«Με την εξαναγκαστική αναστολή της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής και το κλείσιμο της, επί τεσσαράκοντα και τρία τώρα έτη (1971-2014) το Οικουμενικό Πατριαρχείο στερήθηκε του πολυτίμου αυτού Εκκλησιαστικού Θεολογικού Φυτωρίου του, του μοναδικού εις το είδος του σε όλη την Ορθοδοξία, και αντιμετωπίζει σήμερα το μεγάλο πρόβλημα της ελλείψεως των καταλλήλων στελεχών για την κάλυψη των αδηρίτων αναγκών του και της εκπληρώσεως του ποιμαντικού, διορθοδόξου και διαχριστιανικού έργου του και της υψηλής αποστολής του, ως αιωνόβιου Κέντρου της Ορθοδοξίας και του Γένους.
Διό και είναι επιτακτική η ανάγκη σήμερα όσον ποτέ άλλοτε, η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την επιβίωση του» επισήμανε σε συνέντευξη που έδωσε στο «Ην-Ων» ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης κ. Βασίλειος Αναγνωστόπουλος κατά εντολή του Παναγιότατου Οικομενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου.
Ακόμη υπογράμμισε «Ο βίος λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης εις την μακραίωνη ιστορία της των εκατόν είκοσι και επτά ετών από της ιδρύσεως της 1844-1971, διακρίνεται χρονικά σε τέσσαρες περιόδους: την πρώτην 1844-1919, ότε ο κύκλος της φοιτήσεως ήτο επταετής, την δευτέραν 1919-1923, οπότε καταργήθη το γυμνασιακό τμήμα και η Σχολή λειτούργησεν ως Ακαδημία, την τρίτην 1923-1951, κατά την οποία ανασχηματίσθηκε και επανήλθε στο αρχικό επταετές σύστημα, και την τετάρτην 1951-1971, που ελειτούργησεν εις δύο ανεξάρτητα απ’αλλήλων τμήματα, ως πλήρες ανεξάρτητο λύκειο με τριετή κύκλο φοιτήσεως, και ως θεολογικόν τμήμα με τετραετή κύκλον σπουδών ανάλογον προς τας πανεπιστημιακάς θεολογικάς σχολάς.
Κατά την πρώτη και δευτέρα περίοδο, η Σχολή λειτούργησε υπό το πολιτειακό καθεστώς της μοναρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί τη βάσει δύο πατριαρχικών κανονισμών, του έτους 1845 επί Μελετίου του Α΄ και του έτους 1903, επί πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄. Ειδικός κρατικός κανονισμός λειτουργίας της Σχολής δεν υπήρξε.
Κατά την Τρίτη περίοδο 1923-1951, η Σχολή λειτούργησε υπό το νέο πολιτειακό καθεστώς της Τουρκικής Δημοκρατίας (1923) με βάση τον περί ιδιωτικών και μειονοτικών σχολών Κανονισμόν του Υπουργείου Παιδείας.
Κατά την τέταρτη και τελευταία χρονική περίοδο 1951-1971, η Σχολή κατόπιν αδείας της Τουρκικής κυβερνήσεως και εγκρίσεως του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας λειτούργησε με ειδικό Κανονισμό για το Θεολογικό αυτής τμήμα, που προετοίμασε και υπέβαλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και ακολούθως συζητήθηκε και συντάχθηκε σε από κοινού συνεργασία εκπροσώπου της Σχολής με το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο του Υπουργείου Παιδείας.
