Αρχαιολόγοι προστάτες αρχαιοτήτων Κρήτης

28ο Τεύχος Ην-Ων

«Οι καταστροφές των αρχαιολογικών θησαυρών της Κρήτης υπήρξαν τεράστιες, παρά την πολυδιαφημισμένη γερμανική πολιτική προστασίας των Ελληνικών Αρχαιοτήτων από ειδική επιστημονική Υπηρεσία των γερμανών, μέλη της οποίας υπήρχαν βέβαια και στην Κρήτη. Και αναφέρομαι βέβαια στην περίφημη Υπηρεσία Προστασίας Τέχνης, γερμανιστί Befehlshaber Südgriechenland, Referat Kunstschutz (μπεφέλς-χάμπερ, ζίντ Γκρίχενλαντ, ρεφεράτ κουνστ-σουτς) την οποία οι κατακτητές ίδρυσαν αμέσως μετά την επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας, για την διαμόρφωση πολιτικών προστασίας των οικουμενικών πολιτιστικών θησαυρών της χώρας μας. Προστασίας βεβαίως από τις ίδιες τις δυνάμεις Κατοχής και των συνθηκών που επέβαλλε η παρουσία τους στη χώρα»τόνισε σε συνέντευξη στο περιοδικό «Ην-ΩΝ» ο Αρχαιολόγος Γιώργος Τζωράκης.
Ερ. Πότε ξεκίνησε η προστασία των αρχαιοτήτων της Κρήτης;
Απ. Εδώ θα επιχειρηθεί μια σύντομη επισκόπηση, του θέματος κατοχή και κρητικές αρχαιότητες, με στοιχεία από το Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, και την αδημοσίευτη μεταπολεμική έκθεση του τότε Εφόρου Κρήτης Νικολάου Πλάτωνα.
Η επιχείρηση της αρχαιολογικής Υπηρεσίας να προστατέψει τις ελληνικές αρχαιότητες ξεκίνησε από το 1939 και κορυφώθηκε με την εκκένωση των μουσείων και την απόκρυψη των εκθεμάτων, σε υπόγεια, σε θησαυροφυλάκια τραπεζών, σε ορύγματα κάτω από τις αίθουσες των μουσείων που τα φιλοξενούσαν, ακόμα και σε σπηλιές. Και είναι γεγονός ότι κατά την είσοδό τους στη χώρα οι εισβολείς αντίκριζαν μουσεία συνήθως άδεια.
Αντίστοιχη προσπάθεια καταβλήθηκε από την αρμόδια υπηρεσία της Κρήτης, υπό τον έφορο Νικόλαο Πλάτωνα που διηύθυνε τότε τη μοναδική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Ένας ακόμη Έφορος Αρχαιοτήτων, ο Βασίλειος Θεοφανείδης, είχε την έδρα του στα Χανιά, με αρμοδιότητες επιμελητή Δυτικής Κρήτης, καθώς είχε χάσει τη θέση του μετά τη συγχώνευση των δύο Κρητικών Εφορειών. Ήδη όμως από τις αρχές του 1941, ο Θεοφανείδης μετακινήθηκε στο Ηράκλειο, στα περίχωρα του οποίου δέσποζαν τα επιβλητικότερα έως τότε αρχαιολογικά μνημεία. Το μοναδικό άλλωστε πραγματικό Μουσείο που διέθετε η Κρήτη ήταν τότε αυτό του Ηρακλείου, στο οποίο μεταφέρονταν τα σημαντικότερα ευρήματα από ολόκληρο το νησί.
Ευάριθμες αρχαιότητες διέθεταν πάντως και οι επαρχιακές συλλογές Χανίων Ρεθύμνου, Κισάμου, Νεάπολης, Ιεράπετρας και Σητείας. Αρχαιότητες υπήρχαν ακόμη και στη Βίλλα Αριάδνη της Κνωσού καθώς και στη Γόρτυνα και στη Φαιστό, όπου πραγματοποιούνταν οι ανασκαφές των Βρετανών και των Ιταλών.
