Των Γιάννη Στουρνάρα
και Σπύρου Τραυλού
Α. Γενικές Διαπιστώσεις
Η οικονομική πρόοδος είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Σύμφωνα με την πλέον σύγχρονη άποψη, η δημιουργία του πλούτου των εθνών εξαρτάται από την ομαλή και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών, την επίδοση του «τριγώνου της γνώσης» (Παιδεία-Έρευνα-Καινοτομία), την ομαλή λειτουργία των θεσμών και την ποιότητα της δημοκρατίας.
Η επίδοση του τριγώνου της γνώσης καθορίζει, σε σημαντικό βαθμό, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική επίδοση των οικονομικών συστημάτων μακροχρονίως. Διότι η ανταγωνιστικότητα στις αναπτυγμένες οικονομίες εξαρτάται μεν από τα σχετικά κόστη και τις σχετικές τιμές, εξαρτάται όμως και από το τεχνολογικό περιεχόμενο, τη διαφοροποίηση και την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών.
Στη χώρα μας η επίδοση του ‘τριγώνου της γνώσης’ είναι πολύ φτωχή. Η σειρά κατάταξης των επιδόσεων της μέσης εκπαίδευσης στο αξιολογικό πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ είναι τρίτη από το τέλος. Η επίδοση της ανώτατης εκπαίδευσης είναι επίσης σχετικά φτωχή (το καλύτερο στις κατατάξεις ελληνικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το ΕΚΠΑ -Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών- κατατάσσεται κάτω από τη θέση 175 στην παγκόσμια κατάταξη) αν και δεν υπολείπεται της κατάταξης άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Πορτογαλία. Τέλος, οι επιδόσεις μας σε καινοτομική δραστηριότητα είναι επίσης φτωχές σύμφωνα με όλους τους διαθέσιμους δείκτες του ΟΟΣΑ.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο βαθμός κάλυψης των εισαγωγών προϊόντων μέσης και υψηλής τεχνολογίας από τις αντίστοιχες εξαγωγές στην Ελλάδα είναι ο χαμηλότερος στην ΕΕ-27, ούτε και η χαμηλή επίδοση της χώρας μας στη λεγόμενη «διαρθρωτική» ανταγωνιστικότητα. Η ελληνική οικονομία πάσχει, μεταξύ άλλων, τόσο στο γενικό επίπεδο της Παιδείας αλλά και στο ότι δεν επενδύει στην έρευνα και ανάπτυξη και δεν καινοτομεί. Επομένως, μια από τις μεγαλύτερες αναπτυξιακές αλλά και κοινωνικές προκλήσεις στην Ελλάδα σήμερα είναι η βελτίωση του τριγώνου της γνώσης. Το νέο αναπτυξιακό και κοινωνικό πρότυπο της Ελλάδας πρέπει να στηριχτεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομία της γνώσης.
Η καινοτομία είναι βεβαίως τόσο επιστημονική όσο και επιχειρηματική δραστηριότητα. Αλλά και το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα κατατάσσεται πολύ χαμηλά σε όλους τους διεθνείς δείκτες. Τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα είναι και εμπόδια στην καινοτομία. Το ίδιο συμβαίνει και με την ένταση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Ο ΟΟΣΑ κατατάσσει την ελληνική οικονομία πολύ χαμηλά στην ένταση του ανταγωνισμού. Όμως κλάδοι που προστατεύονται δεν καινοτομούν.
Β. Παιδεία
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το πρόβλημα του τριγώνου της γνώσης ξεκινά από τα φτωχά αποτελέσματα της Παιδείας στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην έλλειψη κριτικής ικανότητας των μαθητών, στην έλλειψη διαδικασιών αξιολόγησης σχολείων και καθηγητών, στην έλλειψη, άμιλλας και αριστείας. Λιγότερα μαθήματα αλλά σε μεγαλύτερο βάθος, ριζική αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός των προγραμμάτων σπουδών αλλά και επαναφορά του θεσμού του δημόσιου πρότυπου σχολείου, ειδικά σε υποβαθμισμένες περιοχές, είναι τρεις κατευθύνσεις εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα.