Σκοπός της ιδρύσεως της Σχολής υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Γερμανού του Δ’ (1842-1845), ήτο η εκπαίδευση του κλήρου της Εκκλησίας για την οικοδομή των πιστών της, και ο θεολογικός αυτού καταρτισμός για να προφυλάξει το Ορθόδοξο πλήρωμα της από τον προσηλυτισμό από μέρους των εταιροδόξων εκκλησιών της Δύσεως, και κυρίως της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, και από το υλόφρον και αθεϊστικό πνεύμα της εποχής του 19ο αιώνος, του Διαφωτισμού.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης οφείλει την γένεση της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και θεωρείται το φυτώριο των στελεχών του. Οικουμενικό Πατριαρχείο και Θεολογική Σχολή υπήρξαν δύο θεσμοί, δύο πνευματικά ιδρύματα άρρηκτα συνδεδεμένα για την εξυπηρέτηση του ποιμαντικού έργου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της αποστολής αυτού ως πρωτοθρόνου Εκκλησίας. Ανεκτίμητη είναι η προσφορά της Σχολής προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την επάνδρωση του με τους αποφοίτους της, κατά τα εκατόν είκοσι επτά έτη της λειτουργίας της (1844-1971) τόσον εντός της έδρας του, την Κωνσταντινούπολη, όσο και εκτός αυτής είς τάς υπό την εκκλησιαστικήν κανονικήν δικαιοδοσίαν αυτού Αρχιεπισκοπάς και Μητροπόλεις, εις την Ευρώπην, την Αμερικήν και ανά τον κόσμο, καθώς και προς τάς άλλας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας και δή τα πρεσβυγενή Ορθόδοξα Πατριαρχεία,Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, και την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την ίδρυση το 1844 μέχρις την εξαναγκαστική αναστολή της λειτουργίας της το 1971, στα 127 έτη της λειτουργίας της προσέφερε στην Εκκλησία και την θεολογική επιστήμη εννεακοσίους τριάντα αποφοίτους. Εξ’αυτών οι εξακόσιοι εξήντα τρείς έγιναν κληρικοί. Από αυτούς δώδεκα έγιναν Οικουμενικοί Πατριάρχαι, ο τελευταίος είναι ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθαλομαίος, δύο Πατριάρχαι Αλεξανδρείας, δύο Πατριάρχαι Αντιοχείας, ένας έξαρχος των Βουλγάρων, τέσσαρες Αρχιεπίσκοποι Αθηνών, ένας Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, τριακόσιοι σαράντα τρείς υπήρξαν Ιεράρχαι και τριακόσιοι δέκα οκτώ υπηρέτησαν την Εκκλησίαν με τον βαθμόν του πρεσβυτέρου και ελάχιστοι του διακόνου.
Οι διακόσιοι σαράντα οκτώ εκ των αποφοίτων, που δεν έγιναν κληρικοί, ανεδείχθησαν καθηγηταί εις θεολογικάς και άλλας ημετέρας και ξένας πανεπιστημιακάς Σχολάς και καθηγηταί Μέσης εκπαιδεύσεως, και άλλοι διέπρεψαν εις άλλας επιστήμας.
Μεγάλη και πολύτιμη υπήρξε η προσφορά της Σχολής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τας ανωτέρω προμνημονευθείσας Ορθοδόξους Εκκλησίας, και το Γένος, ωσαύτως, κατά την τέταρτην περίοδο της λειτουργίας της 1951-1971, ότε μέσα σε μία εικοσαετία, λόγω της αναδιοργανώσεως της και της αναθεωρήσεως του εκπαιδευτικού προγράμματος της προς αντιμετώπιση και κάλυψη των συγχρόνων αναγκών της Εκκλησίας και της κοινωνίας, μετά τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον, (1939-1945) έδωκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ορθοδοξία, διακοσίους τριάντα αποφοίτους, από τους οποίους οι εκατόν είκοσι εννέα εισήλθαν στάς τάξεις του κλήρου, πενήντα έξι επίσκοποι, και εβδομήκοντα εννέα ως πρεσβύτεροι.
Πολύτιμη και ανεκτίμητη και ιστορική υπήρξε και η προσφορά της Θεολογικής Σχολής δια του καθηγητικού αυτής Σώματος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.»