Για καλή τύχη των Κρητικών αρχαιοτήτων τρία χρόνια πριν τον πόλεμο, και μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες ο Έφορος Σπ. Μαρινάτος είχε πετύχει την αντικατάσταση του παλιού πετρόχτιστου μουσείου Ηρακλείου με την πρώτη πτέρυγα του νέου αντισεισμικού μουσειακού κτηρίου που διέθετε επιπλέον υπόγειο «σιδηρόδετον καταφύγιον».
Ερ. Ποιά ήταν η διαδικασία προστασίας των αρχαιοτήτων;
Απ. Τα σημαντικότερα από τα εκθέματα του μουσείου συσκευάστηκαν σε ειδικά κιβώτια και μεταφέρθηκαν στο καταφύγιο, ενώ άλλα μεγαλύτερα αντικείμενα θάφτηκαν στον κήπο, ή μετακινήθηκαν σε δυσπρόσιτα σημεία του κτηρίου, και προστατεύτηκαν με ψηλά αναχώματα από σακιά άμμου.
Αντίστοιχες προσπάθειες απόκρυψης επιχειρήθηκαν και για τις αρχαιότητες των κατά τόπους αρχαιολογικών συλλογών, χωρίς όμως πάντοτε, ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Ερ. Πότε ξεκίνησαν οι καταστροφές;
Απ. Το Μουσείο Ηρακλείου θα υποστεί σοβαρές ζημιές ήδη από τους πρώτους γερμανικούς βομβαρδισμούς του Ηρακλείου στις 23 και 24 Μαΐου του ‘41, που απέδειξαν ότι αν και ονομαστό από τότε ως ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου, δεν είχε εξαιρεθεί από το γερμανικό πρόγραμμα των ολοκληρωτικών βομβαρδισμών.
Οι βόμβες έπεσαν ακόμη και πάνω σε αυτό προκαλώντας τρομακτικές ζημιές στο νεόδμητο κτήριο και στο πολύτιμο περιεχόμενό του. Καταστράφηκαν 43 μεγάλες πήλινες αρχαιότητες των μινωικών χρόνων, σαρκοφάγοι, πίθοι και κάλπες. Ολοκληρωτική υπήρξε όμως η καταστροφή των κουφωμάτων του μουσειακού συγκροτήματος, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ασφάλεια των αρχαιολογικών θησαυρών. Τις κρίσιμες αυτές ώρες ευτυχώς ο Δήμος Ηρακλείου θα σταθεί αρωγός στην πρόχειρη αντιμετώπιση των ζημιών του κτηρίου.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης το Μουσείο Ηρακλείου επιστρατεύεται από τους κατακτητές. Στον περίβολο τοποθετήθηκαν πολυβολεία, ενώ την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε η τοποθέτηση αντιαεροπορικών πυροβόλων στη στέγη. Διαδοχικά το Μουσείο Ηρακλείου θα μετατραπεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο, αποθήκη πυρομαχικών, και σχολή χημικού πολέμου. Σταδιακά κατελήφθησαν ακόμη και τα γραφεία του προσωπικού και του Εφόρου, που εισέρχονταν πλέον με έγγραφη άδεια των κατακτητών.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Φθινόπωρο του 1943 το Μουσείο Ηρακλείου θα μεταβληθεί σε φυλακή ιταλών αιχμαλώτων.
Οι στρατιωτικές αυτές χρήσεις, που είχαν μετατρέψει το Μουσείο στο υπ’ αριθμόν ένα στόχο των αντίπαλων στρατευμάτων, δεν άργησαν να φέρουν την καταστροφή. Αυτή σημειώθηκε την 9η Φεβρουαρίου 1944 όταν βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το Ηράκλειο. Οι βόμβες που έπεσαν κοντά και πάνω σε αυτό προκάλεσαν τεράστιες ζημιές στο κτήριο και σε δεκάδες αφύλακτα αρχαία αντικείμενα. Ευτυχώς που το στρατιωτικό υλικό είχε μόλις απομακρυνθεί από το κτήριο και αποφεύχθηκε η πλήρης ανατίναξη του Μουσείου.