Το καλύτερο σύστημα μέσης (και λυκειακής) εκπαίδευσης στον κόσμο είναι το Φινλανδικό, το οποίο είναι κατά βάση δημόσιο, αλλά συνδυάζει αξιολόγηση, άμιλλα, αριστεία, επιλογή σχολείου και συνεχή εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Στη χώρα μας λειτουργούν ιδιωτικά σχολεία τα οποία προσφέρουν εδώ και χρόνια το διεθνές απολυτήριο (ΙΒ), το οποίο θεωρείται από τα πλέον πιστοποιημένα, έγκυρα και αποτελεσματικά απολυτήρια παγκοσμίως, και προσφέρουν σε πολλούς έλληνες μαθητές την ευκαιρία να εισαχθούν στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου για προπτυχιακές σπουδές. Το ΙΒ έχει πολλά κοινά στοιχεία με το Φινλανδικό σύστημα μέσης και λυκειακής εκπαίδευσης. Η υιοθέτηση ενός απολυτηρίου τύπου ΙΒ από το ελληνικό δημόσιο λύκειο και η εισαγωγή μαθητών στην ανώτατη εκπαίδευση με μία αντίστοιχη διαδικασία είναι εφικτή και δοκιμασμένη διεθνώς.
Στην ανώτατη εκπαίδευση, τα Πανεπιστήμια χρειάζονται κυρίως αυτοτέλεια, διαδικασίες αξιολόγησης και ευελιξία. Ο έλεγχος του Κράτους παραμένει ακόμα ασφυκτικός. Το τετράπτυχο «Αυτοτέλεια, Αριστεία, Ποιότητα, Ευελιξία» πρέπει να χαρακτηρίζει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Σήμερα στην Ελλάδα «απλώσαμε» πολλούς πόρους σε πάρα πολλά περιφερειακά Πανεπιστήμια, Σχολές και Τμήματα. Χρειάζονται συγχωνεύσεις για να δημιουργηθούν «κρίσιμες μάζες».
Γ. Έρευνα – Καινοτομία
α. Βασικά προβλήματα
Περνώντας στο χώρο της έρευνας και της καινοτομίας, πρέπει να τονιστεί κατ’ αρχήν ότι οι επενδύσεις στην καινοτομία, στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στις υποδομές, σε συνδυασμό με ένα αποτελεσματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι γνωστό ότι στηρίζουν την ευημερία μιας οικονομίας. Η Ελλάδα όμως επενδύει μονομερώς τη τελευταία 25ετία στις βασικές υποδομές (συγκοινωνιακοί άξονες, λιμάνια, αεροδρόμια, ύδρευση, αποχέτευση, κτηριακές εγκαταστάσεις) οι οποίες στηρίζουν την ανάπτυξη των ήδη εδραιωμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, ορισμένες εκ των οποίων έχουν εισέλθει σε φθίνουσα πορεία λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού και της αδυναμίας προσαρμογής τους. Βεβαίως, οι οικονομικές επιπτώσεις από την στρατηγική αυτή είναι θετικές τόσο βραχυπρόθεσμα -ειδικά στις τρέχουσες συνθήκες ύφεσης- λόγω του υψηλού πολλαπλασιαστή των κατασκευών, όσο και μεσοπρόθεσμα, λόγω των βελτιώσεων στην συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας. Όμως, η αποδοτικότητα αυτών των επενδύσεων μακροπρόθεσμα βαίνει μειούμενη, καθώς οι κλάδοι που στηρίζουν δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστούν επαρκώς στις διεθνείς αγορές με δεδομένο ότι η εισαγωγή καινοτομιών κινείται σε χαμηλούς ρυθμούς στο σύνολο της οικονομίας σε σχέση με τους κύριους ανταγωνιστές της.
Η επένδυση στην καινοτομία έχει παραμεληθεί στην Ελλάδα. Τα βασικά προβλήματα εντοπίζονται στην έλλειψη συνεκτικότητας του εθνικού συστήματος καινοτομίας με την απουσία ολοκληρωμένων διασυνδέσεων μεταξύ ερευνητικών δομών και παραγωγικής διαδικασίας αφενός, και τη χαμηλή ζήτηση από τις επιχειρήσεις για ενδιάμεσα προϊόντα έρευνας αφετέρου.