Βιογραφικό
Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κύριος κύριος Βαρθολομαίος, εγεννήθη εν Ίμβρω τὴν 29ην Φεβρουαρίου 1940 εκ των Χρήστου και Μερόπης Αρχοντώνη. Το κατά κόσμον όνομα αυτού ήτο Δημήτριος. Μετά τα εγκύκλια μαθήματα εν τη γενετείρα αυτού και εν τω Ζωγραφείω Λυκείω της Πόλεως εισήλθεν εις την περιώνυμον Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, εξ ης απεφοίτησεν αριστούχος το 1961 και αμέσως εχειροτονήθη διάκονος, μετονομασθείς εις Βαρθολομαίον. Από του 1961 μέχρι του 1963 εξεπλήρωσε τας στρατιωτικὰς αυτού υποχρεώσεις ως έφεδρος αξιωματικός.
Μεταξύ των ετών 1963-1968 μετεξεπαιδεύθη ως υπότροφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τω Ινστιτούτω Ανατολικών Σπουδών Ρώμης, εν τω Οικουμενικώ Ινστιτούτω Bossey Ελβετίας και εν τω Πανεπιστημίω του Μοναχού, ειδικευθείς εις το Κανονικόν Δίκαιον. Ανηγορεύθη διδάκτωρ του εν Ρώμη Ινστιτούτου (Γρηγοριανόν Πανεπιστήμιον).
Επιστρέψας το 1968 εις την Πόλιν διωρίσθη Βοηθός Σχολάρχης εν τη Ιερά Θεολογική Σχολή Χάλκης, εν τη οποία το επόμενον έτος εχειροτονήθη πρεσβύτερος. Μετά εξάμηνον που ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εχειροθέτησεν αυτόν εις το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου.
Τὸ 1972, όταν εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης ο Αοίδιμος Δημήτριος και ίδρυσε το Ιδιαίτερον Πατριαρχικόν Γραφείον, εκάλεσεν ως Διευθυντήν αυτού τον Αρχιμανδρίτην Βαρθολομαίον, τον οποίον και προήγαγε το επόμενον έτος (Χριστούγεννα 1973) εις Μητροπολίτην Φιλαδελφείας. Επικεφαλής του Γραφείου τούτου έμεινε μέχρι τῆης προαγωγής του εις Μητροπολίτην Γέροντα Χαλκηδόνος (Ιανουάριος 1990).
Μετά τον θάνατον του Γέροντος αυτού Μητροπολίτου Μελίτωνος εξελέγη παμψηφεί εις διαδοχην αυτού Μητροπολίτης Χαλκηδόνος.
Αμέσως μετά την χάριτι θεία ανάρρησιν Αυτού εις τον Οικουμενικόν Θρόνον ήρξατο του έργου Αυτού κατά τας εξαγγελίας Αυτού εις τας προγραμματικάς δηλώσεις και εις τον Ενθρονιστήριον λόγον του.
Ούτω, προς προώθησιν της πανορθοδόξου ενότητος και συνεργασίας, συνεκάλεσεν εις το Φανάριον τους αδελφοὺς Αυτού Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και άπαντες ομού εξαπέλυσαν Μήνυμα προς την Εκκλησίαν και τον κόσμον, χαρακτηρισθέν ως η ενιαία φωνή της Ορθοδοξίας. Παρόμοιαι Συνάξεις έγιναν και το 1995 εν Πάτμω, τον Ιανουάριον 2000 εν Ιεροσολύμοις και τον Δεκέμβριον του ιδίου έτους εν ΚΠόλει καὶ Νικαίᾳ.
Ως νέος Πατριάρχης επεσκέφθη εθιμοτυπικώς τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας και τας Κυβερνητικάς αρχάς εν Αγκύρα και έθεσεν υπ’ όψιν αυτών τα απασχολούντα το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και την περί αυτό εν Τουρκία Ομογένειαν προβλήματα, με πρώτον το της επαναλειτουργίας της εν Χάλκη Ιεράς Θεολογικής Σχολής.