Την παραίτηση που υπέβαλε ο Νίκος Σακελλαρίου από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκανε δεκτή ο υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Σταύρος Κοντονής.
Η δήλωση του Προέδρου του ΣτΕ είναι:
«Στην απόφαση μου αυτή κατέληξα μετά την πρόσφατη παραβίαση του απορρήτου της διασκέψεως του δικαστηρίου σχετικά με το νέο ασφαλιστικό σύστημα και την εύλογη αναταραχή που προκάλεσε σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Η αδιανόητη όσο και απαράδεκτη αυτή παραβίαση του δικαστικού απορρήτου την οποία αντικειμενικά αδυνατώ να ελέγξω επέφερε καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία και το κύρος του ΣτΕ και δεν μου επιτρέπει πλέον να εξακολουθήσω να ασκώ τα δικαστικά μου καθήκοντα με την δέουσα ηρεμία και νηφαλιότητα.
Η σημερινή απόφασή μου έστω κι αν απέχει λίγες μόνο ημέρες από την υποχρεωτική αποχώρησή μου, από την υπηρεσία, δεν παύει όσο επιβεβλημένη και αν είναι να αποτελεί μια πολύ επώδυνη απόφαση για μένα που διανύω το 42ο έτος της δικαστικής μου σταδιοδρομίας, έχοντας αφιερώσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου στο θεσμό του ΣτΕ, έναν θεσμό τον οποίο αγαπώ και θα συνεχίσω να αγαπώ μέχρι το τέλος της ζωής μου.
Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη καθώς δεν αποχωρώ αμαχητί αφού όλα αυτά τα χρόνια αγωνίστηκα με τη βοήθεια του Θεού τον αγώνα τον καλό. Η σκέψη μου τώρα στρέφεται στους απλούς πολίτες που είναι τα θύματα των μνημονίων και της επιμακλιμακούμενης επικυριαρχίας του οικονομικού παράγοντα επί του θεσμικού.
Οι αντοχές των οποίων συνεχώς δοκιμάζονται από τα αλλεπάλληλα οικονομικά μέτρα που λαμβάνονται με την επίκληση του δημοσιονομικού συμφέροντος και συνεπάγονται υπέρογκες επιβαρύνσεις.
Ήδη από την εποχή του πρώτου μνημονίου ορισμένοι συνάδελφοι μου, μεταξύ των οποίων και εγώ, είχαμε επισημάνει τη μη συμβατότητα των ρυθμίσεων του μνημονίου με το Σύνταγμα και είχαμε εγκαίρως προειδοποιήσει χωρίς να εισακουστούμε για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού που σηματοδότησε τη συνακόλουθη υποχώρηση του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Τα χρόνια που ακολούθησαν οι αντοχές όλων μας δοκιμάστηκαν ακόμη περισσότερο από τα νεότερα μνημόνια που επέβαλαν τη λήψη και νέων οικονομικών μέτρα που συνοδεύτηκαν από μειώσεις μισθών και συντάξεων.
Οι καταστάσεις αυτές οδήγησαν το δικαστήριο στην έκδοση σειράς αποφάσεων της Ολομέλειας σχετικά με την μή περαιτέρω μείωση των συντάξεων και τη θεσμική θωράκιση των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τις βασικές αποστολές του κράτους. Όπως η εθνική άμυνα, η ασφάλεια, η υγεία, η παιδεία και η δικαιοσύνη. Φρονούμε ότι τα δικαστικά προηγούμενα και οι εγγυήσεις που ετέθησαν για αυτά δεν μπορούν χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα να αγνοηθούν ούτε πολύ περισσότερο να παρακαμφθούν από τον νομοθέτη με το πρόσχημα της παρακρατήσεως ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος , μέσω του επανυπολογισμού, όλων των μέχρι σήμερα απονεμηθησών συντάξεων πράγμα που θέτει τους ήδη συνταξιούχους σε καθεστώς πλήρους ανασφάλειας κατά παράβαση της αρχής της εμπιστοσύνης και μέσω της εισαγωγής σε συνάρτηση με τον επανυπολογισμό, ενός νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, μέτρα που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε περαιτέρω μείωση του ύψους των συντάξεων που ήδη έχει διαμορφωθεί μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές τους σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο.
Σε αντίθετη περίπτωση, εκτιμούμε, ότι είναι πλέον ή ορατός ο κίνδυνος περαιτέρω μειώσεως του ύψους των απονεμομένων συντάξεων, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη εξαθλίωση όλων των συνταξιούχων.
Αναμφιβόλως, ευρισκόμεθα προ μιας πολύ δυσχερούς καταστάσεως, η οποία, όμως, ευελπιστούμε ότι θα αντιμετωπισθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για μία ακόμη φορά, από την ανεξάρτητο ελληνική Δικαιοσύνη, στην οποία μετακυλίεται, παγίως, από την εκάστοτε πολιτική εξουσία, η επίλυσις των πιο σημαντικών προβλημάτων της Χώρας.
Εκφράζουμε, τέλος, τη βεβαιότητα ότι «έχουν γνώσιν οι φύλακες» και ότι οι δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, ανταποκρινόμενοι στην ιστορική παράδοση του Σώματος.
Επομένως, πρέπει όλοι να εξακολουθήσουμε να εμπιστευόμεθα την Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της, τελούντες πάντοτε εν πλήρη επιγνώσει του γεγονότος, ότι «Υπάρχουν ακόμη δικασταί εις τας Αθήνας».
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