Την αύξηση του ρυθμού των πλειστηριασμών στην Ελλάδα ζητά η Πρόεδρος του SSM (Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός), ενώ δεν παίρνει ακόμα θέση για το σχέδιο Στουρνάρα για τα κόκκινα δάνεια.
Αυτό προκύπτει από απάντηση της Ντανιέλ Νουί, Προέδρου του SSM – θεσμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχει την ευθύνη εποπτείας των συστημικών τραπεζών της Ευρωζώνης, στον ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκο Χουντή.
Πιο συγκεκριμένα, ο Νίκος Χουντής στην ερώτησή του ζητούσε από τον SSM να αξιολογήσει το σχέδιο αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων που παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδας, το οποίο προβλέπει την ίδρυση ενός Οχήματος Ειδικού Σκοπού που θα ενσωματώνει λογιστικά κεφάλαια σε μορφή Αναβαλλόμενου Φόρου, παράλληλα με Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (δηλαδή, κόκκινα δάνεια), με τελικό σκοπό την τιτλοποίησή τους και την πώλησή τους στην αγορά, καθώς επίσης, τον κίνδυνο που ενέχει για νέες ανακεφαλαιοποιήσεις στις ελληνικές τράπεζες.
Στην απάντησή της η Ντανιέλ Νουί δεν παίρνει σαφή θέση για το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και σημειώνει ότι ο SSM «διενεργεί σε βάθος ανάλυση του σχεδίου μεταβίβασης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων το οποίο παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδος», υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι θα πρέπει να διευκρινιστούν αρκετές λεπτομέρειες ώστε να αξιολογηθεί η «πιθανή αποτελεσματικότητα και επίδρασή του στα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια των σημαντικών ιδρυμάτων», καθώς επίσης ότι οποιοδήποτε σχέδιο μείωσης κόκκινων δανείων θα πρέπει να «συνάδει με τη νομοθεσία της ΕΕ».
Αναφερόμενη, ωστόσο, στις στρατηγικές μείωσης των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα, η Πρόεδρος του SSM ζητά από τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, να επιταχύνουν τους ρυθμούς με τους οποίους διενεργούν τους πλειστηριασμούς, ώστε να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια στους ισολογισμούς τους. Λέει συγκεκριμένα η Ντανιέλ Νουί:
«Επομένως, από τη σκοπιά της εποπτείας, η σταδιακή αύξηση των πλειστηριασμών στην Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει την ικανότητα των σημαντικών ιδρυμάτων να μειώσουν τα ΜΕΔ τους, αυτό θα στηρίξει δε την αξιοπιστία των στρατηγικών τους για τη συνολική μείωση των ΜΕΔ».
Ειδικότερα:
Ερώτηση Νίκου Χουντή (ΛΑΕ):
Η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) σχεδιάζει, σε συνεργασία με τις 4 συστημικές τράπεζες, την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου για τον περιορισμό των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPE).
Το σχέδιο αυτό προβλέπει την ίδρυση ενός Οχήματος Ειδικού Σκοπού (SPV), στο οποίο θα μεταφερθούν λογιστικά κεφάλαια σε μορφή Αναβαλλόμενου Φόρου (DTC), παράλληλα με Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPE) (δηλαδή, κόκκινα δάνεια), μαζί με τις εξασφαλίσεις τους. Στη συνέχεια η εταιρεία αυτή θα τιτλοποιεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και θα τα πουλάει στην αγορά.