Από τη δεκαετία του ’80 οι ενισχύσεις για την ανάπτυξη στην καινοτομία στο πλαίσιο των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων δεν αξιοποιήθηκαν. Πραγματοποιήθηκαν μεν επενδύσεις σε κτηριακές υποδομές, όμως τα προβλεπόμενα κέντρα καινοτομίας ουδέποτε λειτούργησαν. Δεν υπήρχαν οι κατάλληλες δομές σε τοπικό επίπεδο για να τα υποστηρίξουν ενώ οι διασυνδέσεις με τις παραγωγικές δυνάμεις ήταν ανύπαρκτες. Γενικότερα το περιβάλλον για την ανάπτυξη καινοτομιών στη χώρα μας δεν ήταν, και δεν είναι, ευνοϊκό.
Η αντίληψη που επικρατεί σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα στην Ελλάδα για το ρόλο των επιστημών της τεχνολογίας και της καινοτομίας είναι γενικά θετική και δεν απέχει από το μέσο όρο της ΕΕ. Όμως υπάρχει μεγαλύτερος σκεπτικισμός για τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις των επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων καθώς και για το αν η ανάπτυξη νέων προϊόντων από τη βιομηχανία θα έχει θετική επίδραση στην κοινωνία. Εμφανώς συντηρητικότερη εικόνα εμφανίζεται σε έρευνα για την αναπτυξιακή παρέμβαση του κράτους.
Παράλληλα, η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο είναι και αυτή περιορισμένη σε σχέση με τις απαιτήσεις του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και υπολείπεται κατά πολύ από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ.
β. Η καινοτομική διαδικασία
Η ανάπτυξη των καινοτομιών δεν είναι μια απλή γραμμική διαδικασία όπου η γνώση (βασική έρευνα) ως πρώτη ύλη μετατρέπεται σε ενδιάμεσα αγαθά (E&A) τα οποία χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία τελικών προϊόντων (αποτελέσματα) που είναι εμπορεύσιμα.
Ο ισχυρός ανταγωνισμός λειτουργεί, σε γενικές γραμμές, ως κίνητρο για την δημιουργία καινοτομιών με στόχο την επικράτηση και την επιβίωση των επιχειρήσεων. Όμως, μελέτες έχουν δείξει ότι ο υπερβολικός ανταγωνισμός λειτουργεί ως αντικίνητρο αποθαρρύνοντας την καινοτομία γιατί οι επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να φθάσουν σε υψηλή κερδοφορία και να αποσβέσουν την αρχική τους επένδυση .
Οι καινοτομίες φέρνουν νέες καινοτομίες, ενώ οι κανόνες, οι θεσμοί, ο τρόπος οργάνωσης του οικονομικού συστήματος επηρεάζουν σημαντικά την αναπτυξιακή διαδικασία. Το κοινωνικό κεφάλαιο (δικτυώσεις / συνεργασίες) και ο βαθμός εμπιστοσύνης, διαμορφώνουν ένα αποτελεσματικό πλαίσιο ανάπτυξης και διευκολύνουν τη δημιουργία καινοτομιών. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί η αλληλεπίδραση κοινωνικού κεφαλαίου και τεχνολογικής εξέλιξης: Η εξέλιξη της τεχνολογίας διευκολύνει την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου. Οι δικτυώσεις διευρύνονται ενώ τα νέα εργαλεία πληροφορικής και επικοινωνιών ενισχύουν τη δυνατότητα διοίκησης και διαχείρισης του οικονομικού συστήματος.
γ. Η κατάσταση της καινοτομίας στην Ελλάδα
Η Ελλάδα εντάσσεται σε μια ομάδα χωρών που θεωρητικά συγκλίνουν με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την καινοτομία, αλλά με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Όμως, στην πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα αποκλίνει. Ακόμα και στην περίπτωση που επανέλθει στην προγενέστερη πορεία, εκτιμάται ότι η χώρα μας θα συγκλίνει σε πάνω από 55 έτη.
