«Μία μικρή πολιτεία όπου ζούσαν άνθρωποι με μεγάλο πόνο αλλά με πολύ αγάπη ήταν η νησίδα Σπιναλόγκα. Όταν άρχισα να τους γνωρίζω ένιωσα την αγωνία τους και μετά από όλα αυτά τα χρόνια μου έχει μείνει μία μελαγχολία» είπε σε συνέντευξη που έδωσε στο «Ην-Ων» η Μαρία Μπεμπελάκη.
Τότε -συνέχισε- ήμουν 45 ετών και βοηθούσα στο καφενείο που είχαν οι γονείς μου στην Πλάκα (Άγ. Νικόλαος-Κρήτη) όπου έρχονταν οι συγγενείς των ασθενών από όλη την Ελλάδα. Παράλληλα η μητέρα μου εργαζόταν στο λεπροκομείο και περνούσα και εγώ απέναντι στην Σπιναλόγκα για να πηγαίνω προμήθειες.
Επίσης ανέφερε «Η Σπιναλόγκα κατοικήθηκε από τους ασθενείς οι οποίοι είχαν προσβληθεί από την λέπρα με απόφαση της Κρητικής Πολιτείας. Στις 12 Ιουλίου του 1901 σχεδιάστηκε ο Νόμος «περί απομονώσεως των λεπρών» και ψηφίσθηκε στις 30 Μαϊου 1903. Ήδη από τον 18ο και 19ο αιώνα οι λεπροί της Κρήτης κατοικούσαν στις παρυφές των πόλεων, έξω από τα τείχη σε μέρη όπου ονομάζονταν «μεσκηνιές».
Η ζωή στην Σπιναλόγκα ήταν δύσκολη. Περίπου 1.000 άνδρες και γυναίκες έζησαν αποκλεισμένοι μακριά από τις οικογένειές τους παλεύοντας με μία βασανιστική αρρώστια και επιβιώνοντας με δυσκολία πάνω στην νησίδα η οποία ήταν αφιλόξενος τόπος (βραχώδης και με πρόβλημα νερού).
Οι άνθρωποι που εγκλείστηκαν στην νησίδα προέρχονταν από αγροτικές οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο εκτός από εξαιρέσεις. Πολλοί ασθενείς στην αρχή ήταν μπερδεμένοι και φοβισμένοι ιδιαίτερα τα άτομα μικρότερης ηλικίας όπου δεν γνώριζαν την έκταση της αρρώστιας. Θυμάμαι πού έλεγαν «γεννήθηκα στον έξω κόσμο και με εντολή γιατρού εγκλείστηκα στην Σπιναλόγκα». Τα κάγκελα, η κλούβα και η αστυνομική παρουσία συμβόλιζαν τη διαδικασία του εγκλωβισμού.
‘Όταν έφθανε ένας άρρωστος πρώτη φορά στο λεπροκομείο της νησίδας μέχρι να βρεθούν τα φάρμακα του έλεγαν οι υπόλοιποι ασθενείς ότι την πόρτα του νοσοκομείου δεν θα την περάσεις παρά μόνο με κασόνι. Τον πρώτο μήνα μέχρι να πληρωθεί από το κράτος του δίνανε οι υπόλοιποι έγκλειστοι και δεν τον άφηναν να πεινάσει.
Η κοινότητα των λεπρών επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο με μία βάρκα που ερχόταν από την Πλάκα με εμπόρους που είχαν τα απαραίτητα είδη διατροφής (κρέας, φρούτα, λαχανικά). Όταν έφθανε η βάρκα οι άρρωστοι κατέβαιναν στο λιμάνι της Σπιναλόγκα. Η εμπορική συναλλαγή γινόταν σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο όπου υπήρχε ο κλίβανος απολύμανσης των χρημάτων. Τα προϊόντα τα τοποθετούσαν στην εστία καθαρισμού και οι ασθενείς έβαζαν τα χρήματα στον κλίβανο. Οι ασθενείς παραπονιόντουσαν συχνά για την ποιότητα των προϊόντων αλλά και για τις υψηλές τιμές.
Με τον καιρό οργανώθηκαν καλύτερα και δημιούργησαν ένα Συνεταιρισμό και μία Ένωση για να ελέγχουν τις προμήθειες και για να σταματήσει η εκμετάλλευση».
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου προσπάθησε να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης και περίθαλψης των ασθενών. Ο Βενιζέλος έστειλε με προσωπικά του έξοδα έναν γιατρό στις Ινδίες και στις Φιλιππίνες προκειμένου να ενημερωθεί για τις νεότερες μεθόδους καταπολέμησης της ασθένειας και σύστησε μία επιτροπή επιστημόνων για να εισηγηθούν τα κατάλληλα μέτρα για την ανακούφιση των ασθενών.
Η βελτίωση της ασθένειας επιτεύχθηκε μετά το 1948 με την χορήγηση του νέου φάρμακου που ανακαλύφθηκε στην Αμερική. Έτσι τον Ιούνιο του 1957 η Σπιναλόγκα άδειασε.
Επιστροφή στο 11ο Τεύχος Ην-Ων