Με δεδομένο ότι:
– Κομισιόν, ΕΚΤ και κυβέρνηση είχαν συμφωνήσει, μέσω του 3ου Μνημονίου, σε μια στρατηγική απελευθέρωσης της αγοράς NPE και των πλειστηριασμών κατοικιών,
– Το σχέδιο της ΤτΕ δημιουργεί αυτομάτως κεφαλαιακό κενό στις συστημικές τράπεζες, που εκτιμάται σε 3-5 δις ευρώ,
ερωτάται:
Θεωρεί, τελικά, αποτυχημένη τη σημερινή στρατηγική αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στην βίαιη επίθεση στις λαϊκές κατοικίες, μέσω των πλειστηριασμών;
Ποια είναι η επίσημη αξιολόγηση του προτεινόμενου σχεδίου καταπολέμησης των κόκκινων δανείων;
Πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν κεφαλαιακή ενίσχυση, την οποία θα αναγκαστεί να πληρώσει και πάλι ο ελληνικός λαός;
Απάντηση Ντανιέλ Νουί:
Φρανκφούρτη, 20 Δεκεμβρίου 2018
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας όσον αφορά το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), την οποία μου διαβίβασε ο κ. Roberto Gualtieri, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 4 Δεκεμβρίου 2018.
Όπως γνωρίζετε, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ένα πολύ υψηλό επίπεδο ΜΕΔ, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις και άρα την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ως συνόλου. Η ταχεία μείωση των ΜΕΔ αποτελεί επομένως μία από τις βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες και σημαντικό τομέα ενδιαφέροντος για τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ).
Σε ό,τι αφορά τις ερωτήσεις σας για τις στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ, τα ελληνικά σημαντικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις συγκεκριμένες στρατηγικές τους για τη μείωση αυτόν των δανείων από το 2016, όπως εξήγησα στην επιστολή μου προς εσάς στις 11 Ιουνίου 2018. Αυτές οι στρατηγικές στηρίζονται σε διάφορα μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η αναδιάρθρωση ΜΕΔ, κατασχέσεις και διαδικασίες αφερεγγυότητας, καθώς και η διάθεση των χαρτοφυλακίων ΜΕΔ μέσω πωλήσεων ή τιτλοποιήσεων.
Τα εθνικά νομικά και δικαστικά πλαίσια, και ιδίως οι άρτιοι μηχανισμοί ρευστοποίησης εξασφαλίσεων, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την αποτελεσματική υλοποίηση των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ. Επομένως, από τη σκοπιά της εποπτείας, η σταδιακή αύξηση των πλειστηριασμών στην Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει την ικανότητα των σημαντικών ιδρυμάτων να μειώσουν τα ΜΕΔ τους, αυτό θα στηρίξει δε την αξιοπιστία των στρατηγικών τους για τη συνολική μείωση των ΜΕΔ. Κατάλληλα θεσμικά πλαίσια που διασφαλίζουν άρτιες νομικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων προτύπων για την προστασία του καταναλωτή και μηχανισμών κοινωνικής προστασίας, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν εμπίπτουν στα καθήκοντα του ΕΕΜ.
Γενικότερα, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επιδοκιμάζει και αξιολογεί προσεκτικά πρωτοβουλίες που αποβλέπουν στο να διευκολύνουν την πορεία και την αποτελεσματικότητα της μείωσης των ΜΕΔ στην Ελλάδα. Επίσης, διενεργεί σε βάθος ανάλυση του σχεδίου μεταβίβασης ΜΕΔ το οποίο παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδος. Καθώς θα πρέπει ακόμη να διευκρινιστούν αρκετές λεπτομέρειες, είναι πολύ νωρίς να καταλήξουμε σε σαφές συμπέρασμα σχετικά με την πιθανή αποτελεσματικότητα και επίδρασή του στα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια των σημαντικών ιδρυμάτων. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι οποιαδήποτε σχέδιο συστηματικής μείωσης των ΜΕΔ πρέπει να συνάδει με τη νομοθεσία της ΕΕ, η οποία, μεταξύ άλλων, έχει ως στόχο να αποτρέπει στο μέτρο του δυνατού τη χρήση των χρημάτων των φορολογούμενων για τη στήριξη πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως επίσης επισημαίνεται στο «Σχέδιο στρατηγικής για εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (AMC Blueprint)» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με εκτίμηση,
Danièle Nouy
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