Το υφιστάμενο παραγωγικό σύστημα της χώρας βρίσκεται έτσι σήμερα σε διαρθρωτική κόπωση, με την κρίση να αναδεικνύει τις συστημικές αδυναμίες του. Πολλές μικρές και λίγες μεγάλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις με διεθνή παρουσία, ρηχή επιχειρηματικότητα, περιορισμένη εμπορικοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας, κ.α δυσκολεύουν την ευρεία διεθνοποίηση, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζεται η διείσδυση της καινοτομίας και της τεχνολογίας στην παραγωγή. Ταυτόχρονα έχουν παγιωθεί εμπόδια εισόδου σε πολλές αγορές προϊόντος και συντελεστών παραγωγής και στρεβλώσεις που δεν επιτρέπουν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά επιχειρήσεις και δημόσιος τομέας. Αποτέλεσμα είναι η απώλεια θέσεων ανταγωνιστικότητας στα διεθνή υποδείγματα συγκριτικής αξιολόγησης, ο σχετικά μικρός αριθμός επώνυμων ελληνικών προϊόντων στη διεθνή αγορά, οι φτωχές εξαγωγές επικεντρωμένες σε χαμηλής προστιθέμενης αξίας αγαθά και η διαρκής επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου Οι ανισότητες σε επίπεδο περιφέρειας είναι ακόμα πιο έντονες. Μόνο η Περιφέρεια Αττικής βρίσκεται σε στάδιο ενίσχυσης της καινοτομίας, στην κατεύθυνση σύζευξης της γνώσης με την επιχειρηματικότητα. Οι υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας είναι σε μια εξαιρετικά πρώιμη διαδικασία εισόδου στην οικονομία της γνώσης.
δ. Βασικές αιτίες καθυστέρησης
Διερευνώντας τη σχέση καινοτομικότητας με το επίπεδο (ένταση) ανταγωνισμού και την κατάσταση του κοινωνικού κεφαλαίου για 24 χώρες μέλη της ΕΕ, το αποτέλεσμα της στατιστικής έρευνας συνοψίζεται στην ακόλουθη εξίσωση:
Κ= -0,044073719 + 0,058799332 Α + 0,381667002 ΚΚ
(2,742910944) (2,491971296)
R2 = 0,726566807
R2 = 0,70052555
F= 27,90060481
Η στατιστική διερεύνηση ενισχύει την υπόθεση ότι τόσο το επίπεδο ανταγωνισμού όσο και η κατάσταση του κοινωνικού κεφαλαίου έχουν θετική επίπτωση στο επίπεδο καινοτομίας.
Μια κοινωνία που ανθίσταται στην ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, στη διασύνδεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με την αγορά εργασίας, και της ερευνητικής διαδικασίας με την παραγωγική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της, δεν έχει πολλά περιθώρια ανάπτυξης καινοτομιών.
Ο σχεδιασμός της πολιτικής καινοτομίας εμφανίζει σημαντικές ατέλειες. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν είναι επαρκώς προσαρμοσμένες στην ελληνική πραγματικότητα. Στην ουσία δεν υπάρχει επαρκής στόχευση και κίνητρα για εξειδίκευση.
Η εμπορική αξιοποίηση των καινοτομιών προσκρούει στις συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν στην οικονομία, στα εμπόδια ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας καθώς και στην εδραιωμένη πεποίθηση περί μη ισονομίας και ευνοϊκής μεταχείρισης επιμέρους επιχειρήσεων.
Η απουσία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην οικονομία αποτυπώνεται σε όλους τους διεθνείς δείκτες αξιολόγησης. Το έλλειμμα ανταγωνισμού έχει σοβαρές συνέπειες στις επενδύσεις, στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και στην καινοτομία. Τα πραγματικά εμπόδια εισόδου στην αγορά νέων επιχειρήσεων παραμένουν υψηλά. Η ολιγοπωλιακή δομή ορισμένων αγορών, που προκαλείται ως ένα βαθμό από κρατικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις, οδηγεί σε εναρμονισμένες πρακτικές που αποθαρρύνουν την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών αλλά και την φυσική διαδικασία μεγέθυνσης υφισταμένων καινοτόμων επιχειρήσεων.