Η τελευταία καταστροφή συνδέεται με την ανατίναξη ενός γερμανικού πλοίου με πολεμικό υλικό μέσα στο λιμάνι της πόλης, τον Ιούνη του 1944. Τεράστια μεταλλικά τμήματα του σκελετού του πλοίου εκσφενδονίστηκαν στο κτήριο του μουσείου γκρεμίζοντας ολόκληρους τοίχους και καταστρέφοντας και πάλι δεκάδες αρχαία αντικείμενα, κυρίως από τις αποθήκες. Και να φανταστεί κανείς ότι επρόκειτο για το καινούργιο κτήριο του μουσείου που είχε εγκαινιαστεί μόλις τρία χρόνια πριν.
Ερ. Υπήρξαν κλοπές αρχαίων;
Απ. Είναι αυτονόητο ότι κατά της διάρκεια της κατάληψης του μουσείου δεν έλειψαν οι μικροκλοπές αρχαίων αντικειμένων, δεδομένου ότι οι γερμανοί επέμεναν να το κρατούν ανοικτό.
Η τύχη των επαρχιακών Συλλογών ήταν δυστυχώς πολύ χειρότερη, από αυτήν του πολύπαθου Μουσείου Ηρακλείου. Μόνο που στο κάδρο των ευθυνών μπαίνουν τώρα και οι Ιταλοί, που κατείχαν το Νομό Λασιθίου. Αντιγράφοντας φαίνεται τις συνήθειες των ρωμαίων Αυτοκρατόρων, ιταλοί στρατιωτικοί συγκέντρωσαν παράνομα τα αγάλματα και άλλα γλυπτά από τη ευρύτερη περιοχή και τα τοποθέτησαν, ως τρόπαια, στο Δημοτικό Κήπο Νεάπολης, όπου διατηρούσαν την έδρα τους.
Κύριοι απαγωγείς αρχαίων κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξαν ο αυστριακός Στρατηγός Ρίγκελ αλλά και ενας Ιταλός ονόματι Ρενιέρι, ο οποίος συγκρότησε προσωπική συλλογή αρχαίων, με άγνωστη τη μετέπειτα τύχη της.
Ερ. Ποιές αρχαιοτήτες κλάπηκαν;
Απ. Ο Αρχαιομανής Στρατηγός Ρίγκελ αποσπώντας τα κλειδιά του Στρωματογραφικού Μουσείου της Βίλλας Αριάδνης στην Κνωσό, όπου η Γερμανική Διοίκηση διατηρούσε την έδρα της, απομάκρυνε τρία ολόκληρα κιβώτια αρχαίων, με εκατοντάδες αντικείμενα, όπως μινωικά αγγεία πήλινα, χάλκινα και λίθινα, κοσμήματα, όπλα, μαρμάρινα αγάλματα και γλυπτά που πριονίστηκαν για να συσκευαστούν. Το ίδιο διάστημα της Γερμανικής κατάληψης, εξαφανίστηκε το σύνολο των μικροευρημάτων από τα ερμάρια του Στρωματογραφικού Μουσείου της Βίλλας.
Ο ίδιος Στρατηγός Ρίγκελ είναι πιθανότατα πίσω από τη λεηλασία της Συλλογής Γόρτυνας, από όπου εκλάπη ρωμαϊκό άγαλμα νύμφης ή Αφροδίτης από το Νυμφαίο, καθώς και ένα επιτύμβιο ανάγλυφο ένθρονης γυναικείας μορφής από το Ωδείο, μαζί με δύο κεφαλές ρωμαϊκών αγαλμάτων.
Μικροζημιές υπέστησαν οι Συλλογές Νεαπόλεως και Ρεθύμνου αν και παραβιάσθηκαν αρκετές φορές. Η Συλλογή της Νεάπολης πετάχτηκε κυριολεκτικά στο δρόμο όταν η αίθουσά της επιστρατεύτηκε. Τα εκθέματα της περισυλλέχθηκαν όμως χωρίς μεγάλες απώλειες από τον επιμελητή της καθηγητή Μαυροειδή.
Μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπισε η Αρχαιολογική Συλλογή Ιεράπετρας, που αφού μεταβλήθηκε σε ιταλικό στρατώνα, λεηλατήθηκε επανειλημμένως, με αποτέλεσμα να χαθούν περισσότερα από 100 εκθέματα. Οριστικά χάθηκαν πολυάριθμοι μινωικοί αμφορείς, αγγεία των ελληνορωμαϊκών χρόνων, λύχνοι και ένας χάλκινος πέλεκυς.
Ολοκληρωτική υπήρξε η καταστροφή της Συλλογή Σητείας, από την οποία χάθηκαν περισσότερα από 150 αρχαία αντικείμενα, όπως σπάνια μινωικά ρυτά, πήλινα αγγεία, σαρκοφάγοι, νομίσματα, γλυπτά και επιγραφές.
Η Συλλογή Χανίων από τις πρώτες μέρες της κατοχής, καταλήφθηκε από Ιταλούς πρώην αιχμαλώτους, που αφού τη μετέτρεψαν σε αποχωρητήριο, κατέστρεψαν σκόπιμα πολλά αρχαία αντικείμενα. Αργότερα ο χώρος διαρρήχτηκε ξανά από αγνώστους και αρχαιότητες πετάχτηκαν στην αυλή. Κατά τη βίαιη μετακόμισή της σε νέο χώρο εξαφανίστηκε μικρό κιβωτίδιο με χρυσά αντικείμενα της Συλλογής.
Σε διαδοχικές παραβιάσεις της Συλλογή Κισάμου οι Γερμανοί αφαίρεσαν γλυπτά και πάνω από 100 άλλα αρχαία αντικείμενα.
Εξίσου σοβαρές ήταν και οι ζημιές στους αρχαιολογικούς χώρους. Τραγικότερο είναι το παράδειγμα του μοναδικού βασιλικού Τάφου των Ισοπάτων Κνωσού, του μνημειωδέστερου ίσως τάφου της Κρήτης, ο οποίος καταστράφηκε ολοκληρωτικά, για την προσπόριση δομικού υλικού που απαιτούσαν οι κατασκευές στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Την εποχή που οι γερμανοί οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις στην Φαιστό, το Ανάκτορο ήταν επιταγμένο και οχυρωμένο λόγω της στρατηγικής θέσης του. Χαρακώματα και φωλέες πολυβόλων που διανοίχθηκαν παντού, κατέστρεψαν αρχαία κτίσματα. Μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών φυλάχτηκαν εντός των αρχαίων αποθηκών με ότι κινδύνους αυτό συνεπαγόταν σε περίπτωση στρατιωτικών επιχειρήσεων. «Χάριν παιδιάς», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν. Πλάτων, ομάδα στρατιωτών, κατακρήμνισε στην ανατολική απότομη πλαγιά του λόφου αρχιτεκτονικά μέλη από το ανάκτορο. Σημαντικότερη όμως ήταν η κλοπή δεκάδων σπάνιων καμαραϊκών αγγείων, τα οποία εντοπίστηκαν από τους Γερμανούς και εκλάπησαν στο σύνολό τους.
Στο Οροπέδιο Λασιθίου η ελληνορωμαϊκών χρόνων θέση της Κολώνας καταστράφηκε ολοσχερώς κατά τη διάνοιξη δρόμου. Η επαχθέστερη όμως καταστροφή αρχαιοτήτων μετά το Βασιλικό Τάφο συνέβη στο Παλαίκαστρο Σητείας, από τον Ιταλό αξιωματικό Γκιουζέππε Μπορσάρι, που χωρίς εμφανή λόγο επέβαλε την καταστροφή «λίθο προς λίθο» των τοίχων του μέχρι τότε ανασκαμμένου μινωικού οικισμού.
