασθενούς, τα συμπτώματα, το ιατρικό ιστορικό, τα ευρήματα μετά τη γυναικολογική εξέταση, τα απεικονιστικά ευρήματα και τα εργαστηριακά αποτελέσματα. Ειδικότερα:
– Ηλικία: Κακοήθεις εστίες όπως προαναφέρθηκε είναι συχνότερες σε μετεμμηνοπαυσιακές από ότι σε προεμμηνοπαυσιακές ασθενείς. Έτσι, η ηλικία είναι σημαντικός παράγων για τη μελέτη ενός κυστικού μορφώματος ωοθήκης.
– Συμπτώματα: Ο καρκίνος των ωοθηκών αναφέρεται ως «σιωπηλός δολοφόνος» επειδή οι ασθενείς με τη νόσο αυτή συνηθίζουν να επισκέπτονται το γιατρό σε προχωρημένο στάδιο λόγω της απουσίας συμπτωμάτων. Εν τούτοις, σύγχρονες μελέτες έχουν μειώσει την αξία αυτής της άποψης αφού παρουσιάζουν ασθενείς συνήθως συμπτωματικούς στον καρκίνο της ωοθήκης προτού εμφανιστούν στο γιατρό και διαγνωσθεί η νόσος.
Συμπτώματα και ευρήματα κατά της κλινικής εξέτασης τα οποία υπονοούν κακοήθεια είναι:
– Συμπτώματα: πόνος (πυελικός-κοιλιακός-πλάτης), οίδημα, αύξηση μεγέθους κοιλίας, συμπτώματα επιμένοντα μη υποχωρούντα.
– Κλινική εξέταση: μεγάλη εξαρτημένη μάζα, ακίνητη μάζα, ψηλαφώμενη κοιλιακή μάζα, ασκίτης.
– Ιστορικό: Κατά τη λήψη του ιστορικού οι παράγοντες που θα θέσουν την υποψία κακοήθειας είναι το οικογενειακό ιστορικό κακοήθειας ωοθηκών – ιστορικό καρκίνου του μαστού ύπαρξη ογκογονιδίων BRCA1, BRCA2 – γυναίκες άτοκες.
Αντίθετα παράγοντες που απομακρύνουν τη πιθανότητα κακοήθειας είναι η χρησιμοποίηση αντισυλληπτικών δισκίων – πολυτοκία – σαλπιγγεκτομή – θηλασμός.
– Εργαστηριακή Μελέτη: Το καρκινικό αντιγόνο CA 125 έχει μελετηθεί διεξοδικά και έχει αποδειχθεί ότι αυτό είναι υψηλό στο 90% των ασθενών με προχωρημένο στάδιο καρκίνου ωοθηκών.
Εν τούτοις, τα επίπεδα στο ορό είναι ανεβασμένα μόνο στο 50% των ασθενών με stage I καρκίνου ωοθηκών. Ένα επιπλέον πρόβλημα με τη χρήση του CA 125 είναι ότι αυτό αυξάνεται σε νοσήματα μη κακοήθη όπως καλοήθεις παθήσεις του ήπατος – παγκρεατίτις – ινομυώματα μήτρας – ενδοπυελική φλεγμονή και κατά την ενδομητρίωση. Επειδή τα προαναφερόμενα νοσήματα δεν είναι τόσο συχνά στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες η χρησιμότης του CA 125 είναι σημαντική μετά την εμμηνόπαυση παρά προ αυτής. Μια μελέτη δείχνει ότι μια προχειρουργική τιμή του CA 125 > 65U/ml σηματοδοτεί καρκίνο ωοθηκών στο 49% των προεμμηνοπαυσιακών γυναικών και στο 98% των μετεμμηνοπαυσιακών.
Σε συνδυασμό με υπερηχογράφημα μια τιμή CA 125 μεγαλύτερη από 65U/ml αυξάνει την ακρίβεια της διαφορικής διάγνωσης καλοήθειας από κακοήθεια από 83% σε 94%.
– Απεικονιστική Μελέτη: Το U/S είναι σήμερα μια απαραίτητη εξέταση για την αντιμετώπιση μιας εξαρτηματικής μάζας.