Η υπερβάλλουσα επιλεκτική στήριξη επιχειρήσεων σε ορισμένους τομείς και η απουσία παρέμβασης από την Επιτροπή Ανταγωνισμού όταν υπάρχουν υπόνοιες για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης επιδεινώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον. Η κατάσταση αυτή καλύπτεται και από τη θεωρία περί «εθνικών πρωταθλητών» που βρίσκει ακόμα πρόσφορο έδαφος στη χώρα μας. Με αφετηρία την υπόθεση περί διαμόρφωσης διατηρήσιμου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος από τις επιχειρήσεις, προβάλλεται η άποψη για ενίσχυση επιλεγμένων ισχυρών επιχειρηματικών μονάδων έτσι ώστε να αποκτήσουν κρίσιμο μέγεθος και να ανταποκριθούν στις ανταγωνιστικές πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς.
Τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα στο πλαίσιο αυτό είναι (α) ποιος επιλέγει και με ποια κριτήρια τους εθνικούς πρωταθλητές (β) πώς αξιολογούνται οι λύσεις και η τεχνολογία που μας επιβάλλουν όταν δεν υπάρχει ανταγωνισμός (γ) πως θα αναπτυχθούν νέες επιχειρήσεις όταν δεν υπάρχει η προοπτική επικράτησης τους μέσα από τη λειτουργία της αγοράς και (δ) ποιο είναι το κόστος που επωμίζεται ο φορολογούμενος πολίτης από αυτές τις πρακτικές; Η διεθνής εμπειρία διαψεύδει καταρχήν αυτή την υπόθεση περί «εξαιρετικών επιχειρήσεων» . Είναι άλλωστε εμφανής η τάση στον ευρωπαϊκό χώρο για σταδιακή εξαφάνιση των «εθνικών πρωταθλητών». Άλλωστε, η καινοτομία δεν είναι προνόμιο μιας ισχυρής επιχείρησης αλλά ευδοκιμεί σε δυναμικές αγορές που λειτουργούν αποτελεσματικά .
Το σύστημα ρύθμισης που συνόδευσε τις απελευθερώσεις ορισμένων αγορών προϊόντων και υπηρεσιών στη χώρα μας παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και αδυναμίες. Όμως, ακόμα πιο επικίνδυνη είναι η γενικευμένη αντίληψη για το επίπεδο ανταγωνισμού στην Ελλάδα γιατί καθορίζει επενδυτικές συμπεριφορές και επιχειρηματικές αποφάσεις.
Το κοινωνικό κεφάλαιο στη χώρα μας είναι εξασθενημένο. Η κοινωνία των πολιτών είναι αδύναμη. Η συμμετοχή σε εθελοντικές ενώσεις, δίκτυα και κοινωνικούς φορείς παραμένει περιορισμένη και από τις χαμηλότερες στη ΕΕ. Η μεταβλητή που συμπυκνώνει και απεικονίζει καλύτερα, σύμφωνα με έρευνες, την κατάσταση του κοινωνικού κεφαλαίου είναι το «επίπεδο γενικής εμπιστοσύνης του πληθυσμού». Αλλά και αυτός ο δείκτης είναι ιδιαίτερα χαμηλός στη χώρα μας. Μόλις το 18% των πολιτών πιστεύει ότι μπορεί να εμπιστευθεί τους άλλους, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 20η θέση μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ το 2005. Απουσιάζει ο πολιτισμός της συνεργασίας όχι μόνο στην παραγωγική διαδικασία αλλά και στην εκπαίδευση και αυτό είναι ίσως ο καθοριστικός παράγοντας που διαμορφώνει συνειδήσεις και συμπεριφορές μακροπρόθεσμα.
Η στρεβλή αντίληψη για τη συνεργασία στη χώρα μας επιβεβαιώνεται και από ειδικές έρευνες με αντικείμενο τη λεγόμενη αντικοινωνική τιμωρία (antisocial punishment). Η Ελλάδα όχι μόνο καταγράφει το χαμηλότερο επίπεδο συνεργασίας αλλά και τον υψηλότερο δείκτη αντικοινωνικής τιμωρίας, με τους συμμετέχοντες στο πείραμα να επιβάλουν ποινές σε όσους έδειχναν τάσεις συνεργασίας και συμμετοχής.