Γνωστότερη είναι η καταστροφή που υπέστη το μεγάλο λαξευτό σπήλαιο του Λαβυρίνθου της Γόρτυνας, που μετασκευάστηκε από τους γερμανούς για να αποτελέσει αποθήκη στρατιωτικού υλικού. Ανατινάχθηκε μετά το πέρας του πολέμου, για να καταστραφεί μαζί με το φυλασσόμενο υλικό, αποστερώντας την Κρήτη, από το δημοφιλέστερο ανά τους αιώνες αξιοθέατο της νήσου, από το Μεσαίωνα και μέχρι την ανακάλυψη της Κνωσού.
Στη Γόρτυνα Ζημιές υπέστησαν ακόμη οι ναοί του Πυθίου Απόλλωνα και των Αιγυπτίων Θεών.
Ζημιές κατά τη διάρκεια της κατοχής προκλήθηκαν και στα μεσαιωνικά μνημεία, όπως η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, και η Αρμέρια δίπλα στην ενετική Λότζια. Το μεγαλύτερο θύμα όμως υπήρξαν τα ενετικά τείχη, που κατακρημνιζόμενα από τους βομβαρδισμούς, λεηλατούνταν από ντόπιους και ξένους για την απόκτηση οικοδομικού υλικού.
Ερ. Πότε έγιναν οι λαθρανασκαφές της γερμανικής Υπηρεσίας Προστασίας;
Απ. Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελούν οι λαθρανασκαφές που αν και εκτελέστηκαν από αρχαιολόγους της γερμανικής Υπηρεσίας Προστασίας Μνημείων, αποτελούν για το ελληνικό κράτος παράνομες ανασκαφές.
Η πρώτη τέτοια ανασκαφή διεξήχθη στο Μικρό Ανάκτορο της Κνωσού, από τους Γερμανούς αρχαιολόγους της Υπηρεσίας Προστασίας Μνημείων ανθυπολοχαγό Σεργκεντόρφερ και υπαξιωματικό Βιάντσεν και διήρκεσε πάνω από είκοσι ημέρες. Τα αποτελέσματά της παρέμειναν παντελώς άγνωστα, καθώς κανένα απολύτως εύρημα δεν μεταφέρθηκε στο Μουσείο Ηρακλείου.
Δεύτερη ανασκαφή διεξήχθη πάλι από τον Σεργκεντόρφερ στο Απεσωκάρι της Μεσαράς, διήρκεσε 2 μήνες και αποκάλυψε θολωτό τάφο και ΠΜ οικισμό. Υποτέθηκε από τον Πλάτωνα, και το πήραμε τοις μετρητοίς, ότι τα ευρήματα παραδόθηκαν στο σύνολό τους στο Μουσείο.
Αντίστοιχα σε σχέση με τις παράνομες ανασκαφές ήταν τα πράγματα στους νομούς Ρεθύμνου και Χανίων, με κυριότερη εκείνη στο Μοναστηράκι Αμαρίου. Αλλά και σε άλλες θέσεις, τις έρευνες των οποίων οι Γερμανοί αρχαιολόγοι δε δίστασαν να γνωστοποιήσουν με κυνισμό στη σχετική γερμανική έκδοση Έρευνες στην Κρήτη, 1942. το 1951.
Σημαντικές απώλειες σημειώνονταν και κατά τη διάρκεια στρατιωτικών εργασιών, που αποκάλυπταν αρχαία, τα οποία συχνά, καταστρέφονταν ή παρακρατούνταν. Αυτονόητο είναι ότι την εποχή εκείνη της πείνας και της οικονομικής εξαθλίωσης πολλοί ντόπιοι εφοδίαζαν επ’ αμοιβή τους «συλλέκτες» με κρητικές αρχαιότητες και έτσι απομακρύνθηκε από την Κρήτη ένα σημαντικό -αν και δύσκολα υπολογίσιμο αριθμητικά- σύνολο αρχαιοτήτων.

Επιστροφή στο 28ο Τεύχος Ην-Ων