Απόρροια αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας είναι και το γεγονός ότι μετά από πολυετή αναπτυξιακά προγράμματα στήριξης της οργάνωσης δικτύων και συπλεγμάτων (clusters) στην οικονομία, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά.
ε. Ορισμένες προτάσεις θεραπείας
Η προώθηση της καινοτομικής δραστηριότητας στο προϊόν ή τις διαδικασίες είναι δυνατή στη χώρα μας, σε αντίθεση με το σημερινό υπόδειγμα όπου οι ελληνικές επιχειρήσεις κυρίως μεταφέρουν τεχνογνωσία αντί να την παράγουν. Βασικές προϋποθέσεις γι’ αυτό είναι:
α) Η εφαρμοσμένη έρευνα και ανάπτυξη στα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα πρέπει να είναι γενικώς συνεπής με το νέο, επιθυμητό αναπτυξιακό πρότυπο και τα δυναμικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα: π.χ. έρευνα στον πρωτογενή τομέα (γεωπονική, βιολογικές καλλιέργειες, ιχθυοκαλλιέργειες, μεσογειακή διατροφή, κ.λ.π.), στον τριτογενή τομέα (τουριστικό προϊόν σε συνδυασμό με την πολιτιστική μας κληρονομιά, προστασία δημόσιας υγείας, κέντρα αποκατάστασης υγείας), στον δευτερογενή τομέα (ανάπτυξη «πράσινης» τεχνολογίας, τεχνολογία αφαλάτωσης, διαχείρισης απορριμμάτων, υδάτινων πόρων, κ.λ.π.) ενώ πρέπει να διερευνηθούν οι αιτίες (και να θεραπευθούν) που εμποδίζουν μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις (που καινοτομούν, επιδίδονται σε ενδοκλαδικό εμπόριο και μπορούν να προωθήσουν τα εγχώρια προϊόντα και τις υπηρεσίες μας μέσω των δικτύων τους) να επενδύουν στην Ελλάδα.
β) Θεσμοί: Απαιτείται συντονισμός τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημοσίων επιχειρήσεων με τα Πανεπιστήμια, Πολυτεχνεία, Ερευνητικά Κέντρα καθώς και αποτελεσματική οργάνωση και διοίκηση (management). Μια αποτελεσματική πολιτική έρευνας και ανάπτυξης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης, ενώ προϋποθέτει μακροχρόνιο προγραμματισμό, αίσθηση των αναγκών αλλά και των δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, αίσθηση των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων (εγχώριων και ξένων) και τοπικών φορέων, δημιουργία «πόλων καινοτομίας», επαρκή χρηματοδότηση καθώς και αποτελεσματική οργάνωση και διοίκηση που να μπορεί να μετουσιώσει τους στόχους σε αποτελέσματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έλλειψης συντονισμού και διασύνδεσης της έρευνας με την παραγωγική διαδικασία είναι η «πράσινη» ενέργεια: Στην Ελλάδα, η εγχώρια προστιθέμενη αξία στην παραγωγή φωτοβολταϊκών συστημάτων και ανεμογεννητριών είναι πολύ μικρή. Εάν αυτό δεν ανατραπεί, η επίτευξη των στόχων της ενεργειακής πολιτικής μέχρι το 2020 (το γνωστό 20-20-20) είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, σε μια κρίσιμη περίοδο που κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε βασικές επιδιώξεις της οικονομικής πολιτικής. Τέλος, η έρευνα και ανάπτυξη είναι δραστηριότητα αιχμής και πρέπει να στηρίζεται στην Αριστεία. Στη χώρα μας, δυστυχώς, η Αριστεία πολλές φορές δαιμονοποιείται.
Στην Ελλάδα πρέπει να καλύψουμε σημαντική απόσταση σε όλα τα προαναφερόμενα για να φτάσουμε στο επίπεδο των εταίρων μας στην Ευρωζώνη. Καταρχήν, όπως ήδη αναφέρθηκε εκτενώς, υπάρχει πρόβλημα νοοτροπίας και θεσμικού πλαισίου. Στη Φινλανδία, για παράδειγμα, μεγάλες εταιρείες χρηματοδοτούν ερευνητικά δημόσια προγράμματα, ακόμα και πανεπιστημιακές θέσεις στα δημόσια πανεπιστήμια. Στη χώρα μας υπάρχει αρνητική προδιάθεση, ακόμα και απαγόρευση για παρόμοιες δραστηριότητες. Στα πανεπιστημιακά τμήματα που έχουν σχέση με έρευνα και ανάπτυξη, οι συμβάσεις με ιδιωτικές επιχειρήσεις και φορείς δεν είναι εύκολη υπόθεση και το θεσμικό πλαίσιο ασαφές, ενώ υπάρχει ο διάχυτος φόβος ότι η εμπλοκή με το δημόσιο οδηγεί σε εισαγγελικές παρεμβάσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εσωστρέφειας που χαρακτήριζε την έρευνα στα ελληνικά πανεπιστήμια μέχρι και πριν από λίγους μήνες ήταν η απαγόρευση συμμετοχής ξένων καθηγητών στις επταμελείς επιτροπές αξιολόγησης διδακτορικών διατριβών (ενώ επιτρεπόταν στις τριμελείς συμβουλευτικές επιτροπές!).
Τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα από ένα υπερβολικά γραφειοκρατικό κράτος δεν βοηθούν τη δημιουργία επιχειρήσεων, και ειδικά επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να καινοτομήσουν. Επίσης η δομή και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα δεν ευνοεί δραστηριότητες που απαιτούν μακροχρόνιο προγραμματισμό και η απόδοσή τους είναι μακροπρόθεσμη. Ο υπηρεσιακός μηχανισμός στερείται, σε αρκετές περιπτώσεις, των απαραίτητων γνώσεων και της ευελιξίας που απαιτούνται στα θέματα αυτά. Σε νέες τεχνολογίες αιχμής, όπως είναι για παράδειγμα η γονιδιωματική (ένας στόχος της οποίας είναι η αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος), η δημόσια διοίκηση δεν είναι έτοιμη να υιοθετήσει τη γνώση που συσσωρεύεται από αυτές τις τεχνολογίες και να την εφαρμόσει για τη προαγωγή της δημόσιας υγείας, για παράδειγμα στην «εξατομικευμένη ιατρική» (personalized medicine), παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες επιστήμονες με αυτή την ειδικότητα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στο σημείο αυτό μπορεί να τονιστεί ότι οι ανώτατες σχολές στην Ελλάδα, ιδιαίτερα αυτές που δραστηριοποιούνται στην έρευνα με μεταπτυχιακά τμήματα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τη δημόσια διοίκηση ως σύμβουλοι σε μεγάλο εύρος θεμάτων, επιστημονικών, τεχνικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κλπ.
Όπως σε τόσους άλλους τομείς και δραστηριότητες στη χώρα μας, έτσι και στον τομέα της Έρευνας και Καινοτομίας, οι δυνατότητες είναι πολύ μεγάλες. Επιστημονικό δυναμικό υπάρχει, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και είναι αρκετά υψηλού επιπέδου. Αυτό που χρειάζεται είναι όραμα, ένα καλά επεξεργασμένο και ρεαλιστικό σχέδιο, αντίληψη του νέου αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, προσανατολισμός της έρευνας προς αυτό, επαγγελματική οργάνωση και διοίκηση και μια επιτελική και ευέλικτη γραφειοκρατία που να μπορεί να μετουσιώσει τους στόχους σε αποτελέσματα.
Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται αυτό που κατά κόρον αναφέρθηκε προηγουμένως, δηλαδή ο ρόλος του κοινωνικού κεφαλαίου και της κοινωνικής εμπιστοσύνης-που μπορούν να αναβαθμιστούν μέσα από τη θωράκιση των βασικών θεσμών του πολιτεύματος και την ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών- καθώς και της ομαλής λειτουργίας αποτελεσματικών και ανταγωνιστικών αγορών.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση είναι ευκαιρία αναθεώρησης πολλών κακώς κείμενων πραγμάτων. Στο χώρο του «τριγώνου της γνώσης» η πρόκληση είναι ίσως ακόμα μεγαλύτερη.
Επιστροφή στο 12ο Τεύχος Ην-Ων